Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

Η Επιστροφή του Νίκου Βλαντή

Κρίση και Κριτική



 Η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει το χώρο του βιβλίου, γεγονός που έχει αποτυπωθεί συχνά και σε ρεπορτάζ εφημερίδων. Οι πωλήσεις αντιτύπων πέφτουν, τα βιβλιοπωλεία και οι εκδοτικοί οίκοι δυσκολεύονται να επιβιώσουν, ο χώρος του βιβλίου δοκιμάζεται, όπως και οι υπόλοιποι κλάδοι της εμπορικής δραστηριότητας.
Επίσης, οι σελίδες για το βιβλίο στα διάφορα έντυπα μειώνονται ή καταργούνται. Οι εφημερίδες στήριζαν –φαίνεται– το βιβλίο σε εποχές που οι εκδότες ξόδευαν πολλά χρήματα για την προβολή των νέων τους τίτλων. Όπερ σημαίνει πως αντιμετώπιζαν το βιβλίο ως καταναλωτικό είδος, όχι ως φορέα διακίνησης ιδεών. Από την ώρα που τα διαφημιστικά έσοδα συρρικνώθηκαν, το ίδιο συνέβη και με τις σελίδες του βιβλίου: έως που εξαφανίστηκαν. Τι γίνεται όμως με τις εφημερίδες που έχουν ακόμα στήλες βιβλίου;
Πριν μερικά χρόνια, ξεφύλλιζα τις σαββατιάτικες και κυριακάτικες εκδόσεις τους ανάλαφρα και αδιάφορα, ώς να φθάσω στις σελίδες και τα ένθετα του πολιτισμού, έχοντας στην άκρη του μυαλού μου τη σκέψη πως «λίγο πολύ όλες τα ίδια περίπου γράφουν». Η οικονομική συνθήκη (της ευημερίας), η πολιτισμική συνθήκη (του τέλους της ιδεολογίας), η κοινωνική συνθήκη (της μεσοστρωματικής αναπαραγωγής), αποτυπώνονταν στην – κατά την αίσθησή μου – σχεδόν εναρμονισμένη γραμμή των εντύπων. Οι κριτικές που δημοσιεύονταν στις σελίδες για το βιβλίο μοιάζαν στα μάτια μου ίδιες: μπορούσες χωρίς δεύτερη σκέψη να τους αλλάξεις θέση από τη μία εφημερίδα στην άλλην δίχως να γίνει αντιληπτό. Τουναντίον, ήταν οι άνθρωποι που τις υπέγραφαν που έκαναν τη διαφορά σε εμένα, παρά η φυσιογνωμία του εντύπου στο οποίο εκδίδονταν.
Η κατάσταση άλλαξε άρδην με την κρίση. Αρχής γενομένης από τις τεράστιες αλλαγές που έγιναν στη «Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας στις αρχές του 2009. Αγνοώ τα αίτιά τους και αν σχετίζονταν με ό,τι επακολούθησε για τη χώρα. Ωστόσο, έχω την αίσθηση πλέον πως σηματοδότησαν μία νέα περίοδο για τα έντυπα του βιβλίου και τη βιβλιοκριτική στη Ελλάδα.
Δεν συμφωνούσα πάντα με τις απόψεις που δημοσιεύονταν στο έντυπο «Βιβλιοθήκη», το οποίο εκδίδετο έως τότε. Κάποιες φορές, σε βαθμό να καταθέσω δημόσια την αντίρρησή μου (όπως π.χ. τον Σεπτέμβρη του 2007 για την ποιότητα της μετάφρασης του βιβλίου του Ντέιβιντ Μίτσελ, Ο Άτλας του Ουρανού από την Άρτεμη Λόη). Το έντυπο ωστόσο, μου ενέπνεε σεβασμό, μου καλλιεργείτο η εντύπωση πως γραφόταν από μία συνεκτική ομάδα βιβλιόφιλων και διανοουμένων. Εξέφραζε ιδεολογική άποψη; Ενείχε χαρακτήρα «παρεμβατικό», ευρύτερο της αποτύπωσης της βιβλιοπαραγωγής;
Τα κείμενα που διάβαζα απέπνεαν βιωμένη τη γνώση πως το βιβλίο συνιστά φορέα κίνησης ιδεών ή/και το θάρρος της προσωπικής άποψης του υπογράφοντα. Ωστόσο, έλειπε –κατά τη γνώμη μου– μία σαφής ιδεολογική στόχευση, όπως μάλλον έλειπαν τα κοινωνικά και πολιτικά εναύσματα γι’ αυτήν. Είναι ίσως ειρωνικό: όταν άρχισα να διαισθάνομαι πως το έντυπο όδευε προς το να αποκτήσει τον χαρακτήρα αυτόν (ένεκα ίσως και των γεγονότων του Δεκέμβρη του 2008 που μάλλον έχουμε πια ξεχάσει), και μόλις που είχα αρχίσει να το συζητώ με προσμονή και ενδιαφέρον με άλλους, τότε έμαθα πως το έντυπο θα επανακυκλοφορούσε με νέα ομάδα, σχεδόν από το μηδέν.
Το καινούργιο ένθετο «Βιβλιοθήκη» στην αρχή με απογοήτευσε. Το βρήκα αμήχανο, ασχημάτιστο, χωρίς πυξίδα. Στη συνέχεια, βδομάδα με τη βδομάδα, απέκτησε στα μάτια μου ένα χαρακτήρα. Συνήθισα τι να περιμένω απ’ αυτό: την αποτύπωση (πιο ελεύθερη, λιγότερο συστηματική αλλά και συχνά περισσότερο γουστόζικη και παθιασμένη) της βιβλιοπαραγωγής από μία ευρεία (και ενίοτε ετερόκλητη) ομάδα ανθρώπων, αποτύπωση με άρωμα βιβλιοφιλίας και εν τη ευρεία εννοία καλλιτεχνικής και διανοουμενίστικης διάθεσης· όχι όμως –κατά κανόνα– με φιλοσοφικό υπόβαθρο, ούτε και με ιδεολογικό στίγμα (έστω ιμπρεσιονιστικό), όπως –πιθανόν;– να αποκτούσε η προγενέστερη «Βιβλιοθήκη» αν έμενε έως είχε, προσαρμοζόμενη στην εποχή. Όπως και να έχει, εν τέλει την καλωσόρισα τη νέα «Βιβλιοθήκη», και χαίρομαι που εκδίδεται, σκεπτόμενος τι συμβαίνει παράλληλα στα υπόλοιπα έντυπα.
Τι σχέση έχει όμως το ένθετο με τις υπόλοιπες σελίδες της εφημερίδας; Είναι λειτουργικά ενταγμένο στο σώμα της; Όσο η κρίση οξύνεται, διαβάζω συχνά τα άρθρα της Ελευθεροτυπίας και εμπιστεύομαι ενίοτε τις αποκαλύψεις και τις απόψεις που εκφράζονται στις σελίδες της. Μου φαίνεται πως, εν μέσω της λαίλαπας που έχει ξεσπάσει στη χώρα, η εφημερίδα ανακαλύπτει τον «αντιεξουσιαστικό» της χαρακτήρα και, αν καταφέρει κάποιος να την αναγιγνώσκει ευρύτερα από τα περίκλειστα ιδεολογικά της στεγανά, μπορεί να ενημερωθεί –το δυνατόν– αντικειμενικά. Στις σελίδες του βιβλίου πάντως, δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια «γραμμή»: μου μοιάζει να ακολουθείται το σκεπτικό πως η Τέχνη (εν προκειμένω του βιβλίου) είναι ένα ξέχωρο από τον κόσμο, άχρονο και άχωρο βασίλειο-καταφύγιο.
Το αντίθετο ωστόσο, βλέπω να συμβαίνει στο άλλο έντυπο που συχνά διάβαζα και περίμενα κάθε βδομάδα με προσμονή, ένθετο-πυξίδα των βιβλιόφιλων: το «Βιβλιοδρόμιο» των Νέων. Κατ’ αρχάς, να ξεκαθαρίσω πως διαφωνώ (και) με την πολιτική γραμμή που (διακρίνω πλέον ξεκάθαρα να) ακολουθεί η εφημερίδα και (να) αποτυπώνεται σε κάθε της σελίδα: τη βρίσκω σκανδαλωδώς καθεστωτική. Με ξαφνιάζει όμως που ανακαλύπτω και στο συρρικνωμένο (και παλαιότερα ελκυστικό) ένθετο να αποτυπώνεται η ίδια γραμμή: ο «αριστερισμός», ο «προοδευτισμός», ο «αντι-φασισμός», η «αντι-αντιεξουσιαστική» διάθεση είναι –λίγα μόνο από– τα ιδεολογικά στεγανά που ξαφνιασμένος διακρίνω.
Τα ίδια (αν και σε ελαφρώς ασθενέστερο βαθμό) βλέπω να συμβαίνουν και σε μία ακόμη σχετική εφημερίδα που εξακολουθεί να δημοσιεύει άρθρα για το βιβλίο: το Βήμα. Η κίνηση που έγινε πριν λίγους μήνες τα βιβλία να συσχετιστούν με τις ιδέες (με τη μετονομασία του αντίστοιχου στελέχους της εφημερίδας από «Βιβλία» σε «Βιβλία και ιδέες») δεν μου μοιάζει να απέδωσε καρπούς σε χυμώδη άρθρα: θα έπρεπε μάλλον, οι επιλεγμένες «ιδέες» να είναι περισσότερο ελεύθερες κι ερεθιστικές από το σοβαροφανές, αυτάρεσκο και ασύμβατο με το σφυγμό της εποχής προφίλ τού τύπου «τι καλά που είμαστε μέλος της Ευρώπης και ζούμε σε μια πόλη που, αν παραβλέψεις μερικές ενοχλητικές λεπτομέρειες (όπως τους Αγανακτισμένους, π.χ.), την περνάς για Ευρωπαϊκή και εκδίδονται και στη χώρα μας εγκαίρως τα καλύτερα αγγλόφωνα και γαλλόφωνα βιβλία της τελευταίας εσοδείας –σωθήκαμε!– και που έχουμε μάλιστα και εμείς (πριν από εσάς για σας) το υπόβαθρο να θίγουμε σοβαρές ιδέες και βαθυστόχαστα ζητήματα» και άλλα τέτοια ωραία. Στο πλαίσιο μάλιστα αυτού του «στοχασμού» και εν αντιθέσει με τη «Βιβλιοθήκη», όταν δημοσιεύονται κριτικές τοποθετήσεις και όχι ρεπορτάζ, εδώ πέρα μοιάζει να γίνεται σιωπηρά η παραδοχή πως η κρίση πράγματι συμβαίνει: αν και μάλλον, σε μιαν άλλην, μακρινή χώρα. Μου καλλιεργείται η υποψία: μήπως τα έντυπα αυτά είχαν ούτως ή άλλως γραμμή και πριν την κρίση, την οποία δεν διέκρινα;
Την επαληθεύω στην Καθημερινή: η αποστασιοποιημένη, συντηρητική, αχνά μα στιβαρά καθεστωτική, ανεπαίσθητα μα σταθερά αντι-προοδευτική και το δυνατόν ψύχραιμη, απαθής και «σοβαρή» κριτική ματιά πάνω στα τεκταινόμενα στη χώρα βλέπω να συμπυκνώνεται και σε μία αντίστοιχη επιλεκτική, ελιτίστικη και δειλή επισκόπηση πάνω στα εκδοθέντα βιβλία, η οποία σιγά σιγά παύει να με αφορά.
Ίσως κάποια έντυπα να έπρεπε να προσαρμοστούν στην κρίση για να συνεχίσουν να μου φαίνονται ενδιαφέροντα. Ή μήπως αυτό κάνουν;
Ίσως εγώ να είμαι αυτός που αλλάζει, και όχι τα έντυπα.
Ίσως να φταίνε και οι κριτικοί που τα στελεχώνουν, οι συγγραφείς των άρθρων που παλαιότερα, πριν την κρίση, έψαχνα συστηματικά να διαβάσω στις σελίδες των εφημερίδων. Η αντίδρασή τους στη σημερινή δυσμενή συνθήκη είναι περίπου η εξής: πού και πού γράφουν (ή εκφράζουν ακροθιγώς) ένα θερμό κατηγορώ προς τους Έλληνες συγγραφείς, κρίνοντας πως το έργο τους υπολείπεται της συγκυρίας, λίγο πριν βυθιστούν και πάλι στο «σοβαρό» τους έργο, που δεν είναι άλλο από το να συνεχίσουν να (επιλέγουν συνειδητά να) κρίνουν το έργο συγγραφέων που υπολείπεται της συγκυρίας.
Κατά τα άλλα, το παιχνίδι της κριτικογραφίας παίζεται με τους ίδιους κανόνες όπως και πριν την κρίση. Γνωστά και καθιερωμένα ονόματα μεσήλικων λογοτεχνών, ανδρών και γυναικών, μεγαλουργούν επωάζοντας ένα ευπώλητο αριστούργημα κάθε ενάμιση χρόνο (περίπου). Πρωτοεμφανιζόμενοι συγγραφείς με λιτά διηγήματα και νουβέλες που κατά κανόνα ανήκουν στο είδος της ρεαλιστικής πεζογραφίας, αστικής ή γέννημα θρέμμα της υπαίθρου, ηπείρου ή/και νήσων, ενθουσιάζουν σύσσωμη την κριτική, βραβεύονται μεγαλόφωνα, για να απογοητεύσουν οικτρά με το επόμενό τους έργο και να γυρίσουν πάλι στην αφάνεια. Ανάμεσα στις δύο κατηγορίες, οι ασθμαίνοντες συγγραφείς μεσαίου βεληνεκούς διάγουν την καριέρα των πρωτοεμφανιζόμενων αλλά με ασθενέστερο ρυθμό: αφού έχουν παρουσιάσει έναν ικανό αριθμό έργων που μοιάζουν μεταξύ τους όσο οι «Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ», και έχουν πείσει τρόπον τινά τους κριτικούς (τουλάχιστον) για την επιμονή τους, τότε, και συνήθως αφότου βραβευτούν (ή ακόμη χειρότερα για κάποιους απ’ αυτούς, λίγο προτού), ένας από τους κριτικούς αποκαλύπτει (ξαφνιασμένος) στους άλλους και σε όλους εμάς πως, δεν ήταν τελικά τόσο πρωτότυπη η αρχική ιδέα, του πρώτου έργου, χάρη στο οποίο, πριν από χρόνια, πρωτοασχολήθηκαν με τον συγγραφέα αυτόν, επομένως έχει πάρει την κάτω βόλτα, ή λάθος κάνανε εξ αρχής και ενδιαφέρθηκαν για το έργο του. Επόμενος.
Μακράν απέχουν δηλαδή οι κριτικοί, από το να λάβουν υπ’ όψη τους στο «σοβαρό» τους έργο την οριακή κοινωνική, οικονομική, πολιτική και πολιτισμική συνθήκη στην οποία βρίσκεται η χώρα. Μάλλον τους λείπει και η πνευματική διάθεση που θα απαιτείτο για να το καταφέρουν, ή το ηθικό σθένος να πάρουν το έργο τους πραγματικά στα σοβαρά, όπως είναι απασχολημένοι από το να παίρνουν τον ρόλο τους πολύ στα σοβαρά. Ίσως, για να είναι κανείς κριτικός απαιτείται και η αυτοκριτική πού και πού· ίσως θα έπρεπε λοιπόν να αναρωτηθούν αν και οι ίδιοι επαρκούν ενώπιον όσων συμβαίνουν καταιγιστικά· όχι μόνον οι συγγραφείς.
Όπως και να έχει, χαίρομαι που εξακολουθούν να τυπώνονται τα κείμενά τους, καθιερωμένων και μη κριτικών. Και τούτο διότι, ένα από τα αποτελέσματα της κρίσης είναι να μειωθεί, όχι μόνον η βιβλιοπαραγωγή αλλά και η κριτική της (όπως και η οξύτητά της). Διότι, ακόμη και στα μπλογκς (με φαεινές εξαιρέσεις, όπως τούτο εδώ του φίλου και εκλεκτού Γ.Ι.Μ.), δεν βλέπω πια να εκφέρονται ενδιαφέρουσες απόψεις παρά να δημοσιεύονται κείμενα στεγνά-δελτία τύπου.


Νίκος Βλαντής
Cosmowaver

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011

Ο Ρωμανός Σκλαβενίτης γράφει για το Έμφυτο Ελάττωμα


H μυθολογία της πόλης δονείται 
 
[Φωτογραφία: Babassakis]


Το Έμφυτο Ελάττωμα (μτφρ. Γιώργος Κυριαζής, εκδ. Καστανιώτης) δεν είναι μόνο το βιβλίο μιας εποχής· είναι και το βιβλίο μιας πόλης: του Λος Άντζελες. Πολλοί αποτυγχάνουν να το αντιληφθούν. Ο Τόμας Πίντσον [Thomas Pynchon] δεν γράφει για το L.A. επειδή το γνωρίζει καλά. Γράφει γι’ αυτό, επειδή το αγαπάει. Είναι κι αυτός από αυτούς τους λίγους που αγάπησαν ποτέ αυτή την πόλη. 
Στην πραγματικότητα, το Έμφυτο Ελάττωμα μπορεί να διαβαστεί σαν ένα χρονικό της πόλης, σαν μια σύνθεση με φιγούρες από το παρελθόν και το παρόν της. Το Λος Άντζελες του Πίντσον είναι το Λος Άντζελες σε ολόκληρη τη μυθοπλασία. Το πεδίο του είναι η πόλη-ψευδαίσθηση, η πόλη-παραίσθηση.
Ό,τι καθόρισε το μονοπάτι του Λος Άντζελες, καθορίζει και τη μυθοπλασία του. Οι αρπαγές γης για το χτίσιμο νέων πρότυπων προαστίων. Άλλα έφθιναν, όπως η κοιλάδα του Σαν Φερνάντο όπου σήμερα γυρίζονται πορνό, παρά τους ύμνους του Bing Crosby, άλλα έλαμψαν όπως οι παραθαλάσσιες πόλεις του ράντσου San Pedro. Έπειτα, η αρπαγή του νερού με το υδραγωγείο του Μαλχόλαντ, η αποστραγγισμένη κοιλάδα Όουενς και το μουλιασμένο L.A. Το Λος Άντζελες: a lot of ex- neighborhoods.
H μυθολογία της πόλης δονείται στο Έμφυτο Ελάττωμα, όπως οι δονητές των κοριτσιών της κοιλάδας. Τα αρχικά του Larry Sportello, a.k.a. Doc διαβάζουν LSD, τον θησαυρό του ωκεανού. Το ίδιο το επίθετό του είναι ένα homage στον George Sportelli που τοιχογράφησε τους αυτοκινητόδρομους, την πόλη. Η Shasta Faye Hepworth, λίγο από Nastazia Kinski, λίγο από Faye Dunaway, λίγο από Katharine Hepburn ή μήπως Barbara Hepworth; Ο Mickey, το είδος του πάμπλουτου μεγιστάνα που ενδημεί στο L.A., παίζει το ρόλο του Bugsy Siegel. Ή μήπως της Sister Aimee Semple MacPherson; Η σημειολογία είναι φορές-φορές σκοτεινή.
Αρχιτεκτονικές follies. «Ducks», όπως θα έλεγε ο Ρόμπερτ Βεντούρι ή η αρχιτεκτονική ως σύμβολο: ο χρυσός κυνόδοντας στεγάζει τον «Χρυσό Κυνόδοντα». Κομπογιαννίτες και τσαρλατάνοι, το είδος που ο Ντάσιελ Χάμετ αποκαλούσε «ψυχικούς συμβούλους», ντυμένοι με παντελόνια καμπάνες, σνιφάροντας κοκαΐνη. Ο Σάγκυ και ο Σκούμπι-Ντου: το απόλυτο Hippie καρτούν. Διεφθαρμένο L.A.P.D. Χλεχλέδες νταβατζήδες που έχουν ένα μυστικό, μια ελπίδα να γίνουν ατζέντηδες στο Χόλυγουντ. Χάμπουργκερς με χασίς και σέρφερς σαν βιβλικές φιγούρες.
Στο Λος Άντζελες, τη La La Land, τα όρια ανάμεσα στην πραγματική ζωή (real life) και την κινηματογραφική ζωή (reel life) είναι θαμπά. Ο Λίο και η Ελμίνα Σπορτέλλο παριστάνουν τον Frank Chambers και την Cora Smith στα μοτέλ του αυτοκινητοδρόμου, η Σάστα Φέυ λέει το σκυλί της Mildred, όπως η Mildred Pierce: ο James M. Cain κάνει το πλήθος να παραληρεί. Ο Σέρλοκ Χολμς είναι τόσο ζωντανός όσο κι οποιοσδήποτε άλλος φανταστικός ήρωας. Στο L.A., η μόνη αλήθεια είναι το ψέμα.
Το Έμφυτο Ελάττωμα, ως έμφυτο ελάττωμα όντως, μοιάζει να απευθύνεται περισσότερο στην ίδια την πόλη. Όλοι προμηνύουν το θάνατό της. Θα πεθάνει από την υπερ-έκταση, λέει ο Κρίστοφερ Ίσεργουντ, θα την καταπιεί ο ωκεανός, λένε τα γεωλογικά της χαρακτηριστικά, θα καταστραφεί από την εξωγήινη εισβολή, λέει ο κινηματογράφος. Κι όμως, το Λος Άντζελες είναι αμύθητα μαγνητικό. Οι άνθρωποι είναι το μόνο που έχει. Αυτό το πλήθος των λόφων και της κοιλάδας, με τα παντελόνια ριγμένα στους αστραγάλους, που πατάει γκάζι στο δρόμο του ωκεανού, το τελευταίο σύνορο.
Στο Λος Άντζελες, το αυτοκίνητό σου γλιστράει στον εμετό της μέθης σου και πριν το καταλάβεις, σε κατασπαράσσει ο ωκεανός, τσακισμένο: the L.A. way of death. Υπάρχει μια πόλη πάνω στη θάλασσα/ το μασημένο ξέρασμα του ωκεανού στην ακτή/ Λος Άντζελες, είμαι δικός σου.

Ρωμανός Σκλαβενίτης

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Το Διήγημα Αντεπιτίθεται




Για τη συλλογή διηγημάτων 
«Κρυφές Ενοχές» 
του Δ. Γ. Μαγριπλή

[ φωτογραφία: Babassakis ]



 Ο συγγραφέας Δημήτρης Γ. Μαγριπλής είναι Διδάκτορας της Κοινωνιολογίας και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Το 2007 εξέδωσε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων υπό τον τίτλο Μαθήματα Κηπουρικής, Εκδόσεις Σοκόλη - Κουλεδάκη με το ψευδώνυμο Φώτης Αδάμης. Το 2010 εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Στα τέταρτα του χρόνου» από τις εκδόσεις Αντ. Σταμούλη στη σειρά Χρώμα και Λόγος, σε συνεργασία  με την εικαστικό Α. Κοκκονάκη.
        Η  δεύτερη συλλογή διηγημάτων του Κρυφές Ενοχές, της σειράς «Επί-γνωση» του «Εκδοτικού Οίκου Αντώνη Σταμούλη» 2011, κυκλοφόρησε με το πραγματικό του όνομα. Για την πολύ καλή εμφάνιση του βιβλίου υπεύθυνη είναι η εικαστικός Αγγελική Κοκονάκη, που έργο της κοσμεί το εξώφυλλο. Η συλλογή αποτελείται από  17 διηγήματα, τα οποία μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ως εξής :
1. Αφηγήσεις προφανέστατα αυτοβιογραφικές του συγγραφέα («Καβαλλότι» και «Ερεχθείου γωνία» και «Κρυφές Ενοχές» ).
2.  Αφηγήσεις για την ελληνική κοινωνία, πρίν από την τελευταία οξύτατη οικονομική (και όχι μόνο) κρίση. («Εθνική Αποστολή», «Το μονοπάτι του ελαφιού», «Είδη Δώρων», «Για την ανάπτυξη της υπαίθρου» ). Αυτή η κατηγορία διηγημάτων είναι η πιο σημαντική απ’ όλες  και διακινδυνεύω να πω, ότι οι υπόλοιπες είναι εν γένει «δορυφόροι» ακριβώς αυτής της κατηγορίας.  Όπως :
Α)   Αφηγήσεις από το ιστορικό παρελθόν (το πιο μακρινό, όπως «Το νησί του μυστηρίου» , αναφορά στη Μνήμη του Μαρτυρίου της Μακρονήσου και το πιο κοντινό, όπως το «Ιστορίες Μορέων», όπου ο ήρωας γίνεται Κοινοτάρχης επί Δικτατορίας).
Β) Αφηγήσεις με ιδιαίτερο θέμα («Κι όμως κάτι μας έλειπε», ένα διήγημα «εκκλησιαστικής φαντασίας» και επίσης το «Προσκυνητές στο Άγιο Όρος» )
Γ) Αφηγήσεις  «οικολογικής φαντασίας» με αγάπη για τα ζώα  («Λαικό δικαστήριο», «Πετούμενη Γλαύκα» ).

        Προς το τέλος του βιβλίου παρατίθενται  αφηγήσεις «ποιητικές» - «ονειρικές», όπως ο «Εξωγήινος» και η «Φεγγαρόλουστη». Άλλος μπορεί να τις έλεγε «πεζά ποιήματα». Πάντως έχουν πιο χαλαρή σύνδεση με τα υπόλοιπα διηγήματα. Διασώζονται όμως στην συλλογή, λόγω ακριβώς της ποιητικής ευαισθησίας τους, που βρίσκεται σε αντίθεση με άλλες ιστορίες ρεαλιστικής γραφής που προηγούνται!
        Παρόλο που το υλικό του συγγραφέα δεν είναι μονοθεματικό, το ενδιαφέρον του αναγνώστη παραμένει αμείωτο. Βέβαια, μπορεί κανείς να ισχυριστεί, ότι με βάση τα 2-3 διηγήματα του κάθε τύπου μπορούν να χτιστούν κάπου πέντε συλλογές διηγημάτων. Ο συγγραφέας προφανώς δεν ενδιαφέρθηκε για κάτι τέτοιο και σε αυτήν την πολυθεματική συλλογή  μας παρουσιάζει ένα πανόραμα των αντιλήψεών του γύρω από το πώς πρέπει να είναι το διήγημα σήμερα.
          Το θέλει  με παραδοσιακή στρωτή αφήγηση, με ρέουσα και απλή γλώσσα, χωρίς εντυπωσιασμούς και νεολογισμούς. Με θέματα απλά, σε πρώτη ανάγνωση ίσως και απλοϊκά, που όμως στη δεύτερη ανάγνωση πραγματικά στέκονται στα πόδια τους σταθερά και μιλούν για αυτό που θα ονόμαζε κάποιος Νεοελληνική Μεταπολιτευτική Περιπέτεια, ενίοτε και με αναφορές σε ένα πιο μακρινό ιστορικό παρελθόν.
          Είναι διηγήματα πολιτικά κατά βάση και διέπονται από ένα βαθύτατο ανθρωπισμό για μια κοινωνία η οποία τελικά οδηγήθηκε σε πλήρες αδιέξοδο. Όπως όλοι πλέον παραδεχόμαστε και υποφέρουμε γι’ αυτό στην Ελλάδα του 2011, που ισορροπεί με δυσκολία λαμβάνοντας δάνεια από το Εξωτερικό και μην ξέροντας πότε και εάν θα καταρρεύσει. Η  υπερκαταναλωτική, λοιπόν, κοινωνία, η προ της τελευταίας Κρίσης, απεικονίζεται γλαφυρά ιδιαίτερα στα διηγήματα «Το  μονοπάτι του Ελαφιού» και «Είδη Δώρων». Και μάλιστα είναι μια κοινωνία που φέρεται με βαναυσότητα προς το περιβάλλον. Αλλού, πάλι, ο Συγγραφέας   επιθυμεί να κάνει αναδρομές στο παρελθόν και να θυμίζει ότι κάποιες πληγές (Μακρόνησος) δεν έχουν κλείσει εντελώς, αλλά εξακολουθούν να βασανίζουν την συλλογική μνήμη.
           Ο Συγγραφέας, παιδί της Αθήνας, ευρισκόμενος σε ώριμη ηλικία να έχει εγκατασταθεί σε μια παραθαλάσσια πόλη, γράφει με συγκίνηση για την Φύση και για τον άδικο τρόπο με τον οποίο της φέρθηκε μέχρι στιγμής ο μέσος Έλληνας. Η Φύση εκδικείται! Τουλάχιστον αυτό δείχνει το διήγημα «Το λαικό δικαστήριο». Αλλά και η Φύση είναι γύρω μας για να την απολαμβάνουμε, εάν έχουμε ανοιχτά τα μάτια της ψυχής μας («Πετούμενη Γλαύκα»).
            Δείχνεται στα περισσότερα διηγήματα η διάσπαση της κοινωνικής συνοχής όπως διαπιστώνεται και από την διαφθορά της Δημοτικής Αρχής  («Το μονοπάτι του ελαφιού») ή ακόμη και την ανεπάρκεια και ανυποληψία της Διοικούσας Εκκλησίας («Κι όμως κάτι μας έλειπε»). Ειδικά στο διήγημα αυτό είναι εμφανής ο πόνος του Συγγραφέα για μια δυσάρεστη κατάσταση, μιας και γνωρίζει τα θέματα «από μέσα», αφού έχει σπουδάσει και Κοινωνική Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Δείχνεται, όμως, ευτυχώς, και η εμπιστοσύνη στον Άνθρωπο και στην Κοινότητα ( «Εξωγήινος» και «Κι όμως κάτι μας έλειπε»).
           Διαβάζοντας το βιβλίο του Δ. Γ. Μαγριπλή για μια ακόμη φορά επιβεβαιώνεται η δύναμη του καλού Διηγήματος, του κατ’ εξοχήν Ελληνικού Λογοτεχνικού Είδους, ήδη από τον 19ο αιώνα, το οποίο τα τελευταία χρόνια έχει παραμερισθεί από την κυριαρχία σωρείας μυθιστορημάτων – όχι πάντα ποιοτικών – στις εκδόσεις και κατά συνέπεια και στις πωλήσεις των βιβλίων. Η αναθέρμανση του ενδιαφέροντος για το Διήγημα διακινδυνεύω να ισχυριστώ, ότι θα συνεχίσει να συμβαίνει, καθώς η Κρίση  μεγαλώνει. Γιατί συνήθως πατάει σε ρεαλιστική βάση και μιλά άμεσα στον αναγνώστη,  τουλάχιστον από την εποχή του Ροΐδη.           Από αυτή την άποψη χαιρετίζουμε από εδώ με χαρά κάθε νέα και ενδιαφέρουσα συλλογή διηγημάτων όπως η παρούσα και χαιρόμεθα για τις επανεκδόσεις των βιβλίων των μεγάλων διηγηματογράφων. Μόλις πρόσφατα κυκλοφόρησαν τα Άπαντα των Διηγημάτων του Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλου, από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη. Σπουδαίο νέο, που σίγουρα θα προσθέσει κι άλλους αναγνώστες στο περιορισμένο έτσι κι αλλιώς σχετικό αναγνωστικό κοινό.

 Τάσος Μελίτης
Αθήνα, Σεπτέμβριος 2011

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2011

Ένα ποτήρι whiskey για τον Commander Pynchon

[Η μόνιμη στήλη μου Ζενερίκ, στο Διαβάζω του Σεπτεμβρίου]

Τσιμεντοενέσεις Αισιοδοξίας




Άλλωστε η Βίβλος δεν θα μπορούσε να εννοεί κάτι άλλο όταν μιλούσε για περπάτημα πάνω στο νερό, παρά μόνο το σέρφινγκ
Thomas Pynchon, Έμφυτο Ελάττωμα

Κακό πράμα η κατάθλιψη. Πολύ κακό, το στρίμωγμα. Χείριστο, η ολούθε σκοτεινιά, η πτώση πάσης προοπτικής, ο εγκλωβισμός στο Τίποτα του Πουθενά.  Και παρατηρώ, ολοένα και πιο έντιμα και έντονα, ότι μονάχα όσοι έχουν από χρόνια μείνει πιστοί στις προσηλώσεις τους, μονάχα όσοι το μποστάνι των εμμονών το καλλιέργησαν με εσαεί  εκνευριστική επιμονή, ναι, επίμονοι κηπουροί στο περιβολάκι πίστης πολυτελείας, που όμως γίνεται πλέον πίστη λυτρωτική, καθότι ανάσα μες στην πνιγηρότητα.
            Για να σκεφτούμε γιατί τελειώνει ένα μυθιστόρημα έτσι, με τούτη τη φράση: «Να διαλυθεί η ομίχλη, και αυτή τη φορά, με κάποιον τρόπο, να αφήσει πίσω της κάτι διαφορετικό».     Μια φράση λίαν αισιόδοξη, σε καιρούς μάλλον απαισιόδοξους. Μια φράση που δεν της λείπει το χιούμορ. Μια φράση που είναι κατακλείδα ενός μυθιστορήματος 435 σελίδων, τίγκα στη μουσική, στις πλάκες, στα αναπάντεχα επεισόδια, στο αναντάμ-παπαντάμ και τη γενεαλογία της ξέφρενης εκτυφλωτικής εκκωφαντικής τεμπελχανίασης –τεμπελχανιάσεως, με έμφαση στο: ιάσεως– που συνιστά το ύφος της Δεκαετίας του Εξήντα, στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη.
            Τελειώνει έτσι γιατί αρχίζει με ένα ποιητικό τροχιοδεικτικό από τον Μάη του 68: «Κάτω από το λιθόστρωτο, η παραλία», επινοημένο ή από τον λεγόμενο «ποιητή των τοίχων», τον αριστοκράτη αναρχικό situationniste, τον Christian Sebastiani, είτε από τον ίδιο τον «στρατηγό» των εξεγερμένων, τον περιλάλητο Guy Debord.
            Τελειώνει έτσι, διότι ένα κατάστημα ειδικευόμενο στα είδη καπνιστού μαριχουάνας παίζει από τις πρώτες σελίδες και φέρει την ονομασία Το Ουρλιαχτό του Υπεριώδους Μυαλού, και διότι επίσης παίζει ένας αδιανόητος αλάνης Έλληνας που ακούει στο όνομα Τίτος Σταύρου, νοικιάζει ξεχαρβαλωμένες ψυχεδελικές λιμουζίνες, και ακούει μετά μανίας Ρόζα Εσκενάζυ από κασέτες στο στερεοφωνικό του αυτοκινήτου του. «Άκου την, τη λατρεύω αυτή την τύπισσα, ήταν η Μπέσι Σμιθ της εποχής της, τραγουδούσε με την ψυχή», λέει ο Τίτος Σταύρου. «Τι άτιμο μεράκι,  ποιος δεν το ’χει νιώσει αυτό, ρε φίλε; Μια ανάγκη τόσο απεγνωσμένη, τόσο εξευτελιστική, που ό,τι κι αν πεις γι’ αυτή θα είναι τρίχες».
            Εμπνέομαι από την διάπυρη αισιοδοξία του συγγραφέα, από τη διάθεσή του να συνθέσει ένα (ακόμα ένα, δηλαδή) βιβλίο όπου εκθειάζονται οι τόποι και οι τρόποι της αθωότητας, η ηθική που άδολου παιχνιδιού, η πολύχρωμη αμεριμνησία, το διαβολεμένα άοκνο έλα-να-δεις. Εμπνέομαι, ξανά και ξανά, από έναν κρεμανταλά, όπως τον φαντάζομαι, κομμάτι ανατσούμπαλο, εκ πεποιθήσεως και εκ γενετής, άμα λάχει, γαλανομάτη και λίαν φλύαρο και γελαστό, παρά τις περί  του αντιθέτου ανυπόστατες φήμες. Εμπνέομαι, ιδίως μεσούσης της κρίσεως και της ακατάσχετης υποκρίσεως, από έναν γεροπιτσιρικά, από έναν πιτσιρικόγερο, που σερφάρει πάνω σε γιγάντια τιρκουάζ κύματα προς τα εβδομήντα πέντε του χρόνια, που είναι υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας μονίμως τα τελευταία δέκα χρόνια, και που σύμφωνα με τις πλέον εμπεριστατωμένες  και τριπλοδιασταυρωμένες μελέτες και πληροφορίες είναι, αναντιρρήτως, Ο Συγγραφέας του Εικοστού Πρώτου Αιώνα.
            Ο λατρεμένος μας, που χαίρομαι γιατί κερδίζει ολοένα και πιο ωραίους πόντους μες στις ελληνικές αναγνωστικές καρδούλες, έγραψε το πιο αισιόδοξο βιβλίο των τελευταίων ετών. Και μας το δώρισε. Και ο μεταφραστής/αναδημιουργός, ο ξακουστός πια σε ορισμένους κύκλους της έλλογης παραφοράς, ο Γιώργος Κυριαζής, το γύρισε επιδέξια και μαγκιόρικα στα λαμπρά ελληνικά. Το Έμφυτο Ελάττωμα (εκδ. Καστανιώτης) είναι η πιο γκαγκάν-γκαγκάν υπενθύμιση ότι, φίλες και φίλοι, όσο κι αν μας στριμώχνουν η μέγγενη, το δόκανο, ο τροχός, η γκαρότα της αδίστακτης, αλλά χαζής, Πραγματικότητας του Χθαμαλού, τόσο θα μπορούμε να την κοπανάμε στο Καταγώγιο της Καταγωγής μας, δηλαδή να σερφάρουμε στα σύγνεφα. Να ’σαι καλά, Commander !

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Μαρούσι, 05/08/2011