Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

Ο ΘΑΣΑΣΗΣ ΜΗΝΑΣ γράφει για τον JACK KEROUAC

Ο ΤΖΑΚ ΚΕΡΟΥΑΚ ΣΤΟ «ΜΕΓΑΛΟ ΝΟΤΟ»

[Μια αναδρομή στο χρονικό του «Μπιγκ Σερ»
με αφορμή έκδοση συλλεκτικής κασετίνας]







Αντί γι’ αυτά υπάρχει θόρυβος απ’ το θρυμμάτισμα των μπουκαλιών στο λίβινγκρουμ που έχει καταλάβει ο άμοιρος ο Λεξ Πασκάλ, τσιρίζοντας, αυτό μου θυμίζει μια φορά πριν ένα χρόνο όταν η μέλλουσα σύζυγος του Τζάρι Γουόνγκερ τσαντίστηκε με τον Λεξ και του πέταξε μισό γαλόνι τόκεϊ απ’ την άλλη άκρη του δωματίου που τον βάρεσε κατευθείαν στο μάτι, οπότε παίρνει αυτή μετά το πλοίο και πάει στη Ιαπωνία και παντρεύεται τον Τζάρι σε μια μεγάλη τελετή Ζεν που τη γράψανε οι εφημερίδες απ’ τη μια ακτή μέχρι την άλλη, όλο κι όλο όμως που παθαίνει ο φουκαράς ο Λεξ είναι ένα σκίσιμο που προσπαθώ εγώ να το περιποιηθώ στο μπάνιο στο πάνω πάτωμα λέγοντας, Ε, το αίμα απ’ το σκίσιμο σταμάτησε κιόλας, είσαι εντάξει Λεξ; - «Κι εγώ Γαλλοκαναδός είμαι» λέει με υπερηφάνεια κι όταν ο Ντέιβ, εγώ κι ο Τζορτζ Μπέισο ετοιμαζόμαστε να γυρίσουμε πίσω στη Νέα Υόρκη με τ’ αυτοκίνητο μου δίνει ένα μετάλλιο του Αγίου Χριστόφορου σαν αποχαιρετιστήριο δώρο – Ο Λεξ είναι από τους τύπους που δεν θα’ πρεπε να μένει σ’ αυτό το άγριο μπητ οικοτροφείο, θα’ πρεπε να κρύβεται κάπου σε ράντσο, δυναμικός, μορφονιός, τρελός για γυναίκες και πιοτό χωρίς να χορταίνει ποτέ του ούτε το ένα ούτε το άλλο – Καθώς λοιπόν οι μπουκάλες γίνονται πάλι θρύψαλα και το στερεοφωνικό παίζει τη Μίσα Σολέμνις του Μπετόβεν, με παίρνει ο ύπνος στο πάτωμα.
Ξυπνάω το άλλο πρωί όλο βογκητά βέβαια, τούτη όμως είναι η μεγάλη μέρα όπου θα πάμε να κάνουμε επίσκεψη στον κακομοίρη τον Τζορτζ Μπέισο που βρίσκεται στο σανατόριο στο Βάλεϊ με φυματίωση – Ο Ντέιβ με στυλώνει αμέσως φέρνοντάς μου καφέ ή κρασί ό,τι θέλω απ’ τα δυο – Βρίσκομαι για κάποιο λόγο στο πάτωμα του Μπεν Φέιγκαν, κατά τα φαινόμενα του είχα πάρει τα’ αυτιά για το Βουδισμό – βουδιστής να σου πετύχει.  
Τζακ Κέρουακ, «Μπιγκ Σερ», εκδ. Αίολος, 1988, μτφ. Ιουλία Ραλλίδη.       

Καλοκαίρι του 1961. Ο Τζακ Κέρουακ δεν έχει πατήσει ακόμη τα 40. Πέντε σχεδόν χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του θρυλικού “On the Road”, ο μουσηγέτης – όπως τον προσφώνησε ο Ανδρέας Εμπειρίκος -  της γενιάς του μπητ είναι πια ένας αναγνωρισμένος συγγραφέας, τουλάχιστον στους κύκλους του underground. Μολοντούτο, ο ίδιος είναι δυστυχισμένος. Απογοητευμένος από τους καθώς πρέπει λογοτεχνικούς κύκλους αλλά και από τον κομφορμισμό της αμερικάνικης κοινωνίας, έχει φτάσει στα όρια της παραίτησης. Ο στενός του φίλος Λόρενς Φερλινγκέτι, ποιητής και ο ίδιος και εκδότης του City Lights, θυμάται πως ο Κέρουακ του εξομολογήθηκε ότι σκεφτόταν να παρατήσει διά παντός το γράψιμο και να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του απομονωμένος απ’ τον κόσμο.
Στο πρόλογο της ελληνικής έκδοσης του «Μπιγκ Σερ» ο Γιώργος Τζώρτζης σημειώνει:
«Το καλοκαίρι του 1961 ο Τζακ Κέρουακ έχοντας κλείσει οριστικά τους λογαριασμούς του με το δρόμο, επέστρεφε στη Φλόριντα, το σανατόριο της Αμερικής, όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένεια του. Αδιάφορος πια απέναντι σε όσα είχε ακόμα να του προσφέρει η αχανής και ανεξέλεγκτη ετούτη χώρα, κατέφυγε για άλλη μια φορά στον προσφιλή του δαίμονα, το εκδικητικό οινόπνευμα. Για κάμποσες βδομάδες, χωρίς διακοπή, μοναδικός του σύντροφος είναι ένα μπουκάλι Τζόνι Γουόκερ κάθε μέρα (…) Το φθινόπωρο περιόρισε τη διψομανία του σε μερικά ποτήρια Μαρτέλ τη μέρα, διάβαζε Μπαλζάκ και Ντοστογιέφσκι κι έχασε λίγο βάρος. Μια μέρα τον Οκτώβριο, που ήταν πάντα ο πιο δημιουργικός του μήνας, πήρε μια ποσότητα μπενζεντρίνης κι όρμησε στη γραφομηχανή του…».
Ο Μπάρι Μάιλς, ο πιο έγκυρος βιογράφος του Κέρουακ όσο και του Ουίλιαμ Μπάροουζ και συγγραφέας μεταξύ άλλων της εξαιρετικής μελέτης “Beat Hotel” (όπου πραγματεύεται τα σουλάτσα της μπητ παλιοπαρέας στο Παρίσι), στο βιβλίο του “Jack Kerouac, King of the Beats” (Virgin, 1999) συμπληρώνει:
«Εκείνο τον Οκτώβριο, ο Τζακ γέμισε με χαρτί τηλέτυπου την γραφομηχανή του και, ενισχυμένος με μπενζεντρίνη, ξεπέταξε το “Big Sur” μέσα σε δέκα νύχτες. Ήταν γραμμένο με τρόπο που ο ίδιος ο Κέρουακ περιέγραφε ως εξής: “να αφηγείσαι με απλή ιστορία σε μια αυθόρμητη λογοτεχνική ανάγνωση σε μια καντίνα” (...) Δομικά (το μυθιστόρημα) είναι πολύ ευθύ και ξεκάθαρο. Ξεκινά με την άφιξή του στο Σαν Φρανσίσκο και τελειώνει με την αναχώρησή του, ένας εξουθενωμένος άνθρωπος. Στη γλώσσα του υπάρχουν πολλά όμορφα αποσπάσματα που προέχονται από απλή παρατήρηση, παντρεμένα όμως ως συνήθως με τη γνωστή του απλόχερη χρήση ενεργητικών επιθέτων: “crazy”, “rushed”, “goof”, “mad” κλπ. Είναι μια από τις πιο δυνατές, μελαγχολικές, λεπτομερείς, ψυχωμένες περιγραφές ενός ανθρώπου σε πτώση εξαιτίας του αλκοολισμού, που έχουν γραφτεί ποτέ. Είναι εξομολογητικά, σχεδόν στο βαθμό της θρησκευτικής εξομολόγησης, όμως, τελικά, αν και ο ίδιος διαβλέπει το αυτοκαταστροφικό μονοπάτι που έχει πάρει, δεν μαθαίνει τίποτα από τη συγγραφή του βιβλίου (...) Σε στιγμές μάλιστα δείχνει περήφανος για το βάθος της πτώσης του και για το πόσο απαίσια είχε γίνει η συμπεριφορά του, επειδή ο ίδιος είναι γενναίος που την εξομολογείται».

Ο τίτλος του βιβλίου του Κέρουακ υπονοεί το τοπωνύμιο “Big Sur”, που προέχεται από τις ισπανικές λέξεις "el sur grande" και σημαίνει «Μεγάλος Νότος» (big south). Πρόκειται για ένα από τα πιο ονομαστά θέρετρα της κεντρικής Καλιφόρνια, σε μια ειδυλλιακή τοποθεσία όπου τα νερά του Ειρηνικού γλύφουν τις απολήξεις της οροσειράς της Σάντα Λουσία.
Το «Μπιγκ Σερ», που εκδίδεται το 1962,  χρονολογικά είναι ίσως το τελευταίο πραγματικά σπουδαίο έργο του Κέρουακ – το “Desolation Angels” εκδίδεται μεν το 1965 όμως στην πραγματικότητα γράφτηκε περίπου τη ίδια εποχή με το «Στο Δρόμο». Ο Κέρουακ (Τζακ Ντουλουόζ στο βιβλίο) αφηγείται σε τούτες τις σελίδες στιγμιότυπα από τη διαμονή του σε ένα σπίτι στις δασώδεις πλαγιές του Μπίξμπι Κάνιον, όπου αποδρά απ’ τη Νέα Υόρκη καλεσμένος του Λόρενς Φερλινγκέτι (Λορέντζο Μονσάντο). Σε αντίθεση με άλλα βιβλία του, στο «Μπιγκ Σερ» η αίσθηση της περιπλάνησης είναι περιορισμένη. Οι ανάσες της γραφής του σταματούν το χρόνο. Η πρόζα του επηρεασμένη από το τοπίο αναδύει μυρωδιά από ξύλο και θαλασσινό αέρα. Το μυθιστόρημα εξάλλου συνοδεύει η εκτενής ποιητική σύνθεση «Θάλασσα» ("Sea: Sounds of the Pacific Ocean at Big Sur") μια συνειδητή προσπάθεια του Κέρουακ να μιμηθεί το στυλ του Τζέημς Τζόυς.
Στην αφήγηση συναντάμε κι άλλες σεσημασμένες περσόνες της μπητ γενιάς -  Άλεν Γκίνσμπεργκ (Ίργουιν Γκάρντεν), Νηλ Κάσαντι (Κόντι Πομερέι), Φίλιπ Γουόλεν (Μπομπ Φέιγκαν), Μάικλ ΜακΛιουρ (Πατ ΜακΛίαρ). Ο Τζακ Ντουλουόζ, alter ego του Κέρουακ, εμφανίζεται σαν ένας πετυχημένος συγγραφέας ο οποίος, όπως κι ο δημιουργός του, είναι αλκοολικός και βρίσκεται ένα βήμα πριν να καταρρεύσει ψυχολογικά. Στον πρόλογό του στην ελληνική έκδοση του βιβλίου ο Γιώργος Τζώρτζης συνεχίζει: «Το BIG SUR, όπως και τα περισσότερα βιβλία του Κέρουακ μετά το ON THE ROAD, είναι μια απαισιόδοξη και βαθιά απελπισμένη μονωδία».  





Ένα βιβλίο, μια ταινία, 12 τραγούδια

Η ταινία “One Fast Move or I'm Gone - Kerouac's Big Sur” γυρίζεται το 2008, σε σκηνοθεσία του Κερτ Γουόρντεν, από την εταιρεία παραγωγής Kerouac Films, στην οποία συμμετέχει κι ο Ελληνοαμερικανός Τζιμ Σάμπας, γιος του Πιτ Σάμπας, στενού παιδικού φίλου του Κέρουακ – μαζί  μεγάλωσαν στο Λόουελ της Μασαχουσέτης.
«Πεπεισμένοι ότι ο καλύτερος τρόπος για να διηγηθούμε την ιστορία της ζωής του Τζακ ήταν να διηγηθούμε μία από τις ιστορίες του Τζακ – διαλέξαμε το “Big Sur”, που αποτέλεσε έναν παρεμφατικό απολογισμό της ζωής του Τζακ, σε μια περίοδο που είχε “χάσει τον έλεγχο” συναισθηματικά και πνευματικά. Κι όμως παρότι είχε αρχίσει να παίρνει τον κατήφορο (μ’ ένα στυλ πραγματικά κερουακ-ικό) με κάποιον τρόπο κατάφερε να συγκεντρώσει όσα αποθέματα ψυχικής και σωματικής δύναμης του είχαν απομείνει και να βρει γαλήνη και λύτρωση».
Το φιλμ ωστόσο δεν αποτελεί μια πιστή μεταφορά του βιβλίου. Περισσότερο αναπλάθει το περιβάλλον μέσα στο οποίο γράφτηκε. Γυρισμένο με την κάμερα στο χέρι, έχει μορφή ημι-ντοκουμενταρίστικη. Εμφανίζονται και μιλούν για τον Κέρουακ και το έργο του κάμποσοι δημιουργοί πού είτε τον έζησαν από κοντά είτε επηρεάστηκαν από τα γραπτά του: Λόρενς Φερλινγκέτι, Ρόμπερτ Χάντερ, Άραμ Σάρογιαν, Τομ Γουέιτς, Σαμ Σέπαρντ, Πάτι Σμιθ. Η ποιήτρια του punk γλαφυρά αναθυμάται:   
 «Μου πήρε πολύ καιρό να τον νιώσω δικό μου. Τελικά οδηγήθηκα στην καρδιά του έργου του χάρη στους κυλίνδρους του. Τους κυλίνδρους της νεκρής πόλης. Που ξεδιπλώνονται σαν τα λινά καλύμματα μιας Αιγύπτιας πριγκίπισσας. Συμπτωματικά, χάρη στους κυλίνδρους του “Big Sur” συγκεκριμένα, ήρθα σε επαφή με τον ίδιο και τις λέξεις του. Δεν ήταν τέλειος άνθρωπος, είχε όμως στιγμές τέλειας διαύγειας».

Το soundtrack της ταινίας ανέλαβαν δυο καταξιωμένοι μουσικοί του σημερινού ανεξάρτητου κυκλώματος, ο Jay Farrar  των Son Volt και ο Benjamin Gibbard των Death Cab for Cutie, οι οποίοι στους στίχους χρησιμοποίησαν αυτούσιες φράσεις από το «Μπιγκ Σερ». Η μουσική τους δένει αρμονικά με τις εικόνες, μαρτυρά τη δική τους αγάπη για τον Κέρουακ και τη γενιά του μπητ, έχει την αμεσότητα και τη ζεστασιά που αποπνέει το καλό αμερικανικό λαϊκό τραγούδι. Ο Jay Farrar υπογραμμίζει: 
«Ο Τζακ Κέρουακ ήταν συνυφασμένος με την τζαζ. Η αυτοσχεδιαστική, χαλαρά δομημένη πρόζα του συχνά διαβαζόταν σαν τζαζ σε γραπτό λόγο. Ανακαλύπτοντας ότι ο Τζακ στην πραγματικότητα εκτιμούσε και απολάμβανε και τη folk music (όπως στο μυθιστόρημα “Big Sur”) και την cowboy/folk του RamblinJack Elliott (όπως στο “Book of Dreams”) μας έδωσε την ιδέα να ρολάρουμε προς αυτή την κατεύθυνση – δηλαδή να γράψουμε κομμάτια χρησιμοποιώντας στίχους από το ποίημα του Τζακ “The Sea” και αράδες από το “Big Sur” (…) Στο πνεύμα του Κέρουακ, ο κύριος όγκος των τραγουδιών γράφηκε μια και έξω μέσα σε πέντε μέρες με ελάχιστες αναθεωρήσεις. Ελπίζω ότι ο Τζακ δεν θα είχε αντίρρηση να μας συντροφεύσει σ’ αυτά τα τραγούδια γύρω από τη φωτιά…»



Η συλλεκτική κασετίνα “One Fast Move or I'm Gone - Kerouac's Big Sur” – (περισσότερα στο www.onefastmove.com) περιλαμβάνει το dvd της ταινίας (με μια ώρα επιπλέον σκηνές συν συνεντεύξεις με το σκηνοθέτη και τους λοιπούς συντελεστές), το σχετικό soundtrack σε cd με δώδεκα κομμάτια, καθώς και το μυθιστόρημα στην paperback έκδοσή του (στα αγγλικά) από την Penguin. Η συσκευασία συνοδεύεται κι από άλλα καλούδια, όπως είναι ένα ένθετο με πλούσιο φωτογραφικό υλικό και πληροφορίες για τα γυρίσματα της ταινίας και για τη συγγραφή του μυθιστορήματος. Πραγματικό κειμήλιο είναι τέλος το αντίγραφο μιας σελίδας χτυπημένης στην γραφομηχανή του Τζακ.
«Οπότε έρχομαι στα κλεφτά στο Σαν Φρανσίσκο, όπως είπα, διασχίζω 3.000 μίλια από το σπίτι μου στο Λονγκ Άιλαντ (στο Νόθπορτ) σε ένα ευχάριστο κουπέ στο τρένο Καλιφόρνια Ζέφυρος παρατηρεί την Αμερική που κυλάει έξω από το δικό μου παράθυρο-πίνακα, πανευτυχής για πρώτη φορά στα τρία χρόνια (…) Πάνω η Κοιλάδα του Χάντσον και πέρα η Πολιτεία της Νέας Υόρκης και μετά οι Πεδιάδες, τα βουνά, η έρημος, τα τελευταία βουνά της Καλιφόρνιας, όλα τόσο εύκολα κι ονειρεμένα συγκριτικά με τα παλιά μου σκληρά οτοστόπ πριν βγάλω τόσα λεφτά ώστε να μπορώ να παίρνω υπεραστικά τρένα…»       





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου