Ο Καρούζος ως Βούληση και ως Παράσταση
Και κουβεντιάζω με τους δρόμους/ σε γλώσσα που κ’ εγώ δεν ξέρω
2010. Μετά είκοσι έτη. Νυν. Ο χρόνος όχι μονάχα δεν εξαχνώνει, αλλά επιτείνει, αφαιρεί την όποια σκόνη, μένει γυμνός γρανίτης η ανάμνηση, ατόφιος, βαρύς, έργο του Κουνέλλη.
Πάρε χαμό στα χέρια σου και πλάσε/ τη ζωή που σε θάνατο δεν πλαγιάζει
1980. Τριάντα χρόνια πριν. Ελλάδα. Πόσα και πόσα σημαντικά δεν ξεκίνησαν από παρεξήγηση! Που, όμως, σαν και κάθε παρεξήγηση, ενείχε αλήθειες που στο χέρι μας ήταν να τις βρούμε, να τις ψαύσουμε, να τις εγκολπωθούμε. Ο Καρούζος στον Άκμονα, στη Μαυρομιχάλη, ανάμεσα στον Αρανίτση και άλλους (τότε – και τώρα ακόμη!) νεαρούς, αναμένεται η έκδοση του τόμου Νίκος Καρούζος [Σύγχρονοι Ποιητές/3, Άκμων, 1981], κάποιος φίλος, δεν θυμάμαι ποιος, ίσως ο Βασίλης ο Τσιμπίδης, φωτογραφίζει τον ποιητή, όρθιο, για το εξώφυλλο του τόμου. Μετά, η συζήτηση συνεχίζεται, φουντώνει. Ο Καρούζος εμμένει στην υπεράσπιση του κομμουνισμού ως ευγενούς οράματος που μένει ακόμη να γίνει όχημα προς την αξιοπρέπεια και την ελευθερία, ο Ευγένιος διαφωνεί έντονα, με ένα ταμπεραμέντο θυελλώδες, εμπρηστικό κοκτέιλ από Νόρμαν Μέιλερ και γιουγκοσλαβική καταγωγή (όπως εύστοχα είχε παρατηρήσει η μακαρίτισσα Μαντώ Αραβαντινού), ο Καρούζος αντεπιτίθεται, στο κρίσιμο σημείο οι τόνοι πέφτουν, τα χείλη χαμογελούν, τα ούζα μας ειρηνεύουν, το μεσημέρι γίνεται απόγευμα, το απόγευμα πάει προς το βράδυ, η παρεξήγηση παίρνει μορφή και σχήμα: διαβάζω ξανά και ξανά, σχεδόν έφηβος, το εκτενές καταιγιστικό ποίημα «Η εμφάνιση του Γιάννη Μακρυγιάννη μέσα στ’ όνειρο μιας άθλιας Πέμπτης (διήγηση)», από τα πιο εκτενή και βουερά του Νίκου («το βουητό του καταρράκτη του χρόνου», έμελλε να γράψει και ο Γκι Ντεμπόρ), και συνειρμικά τρέχω στον Άλεν Γκίνσμπεργκ (φιλοξενούμενος, άλλωστε, κι αυτός στη σειρά του Άκμονα), και στο «Ένα Σουπερμάρκετ στην Καλιφόρνια», με τον Ουώλτ Ουίτμαν πρωταγωνιστή, και αισθάνομαι ότι η λαχτάρα μου να βρω έναν Έλληνα Γκίσμπεργκ/Κέρουακ/Μπάροουζ βρήκε πυξίδα, βρήκε τόπο, βρήκε τρόπο. Η παρεξήγηση, σε χώμα γόνιμο. Ο Καρούζος, μόνιμος στην παρέα: νοερά, μέσα από τα διαβάσματα, αλλά και σωματικά (που σημαίνει επίσης ψυχικά/πνευματικά) στα στέκια, στα μπαρ («το μπαρ είναι το μοντέρνο τέμενος», είπε στον Θάνο Σταθόπουλο), στα «ποτοσχολαστήρια» (όπως, σ’ εμένα, βάφτισε τα μπαρ). Οι νύχτες έγιναν πιο πλούσιες, κι οι μέρες υποφερτότερες.
Επάγγελμά μου: η ψυχή μου
Με τον καιρό, η παρεξήγηση θέριεψε, και αντιμετώπιζα τον Νίκο σαν μπητνίκο, κάτι που ανοήτως επιχείρησα να επιβάλω και σε όλη την αριστοκρατική τσογλαναρία μας, τη λαϊκή μας ελίτ. Νιότη και θράσος/ θράσος και νιότη/ η ίδια επωδός εις τους αιώνες. Ο Καρούζος, περισκόπιο/σόναρ/κεραία/ραντάρ, κι ας παρίστανε επίμονα τον Μίσκιν στα καπηλειά μας, την παρεξήγηση την αντιλήφθηκε, και, με τα τεράστια ελληνικά του, βαθμιαία την αφόπλισε, τη νέκρωσε, τη διάλυσε, και, ύστερα από μια σχετικά σύντομη μονάδα του χρόνου, υψώθηκε ακέραιος, ως βούληση, στο φόντο της κουρελιασμένης πλέον παράστασης. Ακόμα και το χιούμορ του, μας βεβαίωσε, είναι φερμένο από την τραγωδία, ενώ, με την ίδια κίνηση, και πάλι μας βεβαίωσε, η τραγωδία από νουθεσία γίνεται γέλιο βροντώδες ενάντια στη μαύρη του ζόφου τη σιωπή – και να πάψουμε πια ν’ αυθαδιάζουμε!
Θαμνώδη ρήματα και φύλλα καταπράσινα της γλώσσας
Ο Καρούζος, με χείλη να συσπώνται (θυμίζει ηλεκτρονικό υπολογιστή όταν αναζητάει σε κλάσματα δευτερολέπτου μια σκακιστική κίνηση), γυρεύει τη λέξη, την πάντα κατάλληλη, την πάντα μοναδική, δέουσα λέξη, είτε μιαν ιστορία από την Ποίηση αφηγείται, είτε λέει ένα παλιό ανέκδοτο, είτε απαντάει σε κάποια από τις απανωτές μας ερωτήσεις. Κρίσιμο μέλημά του, ανά πάσα ώρα και στιγμή, η κρυστάλλινη ακρίβεια, το να μην ξαστοχήσει ούτε φθόγγος, ένας λόγος/λόγγος, βαθύτατα ποιητικός και συνάμα ακραιφνώς φιλοσοφικός, σχεδόν επιστημονικός κάποιες φορές~ ο λόγος του να είναι, λέω τώρα, ο έμπλεος μεγίστης συγκινητικότατης ευγνωμοσύνης φόρος τιμής του Καρούζου στο δώρο της ελληνικής γλώσσας, στο δώρο της ελληνικής ύπαρξης όπως ονειρεμένα και πραγματικά υπήρξε σε μιαν Αττική απόλυτης διαύγειας (κάποτε!), όπως χαμηλόφωνα και υποβλητικά δέσποζε στα καφενεία των θαμώνων που ήσαν βουτηγμένοι στον Παπαδιαμάντη και στον Κασαβέτη, στον Όμηρο και στον Ταρκόφσκι, στον ίδιο τον Καρούζο και στον Μπέλα Ταρ.
Ζω μέσα στην ένταση των νέων ρυθμών της ζωής και στην ανησυχία του καινούργιου
Ο Καρούζος, Τελετάρχης των Αντοχών, να τανύεται πάντα ανάμεσα στο παμπάλαιο και στο τωρινό, ανάμεσα στη διάρκεια και στο εφήμερο, ανάμεσα στο φωτερό όραμα και στο χθαμαλό σκότος. Τη μια να ιερουργεί με τους χαυλιόδοντες των αρχέγονων λέξεων, την άλλη να είναι παρών με γέλια ομηρικά και παρατηρήσεις που ξέρουν να κατατροπώνουν μέσα στην πιο σύγχρονη πραγματικότητα, αληθινός ακροβάτης στο σχοινί πάνω απ’ την άβυσσο του χρόνου. Η διαλεκτική του Καρούζου, ένα καμωμένο από fragmenta αριστούργημα~ η σχεδόν ολέθρια ένταση για το τι μας περιμένει και πώς θα μπορούσαμε να το αντιμετωπίσουμε να εναλλάσσεται με μια πολύτιμη, λυτρωτική αταραξία, αποκτημένη ύστερα από διαλεχτά διαβάσματα και στοχασμούς σχετικά με το πώς θανατώνεις, νυχθημερόν, τον θάνατο.
Εγώ είμαι περισσότερο ρεαλιστής από όλες τις Κεντρικές Επιτροπές
Όντως. Αρχικώς δεν το «πιάναμε», θέλαμε άλλωστε τον Καρούζο παράσταση και όχι βούληση~ τον θέλαμε εικόνα και ομοίωμα των φαντασμάτων που μας στοίχειωναν (λυτρωτικά, δε λέω), αστρόσκονη από γαλαξίες που όμως δεν ήσαν οι δικοί του γαλαξίες. Μετά, με τον καιρό, το «πιάσαμε», ο λόγος του Νίκου πήγαινε πιο βαθιά και συνάμα κυλούσε ανάερα στην επιφάνεια, πήγαινε στην ουσία των πραγμάτων, στο μεδούλι της κοινωνικής ζωής και της ανθρώπινης οντότητας, γινόταν υπαρξιακό μανιφέστο εναντίωσης σε ό,τι εναντιώνεται στο ανθρώπινο, ταξίδευε στα τοπία της ουτοπίας αλλά έμενε πεισματικά στην πραγματική πραγματικότητα (κι ας έλεγε: σαχ και ματ κάνει πάντα η πραγματικότητα), είχε διαρκώς κάτι καίριο και ακαριαίο να πει για τα όσα συντελούνταν γύρω του και γύρω μας, ήξερε να ανασκάπτει το τώρα και να ορύσσει πράματα και θάματα, κι ύστερα να ασκεί αιχμηρή κριτική, και κατόπιν πάλι να φεύγει με το αερόστατο της ποίησης, να ενοικεί στα παρατηρητήρια του ουρανού.
Η ζωή δεν έχει πώμα
Για μια δυο στιγμές, για ελάχιστα πράγματα, μπορείς να επαίρεσαι σαν φτάνεις nel mezzo del cammin di nostra vita~ ας πω ότι επαίρομαι για το ότι συνέβαλα στην αύξηση του ποσοστού ευδαιμονίας που αναλογούσε σε δύο ανθρώπους, έναν πάνω από είκοσι χρόνια μεγαλύτερό μου, και έναν κατά δύο δεκαετίες μικρότερό μου. Ο δεύτερος είναι στο πλάι μου και συμβάλλει στο να πραγματώνω αυστηρά του Καρούζου το ολιγόλεκτο οδόσημο «η ζωή δεν έχει πώμα»~ ο πρώτος, ο Καρούζος, με τίμησε με τη φιλία του και με έχρισε αείζωο διάκονο της διαλεκτικής όταν μου έγραψε (στο Φαρέτριον) πως είμαι και πώς να είμαι ποιητής ενός αγχοοράματος.
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, Απρίλιος 2010
[Δημοσιεύτηκε στο Δέντρο που κυκλοφορεί, τεύχος 177-178]
.. καταπληκτικό κείμενο Ίκαρε !
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα ΄σαι καλά, Νικ. Και να μας στείλεις δικά σου, φίλε ! Δες στο "Προσεχώς" τι θέλουμε να παρουσιάσουμε και διάλεξε !
ΑπάντησηΔιαγραφή