Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

Books & Love ! Happy New BookYear !



Η άσχημη και αλλόκοτη και ζοφερή, για πολλούς χρονιά, τελειώνει. Τα βιβλία της τελευταίας στιγμής άφθονα και δυνατά και εξαίσια. Η Εστία, η Άγρα, το Μεταίχμιο, οι Ροές, η Πόλις, ο Κέδρος, η Νεφέλη,και τόσοι άλλοι Δονκιχώτες του Ποιοτικού και του Ποιητικού στο πλάι μας, στο πλάι των διακαών αναγνωστών.

Μόλις κυκλοφόρησαν (και μας ενθουσίασαν) οι περίκομψες Σημειώσεις Πάνω στο Πόκερ του Guy Debord από τις εκδόσεις ΟΥΑΠΙΤΙ.

Ο κατ' εμέ, τον Μπαμπασάκη, σπουδαιότερος Αμερικανός συγγραφέας των τελευταίων δεκαετιών (ο Pynchon είναι εκτός πάσης συγκρίσεως και ταξινομήσεως), James Ellroy ολοκληρώνει την Τριλογία του Αμερικανικού Υπόκοσμου με το Αίμα Που Δεν Σταματάει Ποτέ, σε μετάφραση του μαιτρ Ανδρέα Αποστολίδη, πάντα από την Άγρα.  

Ο Λεφ Σεστόφ υπογράφει το πόνημα Λέων Τολστόι: Αυτός που χτίζει και γκρεμίζει κόσμους (μτφρ. Νάγια Παπασπύρου, εκδ. Ροές), ενώ από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφορεί το Δεξιά κι αριστερά του μείζονος Joseph Roth (μτφρ. Πελαγία Τσινάρη), μια συναρπαστική καταβύθιση στο σύμπαν του Μεσοπολέμου.

Από το Μεταίχμιο μάς έρχονται οι Τοπικές Καταιγίδες, το καταιγιστικό μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Μπόιντ, μεταφρασμένο από την επιδέξια Αλεξάνδρα Κονταξάκη, η οποία μεταφράζει και τον τελευταίο Ίαν Ράνκιν, ήτοι τη Σκοτεινή Πλευρά. Από τον ίδιο οίκο και οι ήδη πολυσυζητημένοι Αρχάριοι του Raymond Carver, σε μετάφραση που παλαίμαχου Γιάννη Τζώρζη (ο οποίος, σημειωτέον, είναι από τους πρώτους που γνώρισαν στο ελληνικό κοινό δημιουργούς όπως ο Carver, ο Philip Larkin, κ.ά.). Για τους Αρχάριους, και, φυσικά, για όλα τα παραπάνω και πολλά ακόμα βιβλία θα μιλήσουμε εκτενέστερα με το νέον έτος.

Αναμένουμε ιδέες, σκέψεις, σχόλια, συνεργασίες, βιβλία, προτάσεις, προσφορές στη διεύθυνσή μας (Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης, Μαραθωνομάχων 23, Αθήνα 15124 [Μαρούσι]) και στο g_icaros@otenet.gr  

Εδώ ας σταθώ. Κάθε Καλό. Ευχές, θερμές και από καρδιάς, για το 2011 !

Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης

Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

Ο ΘΑΣΑΣΗΣ ΜΗΝΑΣ γράφει για τον JACK KEROUAC

Ο ΤΖΑΚ ΚΕΡΟΥΑΚ ΣΤΟ «ΜΕΓΑΛΟ ΝΟΤΟ»

[Μια αναδρομή στο χρονικό του «Μπιγκ Σερ»
με αφορμή έκδοση συλλεκτικής κασετίνας]







Αντί γι’ αυτά υπάρχει θόρυβος απ’ το θρυμμάτισμα των μπουκαλιών στο λίβινγκρουμ που έχει καταλάβει ο άμοιρος ο Λεξ Πασκάλ, τσιρίζοντας, αυτό μου θυμίζει μια φορά πριν ένα χρόνο όταν η μέλλουσα σύζυγος του Τζάρι Γουόνγκερ τσαντίστηκε με τον Λεξ και του πέταξε μισό γαλόνι τόκεϊ απ’ την άλλη άκρη του δωματίου που τον βάρεσε κατευθείαν στο μάτι, οπότε παίρνει αυτή μετά το πλοίο και πάει στη Ιαπωνία και παντρεύεται τον Τζάρι σε μια μεγάλη τελετή Ζεν που τη γράψανε οι εφημερίδες απ’ τη μια ακτή μέχρι την άλλη, όλο κι όλο όμως που παθαίνει ο φουκαράς ο Λεξ είναι ένα σκίσιμο που προσπαθώ εγώ να το περιποιηθώ στο μπάνιο στο πάνω πάτωμα λέγοντας, Ε, το αίμα απ’ το σκίσιμο σταμάτησε κιόλας, είσαι εντάξει Λεξ; - «Κι εγώ Γαλλοκαναδός είμαι» λέει με υπερηφάνεια κι όταν ο Ντέιβ, εγώ κι ο Τζορτζ Μπέισο ετοιμαζόμαστε να γυρίσουμε πίσω στη Νέα Υόρκη με τ’ αυτοκίνητο μου δίνει ένα μετάλλιο του Αγίου Χριστόφορου σαν αποχαιρετιστήριο δώρο – Ο Λεξ είναι από τους τύπους που δεν θα’ πρεπε να μένει σ’ αυτό το άγριο μπητ οικοτροφείο, θα’ πρεπε να κρύβεται κάπου σε ράντσο, δυναμικός, μορφονιός, τρελός για γυναίκες και πιοτό χωρίς να χορταίνει ποτέ του ούτε το ένα ούτε το άλλο – Καθώς λοιπόν οι μπουκάλες γίνονται πάλι θρύψαλα και το στερεοφωνικό παίζει τη Μίσα Σολέμνις του Μπετόβεν, με παίρνει ο ύπνος στο πάτωμα.
Ξυπνάω το άλλο πρωί όλο βογκητά βέβαια, τούτη όμως είναι η μεγάλη μέρα όπου θα πάμε να κάνουμε επίσκεψη στον κακομοίρη τον Τζορτζ Μπέισο που βρίσκεται στο σανατόριο στο Βάλεϊ με φυματίωση – Ο Ντέιβ με στυλώνει αμέσως φέρνοντάς μου καφέ ή κρασί ό,τι θέλω απ’ τα δυο – Βρίσκομαι για κάποιο λόγο στο πάτωμα του Μπεν Φέιγκαν, κατά τα φαινόμενα του είχα πάρει τα’ αυτιά για το Βουδισμό – βουδιστής να σου πετύχει.  
Τζακ Κέρουακ, «Μπιγκ Σερ», εκδ. Αίολος, 1988, μτφ. Ιουλία Ραλλίδη.       

Καλοκαίρι του 1961. Ο Τζακ Κέρουακ δεν έχει πατήσει ακόμη τα 40. Πέντε σχεδόν χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του θρυλικού “On the Road”, ο μουσηγέτης – όπως τον προσφώνησε ο Ανδρέας Εμπειρίκος -  της γενιάς του μπητ είναι πια ένας αναγνωρισμένος συγγραφέας, τουλάχιστον στους κύκλους του underground. Μολοντούτο, ο ίδιος είναι δυστυχισμένος. Απογοητευμένος από τους καθώς πρέπει λογοτεχνικούς κύκλους αλλά και από τον κομφορμισμό της αμερικάνικης κοινωνίας, έχει φτάσει στα όρια της παραίτησης. Ο στενός του φίλος Λόρενς Φερλινγκέτι, ποιητής και ο ίδιος και εκδότης του City Lights, θυμάται πως ο Κέρουακ του εξομολογήθηκε ότι σκεφτόταν να παρατήσει διά παντός το γράψιμο και να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του απομονωμένος απ’ τον κόσμο.
Στο πρόλογο της ελληνικής έκδοσης του «Μπιγκ Σερ» ο Γιώργος Τζώρτζης σημειώνει:
«Το καλοκαίρι του 1961 ο Τζακ Κέρουακ έχοντας κλείσει οριστικά τους λογαριασμούς του με το δρόμο, επέστρεφε στη Φλόριντα, το σανατόριο της Αμερικής, όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένεια του. Αδιάφορος πια απέναντι σε όσα είχε ακόμα να του προσφέρει η αχανής και ανεξέλεγκτη ετούτη χώρα, κατέφυγε για άλλη μια φορά στον προσφιλή του δαίμονα, το εκδικητικό οινόπνευμα. Για κάμποσες βδομάδες, χωρίς διακοπή, μοναδικός του σύντροφος είναι ένα μπουκάλι Τζόνι Γουόκερ κάθε μέρα (…) Το φθινόπωρο περιόρισε τη διψομανία του σε μερικά ποτήρια Μαρτέλ τη μέρα, διάβαζε Μπαλζάκ και Ντοστογιέφσκι κι έχασε λίγο βάρος. Μια μέρα τον Οκτώβριο, που ήταν πάντα ο πιο δημιουργικός του μήνας, πήρε μια ποσότητα μπενζεντρίνης κι όρμησε στη γραφομηχανή του…».
Ο Μπάρι Μάιλς, ο πιο έγκυρος βιογράφος του Κέρουακ όσο και του Ουίλιαμ Μπάροουζ και συγγραφέας μεταξύ άλλων της εξαιρετικής μελέτης “Beat Hotel” (όπου πραγματεύεται τα σουλάτσα της μπητ παλιοπαρέας στο Παρίσι), στο βιβλίο του “Jack Kerouac, King of the Beats” (Virgin, 1999) συμπληρώνει:
«Εκείνο τον Οκτώβριο, ο Τζακ γέμισε με χαρτί τηλέτυπου την γραφομηχανή του και, ενισχυμένος με μπενζεντρίνη, ξεπέταξε το “Big Sur” μέσα σε δέκα νύχτες. Ήταν γραμμένο με τρόπο που ο ίδιος ο Κέρουακ περιέγραφε ως εξής: “να αφηγείσαι με απλή ιστορία σε μια αυθόρμητη λογοτεχνική ανάγνωση σε μια καντίνα” (...) Δομικά (το μυθιστόρημα) είναι πολύ ευθύ και ξεκάθαρο. Ξεκινά με την άφιξή του στο Σαν Φρανσίσκο και τελειώνει με την αναχώρησή του, ένας εξουθενωμένος άνθρωπος. Στη γλώσσα του υπάρχουν πολλά όμορφα αποσπάσματα που προέχονται από απλή παρατήρηση, παντρεμένα όμως ως συνήθως με τη γνωστή του απλόχερη χρήση ενεργητικών επιθέτων: “crazy”, “rushed”, “goof”, “mad” κλπ. Είναι μια από τις πιο δυνατές, μελαγχολικές, λεπτομερείς, ψυχωμένες περιγραφές ενός ανθρώπου σε πτώση εξαιτίας του αλκοολισμού, που έχουν γραφτεί ποτέ. Είναι εξομολογητικά, σχεδόν στο βαθμό της θρησκευτικής εξομολόγησης, όμως, τελικά, αν και ο ίδιος διαβλέπει το αυτοκαταστροφικό μονοπάτι που έχει πάρει, δεν μαθαίνει τίποτα από τη συγγραφή του βιβλίου (...) Σε στιγμές μάλιστα δείχνει περήφανος για το βάθος της πτώσης του και για το πόσο απαίσια είχε γίνει η συμπεριφορά του, επειδή ο ίδιος είναι γενναίος που την εξομολογείται».

Ο τίτλος του βιβλίου του Κέρουακ υπονοεί το τοπωνύμιο “Big Sur”, που προέχεται από τις ισπανικές λέξεις "el sur grande" και σημαίνει «Μεγάλος Νότος» (big south). Πρόκειται για ένα από τα πιο ονομαστά θέρετρα της κεντρικής Καλιφόρνια, σε μια ειδυλλιακή τοποθεσία όπου τα νερά του Ειρηνικού γλύφουν τις απολήξεις της οροσειράς της Σάντα Λουσία.
Το «Μπιγκ Σερ», που εκδίδεται το 1962,  χρονολογικά είναι ίσως το τελευταίο πραγματικά σπουδαίο έργο του Κέρουακ – το “Desolation Angels” εκδίδεται μεν το 1965 όμως στην πραγματικότητα γράφτηκε περίπου τη ίδια εποχή με το «Στο Δρόμο». Ο Κέρουακ (Τζακ Ντουλουόζ στο βιβλίο) αφηγείται σε τούτες τις σελίδες στιγμιότυπα από τη διαμονή του σε ένα σπίτι στις δασώδεις πλαγιές του Μπίξμπι Κάνιον, όπου αποδρά απ’ τη Νέα Υόρκη καλεσμένος του Λόρενς Φερλινγκέτι (Λορέντζο Μονσάντο). Σε αντίθεση με άλλα βιβλία του, στο «Μπιγκ Σερ» η αίσθηση της περιπλάνησης είναι περιορισμένη. Οι ανάσες της γραφής του σταματούν το χρόνο. Η πρόζα του επηρεασμένη από το τοπίο αναδύει μυρωδιά από ξύλο και θαλασσινό αέρα. Το μυθιστόρημα εξάλλου συνοδεύει η εκτενής ποιητική σύνθεση «Θάλασσα» ("Sea: Sounds of the Pacific Ocean at Big Sur") μια συνειδητή προσπάθεια του Κέρουακ να μιμηθεί το στυλ του Τζέημς Τζόυς.
Στην αφήγηση συναντάμε κι άλλες σεσημασμένες περσόνες της μπητ γενιάς -  Άλεν Γκίνσμπεργκ (Ίργουιν Γκάρντεν), Νηλ Κάσαντι (Κόντι Πομερέι), Φίλιπ Γουόλεν (Μπομπ Φέιγκαν), Μάικλ ΜακΛιουρ (Πατ ΜακΛίαρ). Ο Τζακ Ντουλουόζ, alter ego του Κέρουακ, εμφανίζεται σαν ένας πετυχημένος συγγραφέας ο οποίος, όπως κι ο δημιουργός του, είναι αλκοολικός και βρίσκεται ένα βήμα πριν να καταρρεύσει ψυχολογικά. Στον πρόλογό του στην ελληνική έκδοση του βιβλίου ο Γιώργος Τζώρτζης συνεχίζει: «Το BIG SUR, όπως και τα περισσότερα βιβλία του Κέρουακ μετά το ON THE ROAD, είναι μια απαισιόδοξη και βαθιά απελπισμένη μονωδία».  





Ένα βιβλίο, μια ταινία, 12 τραγούδια

Η ταινία “One Fast Move or I'm Gone - Kerouac's Big Sur” γυρίζεται το 2008, σε σκηνοθεσία του Κερτ Γουόρντεν, από την εταιρεία παραγωγής Kerouac Films, στην οποία συμμετέχει κι ο Ελληνοαμερικανός Τζιμ Σάμπας, γιος του Πιτ Σάμπας, στενού παιδικού φίλου του Κέρουακ – μαζί  μεγάλωσαν στο Λόουελ της Μασαχουσέτης.
«Πεπεισμένοι ότι ο καλύτερος τρόπος για να διηγηθούμε την ιστορία της ζωής του Τζακ ήταν να διηγηθούμε μία από τις ιστορίες του Τζακ – διαλέξαμε το “Big Sur”, που αποτέλεσε έναν παρεμφατικό απολογισμό της ζωής του Τζακ, σε μια περίοδο που είχε “χάσει τον έλεγχο” συναισθηματικά και πνευματικά. Κι όμως παρότι είχε αρχίσει να παίρνει τον κατήφορο (μ’ ένα στυλ πραγματικά κερουακ-ικό) με κάποιον τρόπο κατάφερε να συγκεντρώσει όσα αποθέματα ψυχικής και σωματικής δύναμης του είχαν απομείνει και να βρει γαλήνη και λύτρωση».
Το φιλμ ωστόσο δεν αποτελεί μια πιστή μεταφορά του βιβλίου. Περισσότερο αναπλάθει το περιβάλλον μέσα στο οποίο γράφτηκε. Γυρισμένο με την κάμερα στο χέρι, έχει μορφή ημι-ντοκουμενταρίστικη. Εμφανίζονται και μιλούν για τον Κέρουακ και το έργο του κάμποσοι δημιουργοί πού είτε τον έζησαν από κοντά είτε επηρεάστηκαν από τα γραπτά του: Λόρενς Φερλινγκέτι, Ρόμπερτ Χάντερ, Άραμ Σάρογιαν, Τομ Γουέιτς, Σαμ Σέπαρντ, Πάτι Σμιθ. Η ποιήτρια του punk γλαφυρά αναθυμάται:   
 «Μου πήρε πολύ καιρό να τον νιώσω δικό μου. Τελικά οδηγήθηκα στην καρδιά του έργου του χάρη στους κυλίνδρους του. Τους κυλίνδρους της νεκρής πόλης. Που ξεδιπλώνονται σαν τα λινά καλύμματα μιας Αιγύπτιας πριγκίπισσας. Συμπτωματικά, χάρη στους κυλίνδρους του “Big Sur” συγκεκριμένα, ήρθα σε επαφή με τον ίδιο και τις λέξεις του. Δεν ήταν τέλειος άνθρωπος, είχε όμως στιγμές τέλειας διαύγειας».

Το soundtrack της ταινίας ανέλαβαν δυο καταξιωμένοι μουσικοί του σημερινού ανεξάρτητου κυκλώματος, ο Jay Farrar  των Son Volt και ο Benjamin Gibbard των Death Cab for Cutie, οι οποίοι στους στίχους χρησιμοποίησαν αυτούσιες φράσεις από το «Μπιγκ Σερ». Η μουσική τους δένει αρμονικά με τις εικόνες, μαρτυρά τη δική τους αγάπη για τον Κέρουακ και τη γενιά του μπητ, έχει την αμεσότητα και τη ζεστασιά που αποπνέει το καλό αμερικανικό λαϊκό τραγούδι. Ο Jay Farrar υπογραμμίζει: 
«Ο Τζακ Κέρουακ ήταν συνυφασμένος με την τζαζ. Η αυτοσχεδιαστική, χαλαρά δομημένη πρόζα του συχνά διαβαζόταν σαν τζαζ σε γραπτό λόγο. Ανακαλύπτοντας ότι ο Τζακ στην πραγματικότητα εκτιμούσε και απολάμβανε και τη folk music (όπως στο μυθιστόρημα “Big Sur”) και την cowboy/folk του RamblinJack Elliott (όπως στο “Book of Dreams”) μας έδωσε την ιδέα να ρολάρουμε προς αυτή την κατεύθυνση – δηλαδή να γράψουμε κομμάτια χρησιμοποιώντας στίχους από το ποίημα του Τζακ “The Sea” και αράδες από το “Big Sur” (…) Στο πνεύμα του Κέρουακ, ο κύριος όγκος των τραγουδιών γράφηκε μια και έξω μέσα σε πέντε μέρες με ελάχιστες αναθεωρήσεις. Ελπίζω ότι ο Τζακ δεν θα είχε αντίρρηση να μας συντροφεύσει σ’ αυτά τα τραγούδια γύρω από τη φωτιά…»



Η συλλεκτική κασετίνα “One Fast Move or I'm Gone - Kerouac's Big Sur” – (περισσότερα στο www.onefastmove.com) περιλαμβάνει το dvd της ταινίας (με μια ώρα επιπλέον σκηνές συν συνεντεύξεις με το σκηνοθέτη και τους λοιπούς συντελεστές), το σχετικό soundtrack σε cd με δώδεκα κομμάτια, καθώς και το μυθιστόρημα στην paperback έκδοσή του (στα αγγλικά) από την Penguin. Η συσκευασία συνοδεύεται κι από άλλα καλούδια, όπως είναι ένα ένθετο με πλούσιο φωτογραφικό υλικό και πληροφορίες για τα γυρίσματα της ταινίας και για τη συγγραφή του μυθιστορήματος. Πραγματικό κειμήλιο είναι τέλος το αντίγραφο μιας σελίδας χτυπημένης στην γραφομηχανή του Τζακ.
«Οπότε έρχομαι στα κλεφτά στο Σαν Φρανσίσκο, όπως είπα, διασχίζω 3.000 μίλια από το σπίτι μου στο Λονγκ Άιλαντ (στο Νόθπορτ) σε ένα ευχάριστο κουπέ στο τρένο Καλιφόρνια Ζέφυρος παρατηρεί την Αμερική που κυλάει έξω από το δικό μου παράθυρο-πίνακα, πανευτυχής για πρώτη φορά στα τρία χρόνια (…) Πάνω η Κοιλάδα του Χάντσον και πέρα η Πολιτεία της Νέας Υόρκης και μετά οι Πεδιάδες, τα βουνά, η έρημος, τα τελευταία βουνά της Καλιφόρνιας, όλα τόσο εύκολα κι ονειρεμένα συγκριτικά με τα παλιά μου σκληρά οτοστόπ πριν βγάλω τόσα λεφτά ώστε να μπορώ να παίρνω υπεραστικά τρένα…»       





Το Βιβλίο Είναι Το Τσεκούρι Που Σπάει Την Παγωμένη Θάλασσα Μέσα Μας

 Bookspotting
Το Απόλυτο Blog για τα Βιβλία
 
 
 
Η Συντακτική Ομάδα
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Ελεάννα Μαρτίνου
Διαμαντής Τζεβελέκος
Ίων Παπασπύρου

 Επικοινωνία
 Γ. Ι. Μπαμπασάκης
Μαραθωνομάχων 23
Αθήνα 15124 [Μαρούσι]
και
g_icaros@otenet.gr
 
 

Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ


Ο Καρούζος ως Βούληση και ως Παράσταση




Και κουβεντιάζω με τους δρόμους/ σε γλώσσα που κ’ εγώ δεν ξέρω

2010. Μετά είκοσι έτη. Νυν. Ο χρόνος όχι μονάχα δεν εξαχνώνει, αλλά επιτείνει, αφαιρεί την όποια σκόνη, μένει γυμνός γρανίτης η ανάμνηση, ατόφιος, βαρύς, έργο του Κουνέλλη.

Πάρε χαμό στα χέρια σου και πλάσε/ τη ζωή που σε θάνατο δεν πλαγιάζει

1980. Τριάντα χρόνια πριν. Ελλάδα. Πόσα και πόσα σημαντικά δεν ξεκίνησαν από παρεξήγηση! Που, όμως, σαν και κάθε παρεξήγηση, ενείχε αλήθειες που στο χέρι μας ήταν να τις βρούμε, να τις ψαύσουμε, να τις εγκολπωθούμε. Ο Καρούζος στον Άκμονα, στη Μαυρομιχάλη, ανάμεσα στον Αρανίτση και άλλους (τότε – και τώρα ακόμη!) νεαρούς, αναμένεται η έκδοση του τόμου Νίκος Καρούζος [Σύγχρονοι Ποιητές/3, Άκμων, 1981], κάποιος φίλος, δεν θυμάμαι ποιος, ίσως ο Βασίλης ο Τσιμπίδης, φωτογραφίζει τον ποιητή, όρθιο, για το εξώφυλλο του τόμου. Μετά, η συζήτηση συνεχίζεται, φουντώνει. Ο Καρούζος εμμένει στην υπεράσπιση του κομμουνισμού ως ευγενούς οράματος που μένει ακόμη να γίνει όχημα προς την αξιοπρέπεια και την ελευθερία, ο Ευγένιος διαφωνεί έντονα, με ένα ταμπεραμέντο θυελλώδες, εμπρηστικό κοκτέιλ από Νόρμαν Μέιλερ και γιουγκοσλαβική καταγωγή (όπως εύστοχα είχε παρατηρήσει η μακαρίτισσα Μαντώ Αραβαντινού), ο Καρούζος αντεπιτίθεται, στο κρίσιμο σημείο οι τόνοι πέφτουν, τα χείλη χαμογελούν, τα ούζα μας ειρηνεύουν, το μεσημέρι γίνεται απόγευμα, το απόγευμα πάει προς το βράδυ, η παρεξήγηση παίρνει μορφή και σχήμα: διαβάζω ξανά και ξανά, σχεδόν έφηβος, το εκτενές καταιγιστικό ποίημα «Η εμφάνιση του Γιάννη Μακρυγιάννη μέσα στ’ όνειρο μιας άθλιας Πέμπτης (διήγηση)», από τα πιο εκτενή και βουερά του Νίκου («το βουητό του καταρράκτη του χρόνου», έμελλε να γράψει και ο Γκι Ντεμπόρ), και συνειρμικά τρέχω στον Άλεν Γκίνσμπεργκ (φιλοξενούμενος, άλλωστε, κι αυτός στη σειρά του Άκμονα), και στο «Ένα Σουπερμάρκετ στην Καλιφόρνια», με τον Ουώλτ Ουίτμαν πρωταγωνιστή, και αισθάνομαι ότι η λαχτάρα μου να βρω έναν Έλληνα Γκίσμπεργκ/Κέρουακ/Μπάροουζ βρήκε πυξίδα, βρήκε τόπο, βρήκε τρόπο. Η παρεξήγηση, σε χώμα γόνιμο. Ο Καρούζος, μόνιμος στην παρέα: νοερά, μέσα από τα διαβάσματα, αλλά και σωματικά (που σημαίνει επίσης ψυχικά/πνευματικά) στα στέκια, στα μπαρ («το μπαρ είναι το μοντέρνο τέμενος», είπε στον Θάνο Σταθόπουλο), στα «ποτοσχολαστήρια» (όπως, σ’ εμένα, βάφτισε τα μπαρ). Οι νύχτες έγιναν πιο πλούσιες, κι οι μέρες υποφερτότερες.

Επάγγελμά μου: η ψυχή μου

Με τον καιρό, η παρεξήγηση θέριεψε, και αντιμετώπιζα τον Νίκο σαν μπητνίκο, κάτι που ανοήτως επιχείρησα να επιβάλω και σε όλη την αριστοκρατική τσογλαναρία μας, τη λαϊκή μας ελίτ. Νιότη και θράσος/ θράσος και νιότη/ η ίδια επωδός εις τους αιώνες. Ο Καρούζος, περισκόπιο/σόναρ/κεραία/ραντάρ, κι ας παρίστανε επίμονα τον Μίσκιν στα καπηλειά μας, την παρεξήγηση την αντιλήφθηκε, και, με τα τεράστια ελληνικά του, βαθμιαία την αφόπλισε, τη νέκρωσε, τη διάλυσε, και, ύστερα από μια σχετικά σύντομη μονάδα του χρόνου, υψώθηκε ακέραιος, ως βούληση, στο φόντο της κουρελιασμένης πλέον παράστασης. Ακόμα και το χιούμορ του, μας βεβαίωσε, είναι φερμένο από την τραγωδία, ενώ, με την ίδια κίνηση, και πάλι μας βεβαίωσε, η τραγωδία από νουθεσία γίνεται γέλιο βροντώδες ενάντια στη μαύρη του ζόφου τη σιωπή – και να πάψουμε πια ν’ αυθαδιάζουμε!

Θαμνώδη ρήματα και φύλλα καταπράσινα της γλώσσας

Ο Καρούζος, με χείλη να συσπώνται (θυμίζει ηλεκτρονικό υπολογιστή όταν αναζητάει σε κλάσματα δευτερολέπτου μια σκακιστική κίνηση), γυρεύει τη λέξη, την πάντα κατάλληλη, την πάντα μοναδική, δέουσα λέξη, είτε μιαν ιστορία από την Ποίηση αφηγείται, είτε λέει ένα παλιό ανέκδοτο, είτε απαντάει σε κάποια από τις απανωτές μας ερωτήσεις. Κρίσιμο μέλημά του, ανά πάσα ώρα και στιγμή, η κρυστάλλινη ακρίβεια, το να μην ξαστοχήσει ούτε φθόγγος, ένας λόγος/λόγγος,  βαθύτατα ποιητικός και συνάμα ακραιφνώς φιλοσοφικός, σχεδόν επιστημονικός κάποιες φορές~ ο λόγος του να είναι, λέω τώρα, ο έμπλεος μεγίστης συγκινητικότατης ευγνωμοσύνης φόρος τιμής του Καρούζου στο δώρο της ελληνικής γλώσσας, στο δώρο της ελληνικής ύπαρξης όπως ονειρεμένα και πραγματικά υπήρξε σε μιαν Αττική απόλυτης διαύγειας (κάποτε!), όπως χαμηλόφωνα και υποβλητικά δέσποζε στα καφενεία των θαμώνων που ήσαν βουτηγμένοι στον Παπαδιαμάντη και στον Κασαβέτη, στον Όμηρο και στον Ταρκόφσκι, στον ίδιο τον Καρούζο και στον Μπέλα Ταρ.

Ζω μέσα στην ένταση των νέων ρυθμών της ζωής και στην ανησυχία του καινούργιου

Ο Καρούζος, Τελετάρχης των Αντοχών, να τανύεται πάντα ανάμεσα στο παμπάλαιο και στο τωρινό, ανάμεσα στη διάρκεια και στο εφήμερο, ανάμεσα στο φωτερό όραμα και στο χθαμαλό σκότος. Τη μια να ιερουργεί με τους χαυλιόδοντες των αρχέγονων λέξεων, την άλλη να είναι παρών με γέλια ομηρικά και παρατηρήσεις που ξέρουν να κατατροπώνουν μέσα στην πιο σύγχρονη πραγματικότητα, αληθινός ακροβάτης στο σχοινί πάνω απ’ την άβυσσο του χρόνου. Η διαλεκτική του Καρούζου, ένα καμωμένο από fragmenta αριστούργημα~ η σχεδόν ολέθρια ένταση για το τι μας περιμένει και πώς θα μπορούσαμε να το αντιμετωπίσουμε να εναλλάσσεται με μια πολύτιμη, λυτρωτική αταραξία, αποκτημένη ύστερα από διαλεχτά διαβάσματα και στοχασμούς σχετικά με το πώς θανατώνεις, νυχθημερόν, τον θάνατο.

Εγώ είμαι περισσότερο ρεαλιστής από όλες τις Κεντρικές Επιτροπές

Όντως. Αρχικώς δεν το «πιάναμε», θέλαμε άλλωστε τον Καρούζο παράσταση και όχι βούληση~ τον θέλαμε εικόνα και ομοίωμα των φαντασμάτων που μας στοίχειωναν (λυτρωτικά, δε λέω), αστρόσκονη από γαλαξίες που όμως δεν ήσαν οι δικοί του γαλαξίες. Μετά, με τον καιρό, το «πιάσαμε», ο λόγος του Νίκου πήγαινε πιο βαθιά και συνάμα κυλούσε ανάερα στην επιφάνεια, πήγαινε στην ουσία των πραγμάτων, στο μεδούλι της κοινωνικής ζωής και της ανθρώπινης οντότητας, γινόταν υπαρξιακό μανιφέστο εναντίωσης σε ό,τι εναντιώνεται στο ανθρώπινο, ταξίδευε στα τοπία της ουτοπίας αλλά έμενε πεισματικά στην πραγματική πραγματικότητα (κι ας έλεγε: σαχ και ματ κάνει πάντα η πραγματικότητα), είχε διαρκώς κάτι καίριο και ακαριαίο να πει για τα όσα συντελούνταν γύρω του και γύρω μας, ήξερε να ανασκάπτει το τώρα και να ορύσσει πράματα και θάματα, κι ύστερα να ασκεί αιχμηρή κριτική, και κατόπιν πάλι να φεύγει με το αερόστατο της ποίησης, να ενοικεί στα παρατηρητήρια του ουρανού.

Η ζωή δεν έχει πώμα

Για μια δυο στιγμές, για ελάχιστα πράγματα, μπορείς να επαίρεσαι σαν φτάνεις nel mezzo del cammin di nostra vita~ ας πω ότι επαίρομαι για το ότι συνέβαλα στην αύξηση του ποσοστού ευδαιμονίας που αναλογούσε σε δύο ανθρώπους, έναν πάνω από είκοσι χρόνια μεγαλύτερό μου, και έναν κατά δύο δεκαετίες μικρότερό μου. Ο δεύτερος είναι στο πλάι μου και συμβάλλει στο να πραγματώνω αυστηρά του Καρούζου το ολιγόλεκτο οδόσημο «η ζωή δεν έχει πώμα»~ ο πρώτος, ο Καρούζος, με τίμησε με τη φιλία του και με έχρισε αείζωο διάκονο της διαλεκτικής όταν μου έγραψε (στο Φαρέτριον) πως είμαι και πώς να είμαι ποιητής ενός αγχοοράματος.

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, Απρίλιος 2010

[Δημοσιεύτηκε στο Δέντρο που κυκλοφορεί, τεύχος 177-178]




Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010

The Booklovers/ Ανοίξαμε και Σας Περιμένουμε




Ειδήσεις που μοιάζουν με Διαφημίσεις
[24/ΧΙΙ/2010]


Η ανταπόκρισή σας μεγάλη και, κυρίως, συγκινητική και ελπιδοφόρα. Ακόμα μια προσπάθεια να αισθανθούμε ότι δεν χάλασε ο κόσμος, ότι παραμένουμε ανθρώπινοι και θαλπεροί, εμείς οι λάτρεις του βιβλίου.

* * *

«Σήκωνε το κεφάλι; Βιβλία! Το χαμήλωνε; Βιβλία! Δεξιά, αριστερά, παντού βιβλία» [Γουσταύος Φλωμπέρ, Βιβλιομανία, μτφρ. Ε. Χ. Γονατάς, εκδ. στιγμή]

* * *

Ετοιμάζονται σελίδες για τον Νίκο Καρούζο, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Αριστομένη Προβελέγγιο, τον Δημήτρη Πικιώνη, τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη,τον Αλέξη Ακριθάκη, τον Γιάννη Κουνέλλη, τον Ανδρέα Εμπειρίκο, τον Γιώργο Σαραντάρη, τον Νίκο Εγγονόπουλο, τον Νίκο Νικολαϊδη, τον Ε. Χ. Γονατά, όσους αγαπήσαμε μέσα στα ερείπια μιας εποχής, όσους Έλληνες αισθανόμαστε δικούς μας, άφθαρτους, ανοξείδωτους, ακριβούς.

* * *

«Δικό μας είναι μόνον το τίποτε./ Δηλαδή η απόσταση./ Άθροισμα αποστάσεων θεωρούσε την ζωή ο Πεντζίκης./ Η απόσταση»
[Δημήτρης Δημητριάδης, Εμείς και οι Έλληνες, εκδ. Άγρα]

* * *

Ο Θάνος Σταθόπουλος, ο Νίκος Βλαντής, ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, ήδη μας τίμησαν με κείμενά τους. Τους ευχαριστούμε θερμά, και αναμένουμε πολλά και πολύτιμα από αυτούς!

* * *

«Αυτό, λοιπόν, είναι η λογοτεχνία, αν θες να μάθεις: το αίμα των γεγονότων»
[Αχιλλέας Κυριακίδης, Κωμωδία, εκδ. Πόλις]

* * *

Η Συντακτική Επιτροπή του Bookspotting [Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Ελεάννα Μαρτίνου, Ίων Παπασπύρου, Διαμαντής Τζεβελέκος] εύχεται Καλές Γιορτές σε όλους τους σελιδομανείς φίλους!

Προσεχώς !





Η Αρχιτεκτονική της Σκόρπιας Ζωής
Ή
Τα Προς Παρουσίαση Βιβλία

Φίλες και Φίλοι του Bookspotting, ιδού ποια βιβλία θα παρουσιάσουμε στο άμεσο μέλλον:

Α] Μη Μυθοπλασία

  1. Guy Debord, Correspondance, Vol “0”, εκδ. Fayard
  2. Guy Debord, Enregistrements magnétiques (1952-1961), εκδ. Gallimard
  3. Σωτήρης Σπαθάρης, Απομνημονεύματα & Η Τέχνη του Καταγκιόζη, εκδ. Άγρα
  4. Paul Ricoeur, Για τη Μετάφραση, εκδ. Πατάκης
  5. Nick Rennison, Σέρλοκ Χολμς – Η Ανεπίσημη Βιογραφία, εκδ. Κέδρος
  6. Μισέλ Ουελμπέκ & Μπερνάρ-Ανρί Λεβί, Δημόσιος Κίνδυνος, εκδ. Εστία
  7. Βίτολντ Γκομπρόβιτς, Μαθήματα Φιλοσοφίας, εκδ. Πατάκης
  8. Theodor W. Adorno & Thomas Mann, Αλληλογραφία, εκδ. Αλεξάνδρεια
  9. Τόμας Μπέρνχαρντ, Τα βραβεία μου, εκδ. Εστία
  10. Bill Morgan, The Typewriter is Holy [The Beat Generation], εκδ. Free Press

B] Μυθιστορήμα

  1. Μόρλεϊ Τόργκοφ, Φονικές Νότες, εκδ. Μεταίχμιο
  2. Ketil Bjornstad,  Η Λέσχη των Νέων Πιανιστών, εκδ. Πόλις
  3. Ζαν Μαρτέν, Τα Λουτρά του Κιράλυ, εκδ. Εστία
  4. Κόλουμ ΜακΚάν, Κι άσε τον κόσμο τον μεγάλο να γυρίζει, εκδ. Καστανιώτης
  5. Τζάιλς Μπράντρεθ, Ο Όσκαρ Ουάιλντ και οι Δολοφόνοι, εκδ. Κέδρος
  6. Έρση Σωτηροπούλου, Η Φάρσα, εκδ. Πατάκης
  7. Κλωντ Σοπ, Η Έπαυλις Μόντε-Χρίστο, εκδ. Εστία
  8. Pedro Mairal, Η χρονιά της ερήμου, εκδ. Πόλις
  9. Alan Pauls, Το Παρελθόν, εκδ. Πάπυρος
  10. Maurice Attia, Παρίσι Μπλουζ, εκδ. Πόλις

Γ] Διήγημα/Νουβέλα/Κείμενο

  1. Θανάσης Βαλτινός, Ο Τελευταίος Βαρλάμης, εκδ. Εστία
  2. Αγαθή Δημητρούκα, Πουλάμε τη ζωή χρεώνουμε τον θάνατο, εκδ. Πατάκης
  3. Γιώργος Βέλτσος, Θάλαμος, εκδ. Άγρα
  4. Αχιλλέας Κυριακίδης, Κωμωδία, εκδ. Πόλις
  5. Γιάννης Ευσταθιάδης, Καθρέφτης, εκδ. ύψιλον/βιβλία
  6. Σταύρος Κρητιώτης & Ειρήνη Ελευθερίου, Εικονικές Αντιγραφές, εκδ. Τόπος
  7. Χρήστος Χρυσόπουλος, Ο Βομβιστής του Παρθενώνα, εκδ. Καστανιώτης
  8. Γιασμίνα Ρεζά, Αυγή Βράδυ ή Νύχτα, εκδ. Εστία
  9. Ambrose Bierce, Λέσχη Γονεοκτόνων, εκδ. Άγρα
  10. Ελεωνόρα Σταθοπούλου, Καλό Αίμα Κακό Αίμα, εκδ. Εστία

Δ] Αέναο Βιβλιοφιλικό Αφιέρωμα

  1. Stefan Zweig, Ο Παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ, εκδ. Άγρα
  2. Γουσταύος Φλωμπέρ, Βιβλιομανία, εκδ, στιγμή
  3. Jacques Bonnet, Βιβλιοθληκες γεμάτες φαντάσματα, εκδ. Άγρα
  4. κτλ, κτλ.

Ε] Εκτός Σειράς και Αυθαιρέτως

  1. Μπόρχες & Σάμπατο, Διάλογοι, εκδ. Printa
  2. Μισέλ Φουκώ, Οι μη κανονικοί, εκδ. Εστία
  3. Νίκος Βλαντής, Tractatus Magico-Philosophicus, εκδ. Το Μαγικό Κουτί
  4. Saatcchi, My Name is Charles Saatchi and I am an Artoholic, εκδ. Phaidon
  5. Barney Hoskyns, A Life of Tom Waits, εκδ. faber & faber
  6. Paul Virilio, Πόλεμος και Κινηματογράφος, εκδ. Μεταίχμιο
  7. Γιάννης Κοντραφούρης, Ιοκάστη & Κείμενα για το Θέατρο, εκδ. Άγρα
  8. Νίκη Μαραγκού, Γεζούλ, εκδ. Εστία
  9. Susan Buck-Morss, Η Διαλεκτική του Βλέπειν, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
  10. Νίκος Εγγονόπουλος, Πεζά Κείμενα, εκδ. ύψιλον/βιβλία










O ΘΑΝΟΣ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ γράφει για τον ΓΙΕΡΖΙ ΚΟΖΙΝΣΚΙ

Η φύση της βαναυσότητας, η τύχη της επιβίωσης

Γιέρζι Κοζίνσκι Το βαμμένο πουλί,
μτφρ. Τρισεύγενη Παπαϊωάννου,
Εκδόσεις Μεταίχμιο

[Φωτογραφίες: Ο Θάνος Σταθόπουλος σε φωτογραφία της Νόπης Ράντη (copyright).
Και ο Γιέρζι Κοζίνσκι]





Όταν εκδόθηκε για πρώτη φορά Το βαμμένο πουλί, το 1965, μέσα στη θύελλα των αντιδράσεων που προκάλεσε για την ωμή και υπερβολική καταγραφή της βίας και για την αποτρόπαιη εικόνα της Ανατολικής Ευρώπης, που παρουσίαζε, κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, «ένας από τους σημαντικότερους και εγκυρότερους συγγραφείς της Ανατολικής Ευρώπης», όπως σημειώνει ο Γιέρζι Κοζίνσκι στο κείμενό του Εκ των υστέρων, που έγραψε το 1976 και έκτοτε προτάσσεται εν είδη προλόγου στις επανεκδόσεις του μυθιστορήματος, χωρίς να κατονομάζει το συγγραφέα, «έγραψε μία κριτική όπου εγκωμίαζε το μυθιστόρημα. Οι κυβερνητικές πιέσεις τον ανάγκασαν σύντομα να ανακαλέσει. Δημοσίευσε αναθεωρημένη τη γνώμη του και αργότερα, στο λογοτεχνικό περιοδικό που εξέδιδε ο ίδιος, μία “Ανοιχτή επιστολή στον Γιέρζι Κοζίνσκι”. Στην επιστολή αυτή», συνεχίζει ο Κοζίνσκι, προειδοποιούσε το συγγραφέα ότι «όπως και ένας άλλος βραβευμένος μυθιστοριογράφος που είχε προδώσει τη μητρική του για μια ξένη γλώσσα και για τον έπαινο μιας παρακμασμένης Δύσης, θα τελείωνε τις μέρες του κόβοντας το λαιμό του σε κάποιο άθλιο ξενοδοχείο της Κυανής Ακτής». Η τραγική ειρωνεία της τύχης επαλήθευσε την αναίσχυντη και μακάβρια «προφητεία»: ο Κοζίνσκι τέλειωσε τις μέρες του αυτοκτονώντας το 1991, όχι φυσικά για τους λόγους για τους οποίους τον προειδοποιούσε ο ανατολικοευρωπαίος μυθιστοριογράφος, ούτε σε κάποιο άθλιο ξενοδοχείο της Κυανής Ακτής, αλλά στο πολυτελέστατο διαμέρισμά του της δυτικής 57ης οδού του Μανχάταν, αναμιγνύοντας υπερβολική δόση βαρβιτουρικών με το αγαπημένο του ρούμι με κόκα, δένοντας σφιχτά στο κεφάλι του μία νάιλον σακούλα ως το λαιμό, ξαπλώνοντας στην μπανιέρα του και αφήνοντας το νερό να τρέξει. Στο γραφείο του είχε φροντίσει για το αναπόφευκτο σημείωμα. «Πρόκειται να βάλω τον εαυτό μου να κοιμηθεί λίγο παραπάνω απ’ το κανονικό. Πέσ’ τε το αιωνιότητα». Όσοι ήταν εξοικειωμένοι με το έργο του ίσως δεν απόρησαν με την αυτοχειρία. Ο Κοζίνσκι τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν βαριά άρρωστος. Ο Νόρμαν Μέιλερ, ωστόσο, συνέδεσε την ψυχική του κατάρρευση και την αυτοκαταστροφή με το είδος της ζωής που ζούσε ως κοσμικός.
Δραπετεύοντας, στην κυριολεξία, από την Πολωνία, όπου γεννήθηκε και έζησε μέχρι τα εικοσιτέσσερα, το 1957, με ένα περίπλοκο σχέδιο, το οποίο περιγράφει εκτενώς στο μυθιστόρημα Cockpit, έφτασε στις Ηνωμένες Πολιτείες αφήνοντας πίσω του για πάντα την Πολωνία και τη γλώσσα του. Κάνοντας στην αρχή ένα σωρό δουλειές (παρκαδόρος, οδηγός φορτηγών και αυτοκινήτων αγώνων ταχύτητας, μεταξύ άλλων) συνεχίζει τις μεταπτυχιακές σπουδές του στις κοινωνικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο Κολούμπια, ενώ ήδη έχει αρχίσει να γράφει στα αγγλικά. Συγγραφέας πρώτης γραμμής, με δύο πρώιμα βιβλία κοινωνιολογίας στο ενεργητικό του, με το ψευδώνυμο Τζόζεφ Νόβακ, αποφασίζει να στραφεί αποκλειστικά στη λογοτεχνία. Το 1962 θα παντρευτεί τη βιομήχανο μετάλλου Μαίρη Χέιγουορντ Γουίρ, δεκαοχτώ χρόνια μεγαλύτερή του, που πέθανε το 1968 από καρκίνο του εγκεφάλου – στη μνήμη της οποίας αφιερώνει το Βαμμένο πουλί. Θα διδάξει αγγλική λογοτεχνία στα πανεπιστήμια Γουέσλεϊαν, Πρίνστον και Γέιλ, ενώ εκλέγεται πρόεδρος στο διεθνή σύλλογο συγγραφέων P.E.N. Συμμετέχει ως ενεργό μέλος της «Επιτροπής για τα ανθρώπινα δικαιώματα».Παντρεύεται για δεύτερη φορά με την Κατερίνα φον Φραουντχόφερ, γόνο βαυαρικής αριστοκρατικής οικογενείας, ταξιδεύει πολύ στη Δυτική Ευρώπη και στη Νότιο Αμερική, κάνει σκι στην Ελβετία, ζει ακριβά και μεγαλοαστικά, γράφει δοκίμια και άρθρα, τα μυθιστορήματά του γίνονται μπεστ σέλερ και μεταφράζονται σε πολλές γλώσσες, εμφανίζεται στην τηλεόραση (από το 1971 ως το 1973 θα εμφανιστεί μόνο στο σόου του Τζόνι Κάρσον δώδεκα φορές!) περισσότερο ως κοινωνική περσόνα, παρά ως συγγραφέας, κερδίζει πολλά βραβεία και λαμβάνει υποτροφίες (Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας των ΗΠΑ – Steps, 1968), εκδίδει το μυθιστόρημα Beeing there (1971), του οποίου η κινηματογραφική μεταφορά με τον Πίτερ Σέλερς στο ρόλο του αγαθού κηπουρού Τσανς που ανέρχεται στο ύπατο αξίωμα της χώρας, του αποφέρει ακόμη μεγαλύτερη φήμη και χρήματα, παίζει έναν σύντομο ρόλο στην ταινία του Γουόρεν Μπίτι Οι Κόκκινοι, υποδυόμενος το μέλος του Πολιτμπιρό, Ζινόβιεφ, παρουσιάζει το Βραβείο Σεναρίου στην απονομή των Όσκαρ, το 1982, και οδεύει τραγικά προς την έξοδο.
Ίσως ο Κοζίνσκι δεν ξεπέρασε ποτέ τους προπηλακισμούς, την κατακραυγή, τις επικρίσεις, τις βίαιες αντιδράσεις εναντίον του (που λίγο έλειψε να του στοιχίσουν τη ζωή) και εναντίον της οικογενείας του στην Πολωνία από το κομμουνιστικό καθεστώς, τους ανατολικοευρωπαίους μετανάστες των Ηνωμένων Πολιτειών, και από έναν, όχι ευκαταφρόνητο, αριθμό αμερικανών ομοτέχνων του και κριτικών, οι οποίοι τον λοιδορούσαν για την απροκάλυπτη βία του Βαμμένου Πουλιού, δηλώνοντας ιδιαιτέρως ενοχλημένοι για την «ανησυχητική» τροπή που έπαιρνε το αγγλόφωνο μυθιστόρημα. Αν και η κριτική υπήρξε διχασμένη μεταξύ επαίνου και απόρριψης, πολλοί εξέλαβαν το βιβλίο ως απόπειρα εκμετάλλευσης των φρικαλεοτήτων του πολέμου από την εκκεντρική φαντασία ενός φιλόδοξου νέου συγγραφέα.
Το Βαμμένο πουλί εκτυλίσσεται αορίστως στην ανατολικοευρωπαϊκή ενδοχώρα, χωρίς να αναφέρεται ποτέ, ούτε στιγμή, το που, περιγράφοντας με συγκλονιστικό τρόπο την οδύσσεια ενός εξάχρονου αγοριού, αγνώστου θρησκεύματος και εθνικότητας, με μαύρο δέρμα (το οποίο μαύρο δέρμα εκλαμβάνεται ως μίασμα, πονηρό πνεύμα, κακός οιωνός, μαύρο σημάδι) που έχει χάσει τους γονείς του και περιπλανιέται μόνο του, στο κέντρο του παραλόγου, περνώντας μέσα από την κόλαση της γερμανικής θηριωδίας, αλλά και την κόλαση των άλλων που συστήνουν οι κάτοικοι της Ανατολικής Ευρώπης. Βία, κτηνωδία, καμένη σάρκα, απελπισία, αγωνία, βαρβαρότητα, προλήψεις, μαγγανεία, ένα όργιο φρίκης, ευτέλειας και εξαθλίωσης βασιλεύουν απ’ άκρου εις άκρον. Η ανελέητη εξόντωση, η καθαρή τύχη του να μείνεις ζωντανός σε μία επικράτεια μαζικής σφαγής, η λύσσα για επιβίωση, «η φιλοδοξία να ζήσεις πάση θυσία επειδή ζεις», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Κοζίνσκι, παραπέμποντας σε ένα σημείωμα ενός εβραίου εγκλείστου σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, ανάγουν το Βαμμένο πουλί σε μία υπαρξιακή μεταφορά, σε ένα βαθύ, πυκνό, απογυμνωμένο κείμενο, ένα αριστουργηματικό έργο για την ανθρώπινη φύση, την Ιστορία, την κοινωνία, την απάνθρωπη κατάσταση, την τύχη και την ανάγκη να υπάρξεις με οποιοδήποτε κόστος ή τίμημα. Ο Κοζίνσκι δεν είναι ο πρώτος ούτε ο μόνος που θα υποδείξει τη χρεοκοπία του πολιτισμού, μέσα από την εμπειρία ενός γενικευμένου ολοκαυτώματος.
Η πρωτοπρόσωπη εξιστόρηση (η οποία συνέβαλε στην πρόσληψη του κειμένου, από μερίδα της κριτικής, ως μυθιστορηματικής αυτοβιογραφίας, πράγμα που ασφαλώς στερείτο κάθε βάσης) εγκαινιάζει το ύφος του Κοζίνσκι: αφαίρεση, αναλυτική και ψυχρή καταγραφή της εξωτερικής και εσωτερικής πραγματικότητας, «χειρουργική» ακρίβεια, συναισθηματική αποστασιοποίηση, σαρκασμός, σκληρότητα, ειρωνεία, διαύγεια και δύναμη, πρόκληση, ευρηματικότητα, φαντασία και παράδοξο, ψυχοδηλωτική ανάδειξη του εγώ εκβάλλουν το ρεύμα της αφήγησης και αναδεικνύουν την πλαστική σύσταση της πρόζας του.
«Καθώς άρχισε να εξελίσσεται η αφήγηση», γράφει ο Κοζίνσκι στο Εκ των υστέρων «συνειδητοποίησα ότι θα ήθελα να επεκταθώ σε ορισμένα θέματα και να τα διαμορφώσω σε μια σειρά από πέντε μυθιστορήματα. Αυτός ο κύκλος των πέντε βιβλίων θα παρουσίαζε τις αρχετυπικές απόψεις των σχέσεων του ατόμου με την κοινωνία. Το πρώτο βιβλίο του κύκλου θα πραγματευόταν εκείνες τις κοινωνικές μεταφορές που είναι οικουμενικά προσιτές: Ο άνθρωπος θα απεικονιζόταν στην πιο ευάλωτη κατάστασή του, ως παιδί, και η κοινωνία στην πιο θανάσιμη μορφή της, σε κατάσταση πολέμου».
Από το επόμενο βιβλίο του Steps (Βήματα) και στο εξής θα μπει πια με το κεφάλι οριστικά στη φύση της ατομικής συνείδησης: αυτό το εμμονικό, αναλυτικό ego trip που θα εκθέσει δαιμονικά, γράφοντας, μερικά ακόμη μικρά αριστουργήματα, όπως το The devil tree, το Cockpit και το Blind Date, και από το οποίο δεν θα βγει παρά μόνο με τη νάιλον σακούλα να τον σφίγγει.

7 Δεκεμβρίου 2007






Γράφει ο ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ


Ο παράδεισος του αναγνώστη, 
η κόλαση
του συγγραφέα

Νίκος Βλαντής, Λήθη, εκδ. Κέδρος, Απρίλιος 2008, σελ. 245





«Ο Κοσλόβσκι», πρωταγωνιστής πολλών ιστοριών του Γερμανού συγγραφέα Μίχαελ Άουγκουστιν, «ορκιζόταν σε θεούς και δαίμονες ότι προ ετών είχε συναντηθεί αυτοπροσώπως με τον Χάκμπερυ Φιν. “Μα αυτός δεν είναι παρά μια λογοτεχνική περσόνα”, διαμαρτυρήθηκε κάποιος. “Κι εγώ παρομοίως”, είπε ο Κοσλόβσκι». Έναν τέτοιο χώρο, όπου παρόμοιες συναντήσεις είναι δυνατές, επιχειρεί να φανταστεί ο Νίκος Βλαντής στο πιο πρόσφατο βιβλίο του, τη Λήθη (εκδ. Κέδρος). Έναν χώρο στον οποίο οι ήρωες των βιβλίων που έχουμε διαβάσει συνεχίζουν να ζουν και να συναντιούνται μεταξύ τους πολύ καιρό αφότου εμείς έχουμε κλείσει τα βιβλία που αφηγούνται τις ιστορίες τους.

Ο ήρωας και αφηγητής της Λήθης είναι συγγραφέας και βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη συμμετέχοντας στη διεθνή έκθεση βιβλίου· τη νύχτα όμως, ενώ κοιμάται στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του, δέχεται ένα τηλεφώνημα από έναν φίλο του επίσης συγγραφέα ο οποίος του ζητάει να συναντηθούν εκείνη τη στιγμή. Ο αφηγητής κατεβαίνει, λοιπόν, στον δρόμο απ’ όπου τον παραλαμβάνει ένα μυστηριώδες λεωφορείο και μισοϋπνωτισμένον, μετά από μια μακριά διαδρομή, τον μεταφέρει στη λίθινη πολιτεία όπου ζουν όλοι οι μυθιστορηματικοί ήρωες των αιώνων. Εκεί συναντιέται με τον πατέρα Καραμάζοφ και τον Χένρι Τσινάσκι (τον ήρωα του Μπουκόφσκι), καθώς και με δεκάδες ακόμη λογοτεχνικές περσόνες που καταφέρνει να αναγνωρίσει.

Θα μπορούσε να είναι ο παράδεισος του αναγνώστη, πολύ σύντομα όμως ο αφηγητής αντιλαμβάνεται πως πρόκειται για την κόλαση του συγγραφέα. «Η απατηλή υποψία που μου είχε γεννηθεί όταν έγραφα, μεμιάς έγινε βεβαιότητα», θα πει αργότερα. «Περιγράφοντας την πόλη και τους κατοίκους τούς έδινα υπόσταση, τους καθιστούσα υπαρκτούς. Τους εμφυσούσα ζωή και εξασφάλιζα το ευ ζην τους. Με αντάλλαγμα τον εαυτό μου. Με είχαν ανάγκη, τους ήταν σημαντικό να συντηρούν συγγραφείς που θα αφηγούνταν τα κατορθώματά τους.»

Οι μυθιστορηματικοί ήρωες, λοιπόν, στη λίθινη πολιτεία όπου ζουν, έχουν ανάγκη τον συγγραφέα για να συνεχίσουν να υφίστανται. Αν κανείς δεν συνεχίσει να επινοεί αφηγήσεις γι’ αυτούς, είναι καταδικασμένοι να πεθάνουν κι αν κανείς δεν τους αναγνωρίζει γιατί δεν ξέρει ή δεν θυμάται τις ιστορίες τους, χάνουν τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά τους και μετατρέπονται σε άμορφες μάζες σάρκας. Το τίμημα για τον συγγραφέα που θα βρεθεί εκεί (όπως και για όσους έχουν προηγηθεί) είναι ότι παραμένει έγκλειστος σ’ ένα μυθιστοριοτροφείο υποχρεωμένος να γράφει διαρκώς ιστορίες με ήρωες τους δεσμοφύλακές του και όσο γράφει γι’ αυτούς τόσο χάνει τις δικές του αναμνήσεις και ξεχνάει τελικά ποιος είναι κι από πού έχει έρθει. Πρέπει λοιπόν με κάποιον τρόπο να δραπετεύσει.

Το βιβλίο θα μπορούσε να είναι μια μεταφορά της ανάγνωσης, εκείνης της όψης της δηλαδή κατά την οποία ο αναγνώστης χάνεται στις σελίδες των βιβλίων που διαβάζει και αρχίζει να παίρνει για πραγματικά τα φανταστικά περιστατικά της λογοτεχνίας – όπως περίπου συνέβη στον Δον Κιχώτη, ο οποίος διαβάζοντας μανιωδώς ιπποτικά μυθιστορήματα ξέχασε τον εαυτό του και μετατράπηκε και ο ίδιος σε ήρωα ενός τέτοιου έργου. Θα μπορούσε επίσης να είναι μια μεταφορά της συγγραφής, εκείνης της πλευράς της, τουλάχιστον, κατά την οποία ο συγγραφέας χώνεται τόσο βαθιά στην ιστορία που ο ίδιος επινοεί ώστε παίρνει τους ήρωές του για πραγματικούς και σιγά-σιγά υποτάσσεται στη θέλησή τους – όπως περίπου συμβαίνει στη φανταστική συγγραφέα Ελίζαμπεθ Κοστέλο η οποία, στο βιβλίο του Τζ. Μ. Κούτσι Ένας αργός άνθρωπος, μετακομίζει τελικά στο σπίτι του ήρωά της και συγκατοικεί μαζί του.

Η Λήθη όμως του Νίκου Βλαντή, όπως και το προηγούμενο βιβλίο του συγγραφέα, το Writersland, είναι κυρίως ένα μυθιστόρημα του φανταστικού, γεγονός που την προφυλάσσει από την υπερβολική φιλοσοφική και φιλολογική φλυαρία και επιτρέπει στην ιστορία, σ’ ένα πρώτο τουλάχιστον επίπεδο, να αναπτυχθεί αυτόνομα και να λειτουργήσει στο μυαλό του αναγνώστη χάριν της απόλαυσης και χωρίς να υπάρχει ανάγκη εύρεσης συμβολισμών και μεταφορικών νοημάτων. Αυτό που θα ξενίσει ή θα προβληματίσει, ίσως, κάποιους αναγνώστες είναι η σχετική ασάφεια της εξήγησης που δίνεται σε όσα έζησε ο ήρωας του έργου και η μεταφυσική κατεύθυνση που παίρνει αυτή. Η σύγχυση, ωστόσο, μεταξύ του πραγματικού και του φανταστικού και το παιχνίδι ανάμεσα στο φυσικό και στο μεταφυσικό, ανάμεσα στην αίσθηση και στην ψευδαίσθηση, είναι ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά της λογοτεχνίας του φανταστικού και ένα από τα κύρια στοιχεία της γοητείας της. Και – σε τελική ανάλυση – το πέρασμα από το πραγματικό στο φανταστικό και πάλι πίσω είναι μια εμπειρία με την οποία κάθε αναγνώστης είναι εξοικειωμένος και την οποία ο Νίκος Βλαντής την περιγράφει εξαιρετικά.



  

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

Γράφει ο ΘΑΝΟΣ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ

[Με χαρά και συγκίνηση, το Bookspotting δημοσιεύει ένα κείμενο γραμμένο 
από τον ποιητή και curator 
Θάνο Σταθόπουλο]

ΔΥΟ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΨΥΧΕΣ ΜΕ ΑΣΥΜΒΑΤΟ ΝΕΥΡΙΚΟ, ΑΛΛΑ ΚΟΙΝΟ ΠΕΠΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ, ΑΙΩΡΟΥΝΤΑΙ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΔΕΙΟ ΤΑΦΟ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ





Συνδέω, σωστά ή λάθος, το γάμο μου με το θάνατο του πατέρα μου, μέσα στο χρόνο. Το να υπάρχουν κι άλλοι δεσμοί, σε άλλα επίπεδα, που να συνδέουν αυτές τις δύο υποθέσεις, είναι πιθανόν.
Πήγα, δεν είναι πολύς καιρός, στον τάφο του πατέρα μου και αντέγραψα την ημερομηνία του θανάτου του, της γέννησής του δεν με ενδιέφερε εκείνη τη μέρα. Έφυγα το πρωί και γύρισα το βράδυ, έχοντας κολατσίσει στο νεκροταφείο. Έτσι αρχίζει το πρώιμο αριστούργημα του Σάμιουελ Μπέκετ «Πρώτος Έρωτας» (1945), κατόπιν ενός μοντάζ που υπέστη από τον γράφοντα για τις ανάγκες μιας θεατρικής παράστασης. Λίγο πιο κάτω, ο αφηγητής, αναλογιζόμενος τη ζωή του στο πατρικό του σπίτι, μετά τον θάνατό του πατέρα του, θυμάται.
Μια μέρα, βγαίνοντας από την τουαλέτα, βρήκα το δωμάτιό μου κλειδωμένο και τα ρούχα μου σωρό μπροστά στην πόρτα. Αυτό θα σας δώσει μια ιδέα για το πόσο δυσκοίλιος ήμουν εκείνη την περίοδο. Από άγχος, έχω πλέον πεισθεί. Αλλά και πάλι ήμουν όντως δυσκοίλιος; Θα πρέπει ωστόσο να ήμουν, γιατί πώς αλλιώς να εξηγήσω ότι καθόμουν με τις ώρες στ’ αποχωρητήρια; Δεν διάβαζα ποτέ, ούτε εκεί ούτε κάπου αλλού, δεν αφηνόμουν σε ονειροπολήσεις ή σκέψεις, κοίταζα αόριστα το ημερολόγιο που ήταν κρεμασμένο σ’ ένα καρφί μπροστά στα μάτια μου, όπου μπορούσες να δεις τη χρωματιστή εικόνα ενός γενειοφόρου νέου άνδρα ανάμεσα σε πρόβατα, αυτός ήταν μάλλον ο Ιησούς, τραβούσα τα κωλομέρια με τα χέρια μου και βογκούσα, ένα! άαχ! δύο! άαχ! με ρυθμό κωπηλάτη, και μόνο μια σκέψη είχα στο μυαλό μου, πότε θα γύριζα στο δωμάτιό μου για να ξαπλώσω. Τι άλλο θα μπορούσε να ήταν αν όχι δυσκοιλιότητα; Εκτός αν το συγχέω με τη διάρροια. Όλα είναι συγκεχυμένα στο κεφάλι μου, κηδείες, γάμοι και κάθε λογής χεσίματα.
Τριανταπέντε χρόνια αργότερα, ο Νίκος Καρούζος, στη συλλογή του «Ερυθρογράφος» (1990), λίγους μήνες πριν τον θάνατό του, κι ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Σάμιουελ Μπέκετ, μοιάζει επίσης να θυμάται ότι «Ο Θεός είναι πάντοτε στο πλευρό μου». Φωτιές της Μεγάλης Πέμπτης. Έρημη φρενοβλάβεια λέει πως έρχονται τάχατες οι αποθαμένοι και ζεσταίνονται…Τι θαύμα εάν αυτό γινότανε! Χρωματιστά μαντίλια σφιχτοδεμένα στον Εσταυρωμένο∙ λουλούδια χαιρετίζουν εκτυφλωτικά το εύοσμο αίμα: θερμόμετρα στου Ιησού τις αμασχάλες. Αντικρίζω ηδύγλουτες οπτασίες του ωραίου φύλου∙ δεν απολάμπει τίποτα πιότερο μέσα σε τόσο θυμίαμα∙ λαμπαδιάζουν έωλοι οι ψαλτάδες∙ ο χώρος αντιμάχεται την ολισθηρή αιτιότητα. Όλα είναι κρέας κι οδύνημα ηδονής∙ επιχέουσα λάμψη. Κι όμως απ’ έξω ύστερα διαύγειες από γομολάστιχα. Πότε ν’ ακούγετ’ ένα γέλιο σαν ατμάκατος∙ πότε να υποσκάπτει τα διάχυτα μύρα∙ πότε τραχύς κρουνός βλακείας το γέλιο και πότε ωσάν χέσιμο.