Η φύση της βαναυσότητας, η τύχη της επιβίωσης
Γιέρζι Κοζίνσκι Το βαμμένο πουλί,
μτφρ. Τρισεύγενη Παπαϊωάννου,
Εκδόσεις Μεταίχμιο
[Φωτογραφίες: Ο Θάνος Σταθόπουλος σε φωτογραφία της Νόπης Ράντη (copyright).
Και ο Γιέρζι Κοζίνσκι]
Όταν εκδόθηκε για πρώτη φορά Το βαμμένο πουλί, το 1965, μέσα στη θύελλα των αντιδράσεων που προκάλεσε για την ωμή και υπερβολική καταγραφή της βίας και για την αποτρόπαιη εικόνα της Ανατολικής Ευρώπης, που παρουσίαζε, κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, «ένας από τους σημαντικότερους και εγκυρότερους συγγραφείς της Ανατολικής Ευρώπης», όπως σημειώνει ο Γιέρζι Κοζίνσκι στο κείμενό του Εκ των υστέρων, που έγραψε το 1976 και έκτοτε προτάσσεται εν είδη προλόγου στις επανεκδόσεις του μυθιστορήματος, χωρίς να κατονομάζει το συγγραφέα, «έγραψε μία κριτική όπου εγκωμίαζε το μυθιστόρημα. Οι κυβερνητικές πιέσεις τον ανάγκασαν σύντομα να ανακαλέσει. Δημοσίευσε αναθεωρημένη τη γνώμη του και αργότερα, στο λογοτεχνικό περιοδικό που εξέδιδε ο ίδιος, μία “Ανοιχτή επιστολή στον Γιέρζι Κοζίνσκι”. Στην επιστολή αυτή», συνεχίζει ο Κοζίνσκι, προειδοποιούσε το συγγραφέα ότι «όπως και ένας άλλος βραβευμένος μυθιστοριογράφος που είχε προδώσει τη μητρική του για μια ξένη γλώσσα και για τον έπαινο μιας παρακμασμένης Δύσης, θα τελείωνε τις μέρες του κόβοντας το λαιμό του σε κάποιο άθλιο ξενοδοχείο της Κυανής Ακτής». Η τραγική ειρωνεία της τύχης επαλήθευσε την αναίσχυντη και μακάβρια «προφητεία»: ο Κοζίνσκι τέλειωσε τις μέρες του αυτοκτονώντας το 1991, όχι φυσικά για τους λόγους για τους οποίους τον προειδοποιούσε ο ανατολικοευρωπαίος μυθιστοριογράφος, ούτε σε κάποιο άθλιο ξενοδοχείο της Κυανής Ακτής, αλλά στο πολυτελέστατο διαμέρισμά του της δυτικής 57ης οδού του Μανχάταν, αναμιγνύοντας υπερβολική δόση βαρβιτουρικών με το αγαπημένο του ρούμι με κόκα, δένοντας σφιχτά στο κεφάλι του μία νάιλον σακούλα ως το λαιμό, ξαπλώνοντας στην μπανιέρα του και αφήνοντας το νερό να τρέξει. Στο γραφείο του είχε φροντίσει για το αναπόφευκτο σημείωμα. «Πρόκειται να βάλω τον εαυτό μου να κοιμηθεί λίγο παραπάνω απ’ το κανονικό. Πέσ’ τε το αιωνιότητα». Όσοι ήταν εξοικειωμένοι με το έργο του ίσως δεν απόρησαν με την αυτοχειρία. Ο Κοζίνσκι τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν βαριά άρρωστος. Ο Νόρμαν Μέιλερ, ωστόσο, συνέδεσε την ψυχική του κατάρρευση και την αυτοκαταστροφή με το είδος της ζωής που ζούσε ως κοσμικός.
Δραπετεύοντας, στην κυριολεξία, από την Πολωνία, όπου γεννήθηκε και έζησε μέχρι τα εικοσιτέσσερα, το 1957, με ένα περίπλοκο σχέδιο, το οποίο περιγράφει εκτενώς στο μυθιστόρημα Cockpit, έφτασε στις Ηνωμένες Πολιτείες αφήνοντας πίσω του για πάντα την Πολωνία και τη γλώσσα του. Κάνοντας στην αρχή ένα σωρό δουλειές (παρκαδόρος, οδηγός φορτηγών και αυτοκινήτων αγώνων ταχύτητας, μεταξύ άλλων) συνεχίζει τις μεταπτυχιακές σπουδές του στις κοινωνικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο Κολούμπια, ενώ ήδη έχει αρχίσει να γράφει στα αγγλικά. Συγγραφέας πρώτης γραμμής, με δύο πρώιμα βιβλία κοινωνιολογίας στο ενεργητικό του, με το ψευδώνυμο Τζόζεφ Νόβακ, αποφασίζει να στραφεί αποκλειστικά στη λογοτεχνία. Το 1962 θα παντρευτεί τη βιομήχανο μετάλλου Μαίρη Χέιγουορντ Γουίρ, δεκαοχτώ χρόνια μεγαλύτερή του, που πέθανε το 1968 από καρκίνο του εγκεφάλου – στη μνήμη της οποίας αφιερώνει το Βαμμένο πουλί. Θα διδάξει αγγλική λογοτεχνία στα πανεπιστήμια Γουέσλεϊαν, Πρίνστον και Γέιλ, ενώ εκλέγεται πρόεδρος στο διεθνή σύλλογο συγγραφέων P.E.N. Συμμετέχει ως ενεργό μέλος της «Επιτροπής για τα ανθρώπινα δικαιώματα».Παντρεύεται για δεύτερη φορά με την Κατερίνα φον Φραουντχόφερ, γόνο βαυαρικής αριστοκρατικής οικογενείας, ταξιδεύει πολύ στη Δυτική Ευρώπη και στη Νότιο Αμερική, κάνει σκι στην Ελβετία, ζει ακριβά και μεγαλοαστικά, γράφει δοκίμια και άρθρα, τα μυθιστορήματά του γίνονται μπεστ σέλερ και μεταφράζονται σε πολλές γλώσσες, εμφανίζεται στην τηλεόραση (από το 1971 ως το 1973 θα εμφανιστεί μόνο στο σόου του Τζόνι Κάρσον δώδεκα φορές!) περισσότερο ως κοινωνική περσόνα, παρά ως συγγραφέας, κερδίζει πολλά βραβεία και λαμβάνει υποτροφίες (Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας των ΗΠΑ – Steps, 1968), εκδίδει το μυθιστόρημα Beeing there (1971), του οποίου η κινηματογραφική μεταφορά με τον Πίτερ Σέλερς στο ρόλο του αγαθού κηπουρού Τσανς που ανέρχεται στο ύπατο αξίωμα της χώρας, του αποφέρει ακόμη μεγαλύτερη φήμη και χρήματα, παίζει έναν σύντομο ρόλο στην ταινία του Γουόρεν Μπίτι Οι Κόκκινοι, υποδυόμενος το μέλος του Πολιτμπιρό, Ζινόβιεφ, παρουσιάζει το Βραβείο Σεναρίου στην απονομή των Όσκαρ, το 1982, και οδεύει τραγικά προς την έξοδο.
Ίσως ο Κοζίνσκι δεν ξεπέρασε ποτέ τους προπηλακισμούς, την κατακραυγή, τις επικρίσεις, τις βίαιες αντιδράσεις εναντίον του (που λίγο έλειψε να του στοιχίσουν τη ζωή) και εναντίον της οικογενείας του στην Πολωνία από το κομμουνιστικό καθεστώς, τους ανατολικοευρωπαίους μετανάστες των Ηνωμένων Πολιτειών, και από έναν, όχι ευκαταφρόνητο, αριθμό αμερικανών ομοτέχνων του και κριτικών, οι οποίοι τον λοιδορούσαν για την απροκάλυπτη βία του Βαμμένου Πουλιού, δηλώνοντας ιδιαιτέρως ενοχλημένοι για την «ανησυχητική» τροπή που έπαιρνε το αγγλόφωνο μυθιστόρημα. Αν και η κριτική υπήρξε διχασμένη μεταξύ επαίνου και απόρριψης, πολλοί εξέλαβαν το βιβλίο ως απόπειρα εκμετάλλευσης των φρικαλεοτήτων του πολέμου από την εκκεντρική φαντασία ενός φιλόδοξου νέου συγγραφέα.
Το Βαμμένο πουλί εκτυλίσσεται αορίστως στην ανατολικοευρωπαϊκή ενδοχώρα, χωρίς να αναφέρεται ποτέ, ούτε στιγμή, το που, περιγράφοντας με συγκλονιστικό τρόπο την οδύσσεια ενός εξάχρονου αγοριού, αγνώστου θρησκεύματος και εθνικότητας, με μαύρο δέρμα (το οποίο μαύρο δέρμα εκλαμβάνεται ως μίασμα, πονηρό πνεύμα, κακός οιωνός, μαύρο σημάδι) που έχει χάσει τους γονείς του και περιπλανιέται μόνο του, στο κέντρο του παραλόγου, περνώντας μέσα από την κόλαση της γερμανικής θηριωδίας, αλλά και την κόλαση των άλλων που συστήνουν οι κάτοικοι της Ανατολικής Ευρώπης. Βία, κτηνωδία, καμένη σάρκα, απελπισία, αγωνία, βαρβαρότητα, προλήψεις, μαγγανεία, ένα όργιο φρίκης, ευτέλειας και εξαθλίωσης βασιλεύουν απ’ άκρου εις άκρον. Η ανελέητη εξόντωση, η καθαρή τύχη του να μείνεις ζωντανός σε μία επικράτεια μαζικής σφαγής, η λύσσα για επιβίωση, «η φιλοδοξία να ζήσεις πάση θυσία επειδή ζεις», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Κοζίνσκι, παραπέμποντας σε ένα σημείωμα ενός εβραίου εγκλείστου σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, ανάγουν το Βαμμένο πουλί σε μία υπαρξιακή μεταφορά, σε ένα βαθύ, πυκνό, απογυμνωμένο κείμενο, ένα αριστουργηματικό έργο για την ανθρώπινη φύση, την Ιστορία, την κοινωνία, την απάνθρωπη κατάσταση, την τύχη και την ανάγκη να υπάρξεις με οποιοδήποτε κόστος ή τίμημα. Ο Κοζίνσκι δεν είναι ο πρώτος ούτε ο μόνος που θα υποδείξει τη χρεοκοπία του πολιτισμού, μέσα από την εμπειρία ενός γενικευμένου ολοκαυτώματος.
Η πρωτοπρόσωπη εξιστόρηση (η οποία συνέβαλε στην πρόσληψη του κειμένου, από μερίδα της κριτικής, ως μυθιστορηματικής αυτοβιογραφίας, πράγμα που ασφαλώς στερείτο κάθε βάσης) εγκαινιάζει το ύφος του Κοζίνσκι: αφαίρεση, αναλυτική και ψυχρή καταγραφή της εξωτερικής και εσωτερικής πραγματικότητας, «χειρουργική» ακρίβεια, συναισθηματική αποστασιοποίηση, σαρκασμός, σκληρότητα, ειρωνεία, διαύγεια και δύναμη, πρόκληση, ευρηματικότητα, φαντασία και παράδοξο, ψυχοδηλωτική ανάδειξη του εγώ εκβάλλουν το ρεύμα της αφήγησης και αναδεικνύουν την πλαστική σύσταση της πρόζας του.
«Καθώς άρχισε να εξελίσσεται η αφήγηση», γράφει ο Κοζίνσκι στο Εκ των υστέρων «συνειδητοποίησα ότι θα ήθελα να επεκταθώ σε ορισμένα θέματα και να τα διαμορφώσω σε μια σειρά από πέντε μυθιστορήματα. Αυτός ο κύκλος των πέντε βιβλίων θα παρουσίαζε τις αρχετυπικές απόψεις των σχέσεων του ατόμου με την κοινωνία. Το πρώτο βιβλίο του κύκλου θα πραγματευόταν εκείνες τις κοινωνικές μεταφορές που είναι οικουμενικά προσιτές: Ο άνθρωπος θα απεικονιζόταν στην πιο ευάλωτη κατάστασή του, ως παιδί, και η κοινωνία στην πιο θανάσιμη μορφή της, σε κατάσταση πολέμου».
Από το επόμενο βιβλίο του Steps (Βήματα) και στο εξής θα μπει πια με το κεφάλι οριστικά στη φύση της ατομικής συνείδησης: αυτό το εμμονικό, αναλυτικό ego trip που θα εκθέσει δαιμονικά, γράφοντας, μερικά ακόμη μικρά αριστουργήματα, όπως το The devil tree, το Cockpit και το Blind Date, και από το οποίο δεν θα βγει παρά μόνο με τη νάιλον σακούλα να τον σφίγγει.
7 Δεκεμβρίου 2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου