Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

Λογείον/Logeion




Λογείον



«Άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματός του στις τέσσερις και μισή. Μια υγρή ζέστη τον έπνιξε. Το δυάρι θύμιζε φούρνο. Άφησε το χαρτοφύλακα σε μια πολυθρόνα στο χολ. Άλλαξε γρήγορα την ιδρωμένη του φανέλα, φόρεσε ένα δροσερό πουκάμισο και βγήκε. Θα ’τρωγε ένα σάντουιτς στο φρούριο. Βγαίνοντας πήρε από τη βιβλιοθήκη ένα άλλο έργο του Τσάντλερ. Το προηγούμενο απόγευμα διάβασε το Play Back. Εκείνη τη μέρα θα άρχιζε το Ο Μεγάλος Ύπνος» [Αλέξανδρος Βαναργιώτης]

Η ανάσα, το οξυγόνο αντιδιαστολής όπως όριζε την ποίηση ο Νίκος Καρούζος. Ό,τι έχουμε ανάγκη σήμερα. Δεν είναι πολυτέλεια η ανάσα, είναι βαθιά ουσία. Οι ανάσες έρχονται από παντού. Είναι θησαυροί. Έγκειται σ’ εμάς να τους αντιληφθούμε, να τους δεξιωθούμε. Λογείον. Ένας εκδοτικός οίκος από το Μικρό Παρίσι, από τα Τρίκαλα. Λογείον, με φροντίδα/κέφι/μεράκι/έμπνευση/ευθύνη. Λογείον, όπου στεγάζονται δοκίμια, μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, διηγήματα. Λογείον, ένας πόλος έλξης δημιουργών, νέων και παλαιότερων, που διακρίνονται για τη λεπταισθησία και τον δυναμισμό τους. Λογείον, υπό την διεύθυνση του ρέκτη/παίκτη διδάκτορα Ιωάννη Πλεξίδα.

Από τον Jack Ketchum και τη γνώση μέσα από το ανεστραμμένο κάτοπτρο του εφιάλτη, στο χαμηλόφωνο πολύτιμο σύμπαν του Αλέξανδρου Βαναργιώτη, και από τα προωθημένα ποιήματα της Νίκης Χαλκιαδάκη στον μεστό/σοφό λόγο του Harold S. Kushner. Και πολλά άλλα. Λογείον. Ένα σεντούκι γεμάτο με τιμαλφή.

«Προχωρούσα σαν τυφλός. Χρησιμοποιούσα τις υπόλοιπες αισθήσεις μου. Αφή (ιστοί αράχνης). Οσμή (Υγρασία, σαπίλα). Ακοή (Κάποιος εδώ πέρα πρέπει να μάθει να περπατάει)» [Ketchum, Κρυφτό, μτφρ. Νίκος Ρούσσος]

«Τι θλιμμένο απόγευμα! Το βράδυ έφαγε λιτά σε οινομαγειρείο και κατέλυσε σ’ ένα φτηνό ξενοδοχείο που το ’λεγαν πιθανόν ‘Ωραία Ήπειρος’ ή ‘Ωραία Θεσσαλία’, όπως συνηθιζόταν τα χρόνια εκείνα [...] Διαρκώς θυμόταν. Η μνήμη ήταν ένας λυπημένος ατμός που κόλλησε πάνω του σαν την καπνιά στα ρούχα του σταθμάρχη» [Βαναργιώτης, Διηγήματα για το Τέλος της Μέρας]

«Τα θρυμματισμένα όνειρα, οι ραγισμένες καρδιές, οι ελπίδες που μένουν απραγματοποίητες δεν πρέπει να θεωρούνται εμβλήματα ντροπής, σημάδια αποτυχίας. Αν μη τι άλλο, είναι σύμβολα κουράγιου. Ήμασταν αρκετά γενναίοι για να ονειρευτούμε, αρκετά γενναίοι για να ποθήσουμε τόσο πολλά, και όταν δεν τα αποκτήσαμε ήμασταν αρκετά γενναίοι ώστε να κουβαλήσουμε τα κομμάτια αυτών των ρημαγμένων ελπίδων μαζί μας στο μέλλον, για να μας λένε ποιοι ήμασταν, σαν πρελούδιο της ανακάλυψης αυτού που θα γινόμασταν» [Kushner, Κατακτώντας την ευτυχία, μτφρ. Ιωάννης Πλεξίδας~ πρόλογος π. Φιλόθεος Φάρος]

ΥΓ. Δείτε και εδώ, παρακαλώ:
και



Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2011

BBB [= Blanchot, Bloom, Barthes] ή Ο Μπαμπασάκης κρατάει Σημειώσεις για Λέξεις και Εικόνες, Ι


Οι Μέλισσες του Αόρατου







Είμαστε οι μέλισσες του Αόρατου. Κουρσεύουμε παράφορα το μέλι του ορατού για να το περισυλλέξουμε μέσα στη μεγάλη χρυσή κυψέλη του Αόρατου [Rilke].

Το παραθέτει ο Maurice Blanchot στο καταλυτικό του πόνημα Ο Χώρος της Λογοτεχνίας [μτφρ. Δημήτρης Δημητριάδης, εκδ. Εξάντας]. Και το θυμήθηκα τις προάλλες, ύστερα από μια παρατεταμένη υπενθύμιση, σε χρόνους πέντε και με φίλους τρεις, ορισμένων βιβλίων που λιώσαμε πριν από χρόνια και που μπόρεσαν να αναστατώσουν τους τρόπους με τους οποίους δεξιωνόμαστε το Δέλεαρ της Λογοτεχνίας.  Θυμηθήκαμε, λοιπόν, με τους εκλεκτούς Χρήστο Αγγελάκο και Γιώργο Ξενάριο, τον Blanchot, τον Harold Bloom, τον Roland Barthes. Εδώ, στο Bookspotting, θα επαναφέρουμε, σιγά σιγά, τη συζήτηση σε κάποια βιβλία/αιχμές της θεωρίας.

*   *   *

Ακόμα τρία διαμάντια από τον Κέδρο! Οι ποιητικές συλλογές Μαύρη Μωραλίνα της Ευτυχίας Παναγιώτου [1980], και Κρούσμα του Δημήτρη Κοσμόπουλου [1964], παρέα με το μελέτημα/ανθολογία Τα Οράματα μιας Απίθανης Γενιάς – Στοιχεία για την Beat Generation του Γιάννη Λειβαδα [1969]. Κείμενα και για τα τρία αυτά πολύτιμα βιβλία καθ’ οδόν! Προς το παρόν: «είμαι μια μουσική,/ ατελής και ζωντανή~ γράφω/ την ιστορία του γλύπτη./ να μην παγώσει μες στο χρόνο» [Παναγιώτου]. «Οι άλλοι χλευάζαν τις φαγωμένες απ’ τον δρόμο αρβύλες του. Με τις αρχαίες πρόκες. Τις έβλεπε, τυραγνισμένους μάρτυρες. Μετά ταύτα, εισήλθε στην μικρά πολίχνη» [Κοσμόπουλος]. «Η τζαζ χρησίμευσε ως τονωτικό, ως ελατήριο. Οι μπιτ αρνήθηκαν τη νόρμα, το συμβατικό νόημα του κόσμου, και απέναντι σ’ αυτό το γεγονός βρέθηκαν σαρωμένοι, μπερδεμένοι και περιθωριοποιημένοι. Η τζαζ τούς αναπτέρωσε το ηθικό» [Λειβαδάς].

*   *   *

Το γράψιμο, η μουσική, ο κινηματογράφος: ζήτημα θανάτου και ζωής,
και συνάμα «Εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε».
Τι μοίρα! Τι μύρα!

We shall all dance, we shall all die (Nabokov).


*   *   *

Στις φωτογραφίες [από πάνω προς τα κάτω]: 
Bloom, Barthes Blanchot


Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011

Σονέτα από τον Χάρη Βλαβιανό

Τα Σονέτα της συμφοράς συνοψίζουν όλους τους βασικούς σταθμούς της ποιητικής πορείας που έχει διαγράψει μέχρι τώρα ο Χάρης Βλαβιανός, ενώ την ίδια ώρα επιφέρουν μια καίρια τομή στο έργο του, το οποίο εμφανίζεται με μια ριζικά αναπλασμένη μορφή. Παίζοντας με την παράδοση του σονέτου, όπως έχει καθιερωθεί στην ευρωπαϊκή ποίηση, ο Βλαβιανός συναιρεί το παρελθόν με τη νεωτερικότητα σ’ ένα μεταμοντέρνο ιδίωμα, το οποίο καταργεί τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στο υψηλό και το χαμηλό, στην κωμωδία και το δράμα, αλλά και στο συνεκτικό νόημα ή την αποσπασματική και ελλειπτική έκφραση. Με μια περσόνα η οποία μετατρέπει το αυτοβιογραφικό στοιχείο σε ολοζώντανη περιπέτεια της τέχνης του, ο ποιητής υιοθετεί ένα ύφος γεμάτο υποβλητικούς αιφνιδιασμούς. Καταφεύγοντας άλλοτε στη λεπτή ειρωνεία και άλλοτε στον αιχμηρό σαρκασμό και αυτοσαρκασμό, ο Βλαβιανός δείχνει, ήδη από τον δίσημο τίτλο της συλλογής του, πως η ασέβεια μπορεί να αποτελέσει τη βασιλική οδό για την ανανέωση της ποιητικής ευαισθησίας.

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου

[Κυκλοφορεί σε δέκα μέρες]

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

Η Επιστροφή της Ταξιανθίας Immanuel Kant


Στου Cassirer το κεφάλι !

[Μέρος Πρώτο]



Ένας μεγάλος άνδρας, ακόμα και σε αντιδημοφιλή κλάδο, οφείλει πάντοτε να γίνεται αντικείμενο απεριόριστης περιέργειας. Το να θεωρούμε έναν αναγνώστη παντελώς αδιάφορο για τον Καντ είναι σαν να τον θεωρούμε παντελώς στερημένο πνευματικής περιέργειας [TDQ, 19]

Την 1η Μαϊου 1781 ο Καντ βρίσκεται σε θέση ν’ ανακοινώσει, σ’ ένα γράμμα στον Χερτς, την προσεχή εμφάνιση του έργου. «Αυτό το Πάσχα θα βγει ένα βιβλίο μου με τον τίτλο Κριτική του καθαρού λόγου. […] Αυτό το βιβλίο περιέχει το απαύγασμα όλων των πολλαπλών ερευνών, οι οποίες ξεκίνησαν από τις έννοιες τις οποίες συζητήσαμε εξαντλητικά ονομάζοντάς τες αισθητό και νοητό κόσμο. Και είναι για μένα σημαντική υπόθεση, σ’ εκείνου του οξυδερκούς ανδρός τα χέρια, ο οποίος το θεωρούσε άξιο τιμής να επεξεργάζεται τις ιδέες μου και ήταν τόσο οξύνους ώστε να εισχωρεί πιο βαθιά από κάθε άλλον, να δίνω όλη αυτή τη σύνοψη των κόπων μου προς κρίση». Έτσι συνδέει ο Καντ το έργο του με το φιλοσοφικό του παρελθόν, θεωρώντας το εκ των υστέρων. Όμως ενώ ο πενηνταεπτάχρονος πια Καντ έλεγε να θεωρήσει αρχικά το βιβλίο, το οποίο είχε εκπηδήσει από τον στοχασμό δώδεκα ετών, ως κλείσιμο ενός έργου ζωής, εντούτοις μ’ αυτή του την κρίση τον εαυτό του: διότι έγινε τόσο για τον ίδιο όσο και για την ιστορία της φιλοσοφίας το ξεκίνημα μιας εντελώς νέας εξέλιξης [ΕΚ, 215]

Όσο πλησιάζουμε τον αιώνα που μόλις τελείωσε, η διανοητική παραγωγή που διεξάγει πόλεμο ενάντια στον γαλλο-καντιανό Διαφωτισμό γίνεται σιγά-σιγά η κυρίαρχη ιδεολογία του σύγχρονου κόσμου [ZS, 16]

Όχι, δεν βομβάρδισε ο Κάντιος τη Σερβία, κύριε Καθηγητά – ο Κάντιος βομβαρδίστηκε στη Σερβία! [ΓΛ, 18]

Ο Βασίλης Ραφαηλίδης επέμενε να διαβάζουμε Kant, σχεδόν αμούστακα παλικαράκια ήμασταν, και στέρξαμε να τον ακούσουμε – παράλληλα βλέπαμε μετά μανίας noir και western, ακούγαμε jazz αλλά και Stranglers, πίναμε μπίρες και κρασί συζητώντας για ώρες ατελείωτες περί ορατών και αοράτων, περί πραγματικών και ανυπάρκτων ζητημάτων. Τον Hegel, πάλι, τον αγαπήσαμε μέσα από την συνάφειά μας με το έργο του Ανδρέα Breton και του Ανδρέα Εμπειρίκου – ιδίως μένοντας έκθαμβοι από τον ποιητικό/φιλοσοφικό/εξομολογητικό γαλήνιο καταιγισμό των Γραπτών. Όσους λαβυρίνθους κι αν ακολούθησες, γυρνάς πάντα εκεί. Στον Κάντιο και στον Έγελο. Ή, όπως μια για πάντα το έψαλλε βραχνά ο ποιητής Γιάννης Τζώρτζης: Εκεί που σταματάς μια νύχτα, εκεί περνάς ολόκληρη ζωή. [Ιδίως εάν τόσο έναστρος η νύχτα].

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Μαρούσι, 10/ΙΙ/2011

Thomas De Quincey, Οι Τελευταίες Ημέρες του Ιμμάνουελ Καντ [μτφρ. Σεραφείμ Βελέντζας, εκδ. Άγρα]
Ερνστ Κασσίρερ, Καντ – Η Ζωή και το Έργο του [μτφρ. Σταμάτης Γερογιωργάκης, εκδ. Ίνδικτος]
Zeev Sternhell,  Ο Αντι-Διαφωτισμός [μτφρ. Άννα Καρακατσούλη, εκδ. Πόλις]
Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Ο Κάντιος και τα Βαλκάνια [εκδ. ύψιλον/βιβλία]

Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2011

Ταξιαρχία Guttenberg

[Η μόνιμη στήλη μου, με τίτλο Ζενερίκ, στο Διαβάζω του Φεβρουαρίου]





Επιστροφή στην Ταξιαρχία Gutenberg


“Literature is one of the fucking major arts of the Western World!”
Μπερνάρ-Ανρύ Λεβί & Μισέλ Ουελμπεκ, Δημόσιος Κίνδυνος


Μου άρεσε, με ξετρέλανε αυτή η φράση, με την αδρή punk αυθάδεια της και συνάμα με την βαριά, πολύ βαριά σημασία και σοβαρότητά της. Φράση που γυάλισε στα μάτια μου, και με μισοτύφλωσε όπως ο ήλιος από καθρεφτάκι ζαβολιάρη συμμαθητή στα χρόνια τα παλιά, φράση που έπεσα πάνω της, ή έπεσε πάνω μου, τυπωμένη στη σελίδα 255, του πλούσιου σε ατάκες, μα και σε ιδέες προς συζήτηση, συναρμολογημένου βιβλίου Δημόσιος Κίνδυνος των άλλοτε τρομερών παιδιών, και νυν τρομερών μεσηλίκων και βάλε, Μπερνάρ-Ανρί Λεβύ και Μισέλ Ουελμπέκ (μτφρ. Λίνα Σιπητάνου, εκδ. Εστία). Ναι, πράγματι, όντως Literature is one of the fucking major arts of the Western World, και πάντα εκεί επανερχόμαστε, στη λογοτεχνία, και ύστερα από δαιδαλώδεις διαδρομές γυρίζουμε στους λατρεμένους τόπους, αυτούς που, όσο κι αν κάποτε τους αφήνουμε, ξέρουμε ότι είναι οι αείζωοι δικοί μας, οι οδοδείκτες μας, τα ορόσημά μας~ για άλλους ο Borges και ο Sabato (παρεμπιπτόντως, ο Ερνέστο ζει, και κλείνει τα εκατό τον Ιούνιο!), για άλλους ο Pessoa και ο Joyce, για κάποιους τρίτους, όχι και τόσο μοναχικούς και αλλόκοτους όσο θα νόμιζε κανείς, ο Pynchon και ο Πεντζίκης.
            Επιστροφή στην Ταξιαρχία Gutenberg, λοιπόν –σάμπως φύγαμε ποτέ από εκεί– και συνεχίζουμε τις παρουσιάσεις των βιβλίων που μας κέρδισαν στα τέλη του 2010 και στην αυγή του 2011.
            Οι Δύο Αμερικές: έτσι θα μπορούσα να αποκαλέσω την καταιγιστική ανάγνωση του βίαιου και καλοκουρδισμένου αριστουργήματος Το αίμα δεν σταματάει ποτέ του μαιτρ James Ellroy (μτφρ. Ανδρέας Αποστολίδης, εκδ. Άγρα) και, «στο καπάκι», της συλλογής διηγημάτων Αρχάριοι του Raymond Carver (μτφρ. Γιάννης Τζώρτζης, εκδ. Μεταίχμιο).  Με το Αίμα ολοκληρώνεται η Μεγάλη Τριλογία του Ellroy που παρουσιάζει τον βόρβορο της αμερικανικής ιστορίας ανάμεσα στα 1958 και 1972. Όπως γράφαμε και παλαιότερα, για έναν άλλο συγγραφέα, εδώ είναι the real thing, η λασπουριά των υποχθόνιων δυνάμεων που δρουν και επηρεάζουν αγρίως την επίσημη ιστορία, είναι η ιλύς της ύλης. Οι ήρωες του Ellroy σε όλη την Τριλογία θυμίζουν εντόνως ήρωες του Ντοστογιέφσκι, ιδίως αυτούς στους Δαιμονισμένους ενώ η δομή και η φιλοδοξία του έργου φέρνουν στο νου τον Τολστόι του Πόλεμος και Ειρήνη. Έτσι, για να θυμηθούμε μιαν άλλη παλιοκαραβάνα που το δούλεψε γερά, ως έλεγεν ο Charles Bukowski, ο Ellroy επιτυγχάνει με τις σιδερογροθιές και τον στυλογράφο του (γράφει τα πάντα στο χέρι!) εκεί που ο πολύς Norman Mailer έσπασε τα μούτρα του – παρότι επιστήθιος φίλος του John Fitzerald Kennendy. Στους αντίποδες, οι ήρωες του Carver είναι το αλάτι της ζωής: τσακισμένοι/καθημαγμένοι/ρημαγμένοι, ναι, αλλά βαθιά συγκινητικοί μέσα στην φαινομενική ασημαντότητά τους, θύματα όχι της βουής των ιστορικών γεγονότων αλλά της κλυδωνιζόμενης συντριπτικής καθημερινότητας.
            Ο Χρήστος Χρυσόπουλος, εξελισσόμενος με ολοένα ταχύτερους ρυθμούς, σε εργοτάξιο εξαιρετικών κειμένων, σε μια καλολαδωμένη και φίνα λεκτομηχανή, μας προσφέρει σε εμπλουτισμένη εκδοχή τη νουβέλα Ο βομβιστής του Παρθενώνα (εκδ. Καστανιώτης), κείμενο που φλερτάρει επιτυχώς με τεχνικές κινηματογραφικές και με εναλλαγές ρυθμών αλά William S. Burroughs, ενώ, βεβαίως, θα χαροποιήσει εκείνους τους ωραίους παλαιούς που δεν παύουν να θυμούνται τον βίο και το έργο του αείμνηστου Γιώργου Μακρή. Κι ακόμα: το παράθεμα του Giorgio Agamben «Η βεβήλωση του αβεβήλωτου είναι το πολιτικό καθήκον της γενιάς που έρχεται», συνδυαζόμενο με το «κλασικό» (!!) του Guy Debord «Οι τέχνες του μέλλοντος θα είναι αναστατώσεις καταστάσεων ή τίποτα», είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει συζητήσεις που θα πάνε πέρα από το λογοτεχνικό πεδίο (αυτό άλλωστε είναι και ένα από τα κεντρικά στοιχήματα της λογοτεχνίας).
           
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Μαρούσι, 15 Ιανουαρίου 2011



Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011

Tom Waits for No One

ΤOM WAITS  

ΣΠόΡΟΙ σε ΣΚΛΗΡό ΕΔΑΦΟΣ

(Για τον Γιώργο – Ίκαρο Μπαμπασάκη)
(Μετάφραση: X. Αγγελακόπουλος)






Είμαι ένας σπόρος που έπεσε
Στο σκληρό έδαφος
Το σκληρό έδαφος
Το σκληρό έδαφος
Είμαι ένας σπόρος που έπεσε
Στο έδαφος
Είμαι ένας σπόρος που έπεσε
Στο έδαφος

Είμαι ένα φύλλο που έπεσε
Από μια βελανιδιά
Μια βελανιδιά
Από μια γριά βελανιδι...ά
Είμαι ένα φύλλο που έπεσε
Από μια βελανιδιά
Είμαι ένα φύλλο που έπεσε
Από ένα δέντρο

Είμαι μια πέτρα που κυλάει
Σ’ έναν ανώμαλο δρόμο
Σ’ έναν ανώμαλο δρόμο
Σ΄ έναν ανώμαλο δρόμο
Είμαι μια πέτρα που κυλάει
Σ’ έναν ανώμαλο δρόμο
Είμαι μια πέτρα που κυλάει
Στο δρόμο

Μπορώ να σηκωθώ από το ρινγκ
Σαν ένας παλαιστής που
Ηττήθηκε, ηττήθηκε
Μπορώ να σηκωθώ και να
Επιστρέψω ξεφωνίζοντας;

Μαντεύω πως μερικοί από μας
Έχουμε τραβήξει το λάθος φύλλο στην παρτίδα
Το πήγα όλο ανάποδα
Το πήγα όλο λάθος
Μπορώ να αρπαχτώ από τα ηνία
Αυτού του τραγουδιού μπας και τη γλιτώσω
Ήμουν καταραμένος και
Τελείωσε
Τόσος καιρός από τότε
Τόσος καιρός
Τίποτα δεν είναι δίκαιο σ’ αυτό τον κόσμο
Τίποτα δεν είναι δίκαιο
Όταν γεννήθηκα
Οι συγγενείς έφτυναν μη με ματιάσουν
Ήμουν το σακούλι όπου όλη
Η καλή τους τύχη αποθηκεύτηκε
Ήμουν λαμπερός κι ακτινοβόλος, μαγνητικός
Και φλογερός
Είμαι απλώς κάτι που φαγώθηκε
Από τους θεούς
Είμαι απλά και μόνο η τσάντα
Όπου όλο αυτό αποθηκεύτηκε
Οι γονείς μου ήταν καλοί άνθρωποι
Η Σίρλει κι ο Ρέιμοντ
Προσεύχονταν για ένα παιδί
Σαν και μένα
Σαν και μένα
Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν υπάρχει
Άλλη ζωή μέσα σ’ αυτή
Που θα ‘πρεπε υποτίθεται να ζούσα
Πρέπει να φύγω τώρα
Βλέπω το τρένο να ξεκινάει
Από το σταθμό
Το τρένο τραβάει
Πέρα από το σταθμό
Το είχα πάρει κάποτε και
Το έχασα το έχασα
Ή το είχα σταμπάρει
Και το διάλεξα
Το διάλεξα

Κάτω εδώ ω Κύριε
Κάτω από τις σκάλες
Κάτω εδώ Κύριε
Υπάρχει ένας που προσεύχεται
Κάτω ακριβώς
Απ’ όλες αυτές τις καταβολάδες
Φτου ξελευτερία
Έλα βρες με Κύριε
Έλα βρες με

Παραπατώ
Βρομάω
Αποτυγχάνω
Κάνω βλακώδη λάθη
Απογοητεύω
Το παίρνω στραβά
Κλυδωνίζομαι
Χάνω
Αναστατώνομαι
Συγχύζομαι
Αμαρτία
Γκάφα
Τσαπατσουλιά
Φωνασκία
Λάθη από άγνοια
Νίκη

Κράτησα τα μικρά μάγουλά της
Και μετά τα φίλησα
Τα φίλησα
Τώρα είμαι φοβισμένος και μονάχος
Και μου λείπουν
Μου λείπουν
Ίσως τα πράγματα να ‘ναι
Διαφορετικά στο Σικάγο

Το σπίτι είναι ένα μέρος
Να λάβεις κάποιο γράμμα
Αν μπορέσουν να σε βρουν
Έχω ακούσει
Επειδή δεν μπορείς
Να στείλεις ένα γράμμα
Σ’ ένα πουλί
Δεν μπορείς να στείλεις ένα γράμμα
Σ’ ένα πουλί

Σκεπή
Βεράντα
Τοίχος
Μαρκίζες
Αυλή
Παράθυρο
Πόρτες
Ταβάνι
Πάτωμα
Σκούπα
Καθιστικό
Πάγκος
Παραπέτασμα
Γλυκό
Όνειρο

Προσευχήθηκα όταν διψούσα
Κι ο θεός έστειλε τη βροχή
Βρήκα μούρα στην
Άκρη του δρόμου
Πες μου σε ποιον προσεύχεται
Τέλος πάντων ο Θεός
Πρέπει να ‘ναι πολύ μοναχική δουλειά

Ίσως να ‘μαστε όλοι μέλη
Μιας ορχήστρας που μερικώς
Εναρμονίζεται
Και τα περίεργά μας βήματα
Είναι τυχαίες κλίμακες
Για μια μουσική που
Δεν έχει ακόμα ξεκινήσει

Θεέ, είθε όλοι μας
Εν μέσω μιας καταιγίδας
Να είμαστ’ ασφαλείς κοντά σε μια φωτιά
Φωτεινοί και ζεστοί
Στείλε σ’ εκείνους
Που ξέμειναν εκτεθειμένοι
Καλή θέληση κι ένα
Πλατύγυρο καπέλο
Να συγκρατήσει την ορμητική βροχή
Να μην τους σφυροκοπά

Άστεγος
Ξεδοντιασμένος
Άβουλος
Ανελέητος
Πεσμένος στο ρινγκ κατά το μέτρημα
Και ο διαιτητής να είναι ήδη στο 9
Πότε θα
Κάνω δικά μου αγόρια δυνατά
Πότε θα
Κάνω δικά μου;

Βλέπεις υπενθυμίζω σε όλους
Ότι υπάρχει ένας πάτος
Ένας πάτος
Υπενθυμίζω σε όλους
Ότι υπάρχει ένας πάτος Κύριε
Ω ναι, και όμως υπάρχει ένας πάτος
Και μοιάζει ακριβώς με μένα

Ατμός απ’ τον καφέ
Και το χερούλι του φλιτζανιού
Το κουτάλι ανακατεύει
Λέει «άντε, λοιπόν,
Άντε»

Πού και πού
Ο κόσμος βγάζει νόημα
Πού και πού
Ο κόσμος βγάζει νόημα
Μια μελωδία σχηματίζεται
Από οκτώ τυχαίες νότες
Ένας πίθηκος στη γραφομηχανή
Συνθέτει ένα ποίημα
Και ένας άστεγος
Μπαίνει σ’ ένα προποτζίδικο
Παίζει την ημερομηνία γέννησης της μάνας του
Στη λοταρία και κερδίζει ένα εκατομμύριο
Πού και πού
Ο κόσμος βγάζει κάποιο νόημα
Τα αυτοκίνητα ουρλιάζουν προσπερνώντας με
Καθώς κάνω ωτοστόπ
Απλώς περιμένω
Την καλή μου τύχη να ‘ρθει

Είμαι άστεγος
Μα μετακινούμαι
Είμαι άστεγος
Μα μετακινούμαι
Ίσως πάω πιο κάτω το κοπρόσκυλο
Ίσως πάω το κοπρόσκυλο
Μέχρι εκεί που το γρασίδι είναι πράσινο
Και ο αχυρώνας κόκκινος
Εκεί όπου ο άνεμος κάνει τα
Δέντρα να μοιάζουν σαν κορίτσια που λικνίζονται
Ίσως πάω πιο κάτω το κοπρόσκυλο
Ίσως το πάω πιο κάτω

Ο σκύλος μου έμεινε μαζί μου
Ακόμα και στους δρόμους του Μανχάταν
Βλέπεις Fido σημαίνει πιστός
Στα λατινικά

Είμαι βασιλιάς σε κάτι
Ναι πράγματι
Είμαι ο βασιλιάς του δρόμου
Είμαι ο βασιλιάς των ζιζανίων
Βασιλιάς του δρομίσκου
Βασιλιάς της βρωμιάς
Βασιλιάς της εισόδου
Βασιλιάς του πεζοδρομίου
Βασιλιάς των πληγωμένων
Είμαι η φούσκα που σκάει
Κορώνα μου είναι το καπέλο μου
Όταν το πράγμα περιπλέκεται
Είμαι ο βασιλιάς όλων αυτών

Το κάθε τι είν’ αριθμημένο
Το κάθε τι
Υπάρχει μόνο μια συγκεκριμένη ποσότητα
Από κάθε τι
Γέλια
Ξυράφια
Γδαρμένα γόνατα
Βρέφη
Δάκρυα
Φιλέτα
Καπνοί
Τραγούδια
Τα πάντα
Και ίσως στην
Κορυφή τ’ ουρανού
Θα βρεις τον πυθμένα
Μιας βάρκας
Και μέσα σ’ αυτή να υπάρχει
Ο γενειοφόρος θεός
Βαστώντας ένα κατάρτι
Έναν κάβο
Και μία σημαδούρα
Και να κρέμεται από
Ένα χρυσό γάντζο
Είναι ένα γαλάζιο κόσμημα
Εκείνο που ονειρεύτηκες
Και το γαλάζιο κόσμημα
Είναι το γαλάζιο μάτι σου
Που τρεμοπαίζει κάτω από
Τα νυσταγμένα σου βλέφαρα
Και κατόπιν ευθεία κάτω η κουνελότρυπα
Γλιστράς
Και βουτάς στη θάλασσα
Και ο ήλιος ανεβαίνει
Και είσαι μόνο εφτά
Μετά σε ανασύρει στη βάρκα
Και αυτό είν’ ο παράδεισος

Άφραγκος
Εγκαταλελειμμένος
Από δω κι από κει
Περιφέρεσαι άσκοπα
Αγύρτης
Ανέστιος
Νομάς
Προσκυνητής
Αδέσποτος
Ζητιάνος
Αλήτης
Περιπλανώμενος
Εγώ

Το έντομο ζει
Μόνο μια μέρα
Μόνο μια μέρα
Μόνο μια μέρα
Έχω μόνο μια ζωή
Εδώ εν μέσω όλου αυτού του καιρού
Που ήταν εδώ πριν από μένα
Και όλον τον καιρό που
Θ’ ακολουθήσει
Αφότου θα ‘χω φύγει
Όταν αναλογίζομαι το έντομο
Και πόσον καιρό θα μείνω
Δε ζούμε στ’ αλήθεια όλοι μας
Για μία μέρα
Δε ζούμε στ’ αλήθεια όλοι μας
Για μία μέρα;

Μπαμπά γιατί όλοι εκείνοι οι άνθρωποι
Κοιμούνται έξω στη βροχή;
Γιατί δεν πάνε σπίτι τους
Που είναι ζεστά και στεγνά;
Γιατί δεν πάνε όλοι σπίτι τους
Που είναι στεγνά;


[Η μετάφραση οφείλει πολλά στη ΧΡΥΣΑ ΑΝΔΡΕΑΔΟΥ, που, ακάματη και με απεριόριστο ενδιαφέρον, με βοήθησε ώστε να τη φέρουμε εις πέρας]

 

Love is a Dog from Hell




Love is a Dog from Hell

[στην Ελεάννα] 




Ναι, έτσι το έλεγε ο μεγάλος ποιητής Τσαρλς Μπουκόφσκι: Η Αγάπη Είναι Ένας Σκύλος Απ’ Την Κόλαση. Δεν έχει να κάνει με ζαχαρένιες γλυκερότητες και γλυκερές ζαχαρότητες, η Αγάπη. Ο Έρως είναι το τραγούδι που ξεγελάει το Χρόνο, και είναι ενίοτε σκληρός και άγριος και αδυσώπητος και τραχύς και βραχνός. Είναι ακαριαίος και αιώνιος ο Έρως. Είναι ο ανθός της ζωής, αλλά και η ωστική δύναμη που μας διώχνει μακριά από το βόλεμα, το χουχούλιασμα, τη ρουτίνα, τη σήψη της καθημερινότητας (μια σήψη που γίνεται αισθητή, και λίαν οδυνηρή, όταν είναι πια πολύ αργά). Ο Έρως είναι το ευωδιαστό ρόδο, το μεγάλο δώρο της ζωής, αλλά πόσο είμαστε σήμερα ικανοί ένα τέτοιο ρόδο να μυρίσουμε, ένα τέτοιο δώρο να δεξιωθούμε; Οι συγγραφείς και οι ποιητές, αν μιλάνε με όλο τους το είναι για κάτι είναι για τον Έρωτα και το Θάνατο, τις δύο αυτές μεγάλες αντίπαλες στρατιές. Ας τους ακούσουμε. Ποτέ δεν χάσαμε ακούγοντας τους συγγραφείς και τους ποιητές. Ποτέ!

Στη γένεση του έρωτα, το σήμερα γίνεται αιώνιο. Όταν χάσουμε την αγάπη μας, η προσμονή μιας ώρας γίνεται προσμονή χρόνων ολόκληρων ή και αιώνων, και η νοσταλγία της στιγμής αυτής της αιωνιότητας ποτέ δεν μας εγκαταλείπει.
Φραντσέσκο Αλμπερόνι, Το Ξύπνημα του Έρωτα (εκδ. Χατζηνικολή)

Οι ερωτευμένοι κατοικούν και διαβαίνουν τους τόπους με την αίσθηση ότι αναζητούν κάτι άλλο, ενώ στο τέλος οι ίδιοι αυτοί τόποι, η αδιάφορη εξωτερικότητα, αποτελούν το εσωτερικό του έρωτά τους.
Κωστής Παπαγιώργης, Ίμερος και Κλινοπάλη (εκδ. Καστανιώτης)

Η ηδονή του έρωτα, αν και δεν το λέμε, έχει και τ’ αγκάθια της. Έχει όμως και τις χαρές της. Μέσα σε τι παραφορά ολοκληρώνουμε τις πράξεις της, για να ευχαριστήσουμε το πρόσωπο που εκτιμάμε απεριόριστα!
Βλάσιος Πασκάλ, Λόγος για τα πάθη του Έρωτα (εκδ. Ευθύνη)

Ο έρωτας επιτρέπει να ζούμε στο πρόσωπο του άλλου τον δικό μας εσωτερικό κόσμο.
Άλντο Καροτενούτο, Έρως και Πάθος (εκδ. Ίταμος)

Να κερδίζεις πάλι τη μέρα
Να της χαρίζεις την εικόνα και το ξαφνιασμένο όνειρο
Η αγάπη ξεδιπλώνεται
Ας επιστρέψουμε στο μέλλον προς τη λάμψη νέων προσώπων
Και τα λόγια που φέρνουν τις αποτελεσματικές χειρονομίες πέρα από κάθε εντολή.
Νικόλαος Κάλας, Δεκαέξι Γαλλικά Ποιήματα (εκδ. Ύψιλον)

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα// Επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω/ Να μπαίνω σαν Πανσέληνος/ Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ’ αχανή σεντόνια/ Να μαδάω γιασεμιά – κι έχω τη δύναμη/ Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω/ Μέσ’ από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές.
Οδυσσέας Ελύτης, Το Μονόγραμμα (εκδ. Ίκαρος)

Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κι αν κάποτε μιλάμε αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.

Κοντά σου η θλίψη ανοίγει σα λουλούδι
Κι ανύποπτα περνά μες στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι όλα σα χνούδι
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.
Μαρία Πολυδούρη , Μόνο γιατί μ’ αγάπησες (εκδ. Μεταίχμιο)

Επιθυμώ αυτό που έχω, τίποτ’ άλλο.
Η αφθονία μου σαν θάλασσα πληθαίνει,
Κι είναι η αγάπη μου σαν θάλασσα βαθιά.
Όση σου δίνω, τόση έχω πιο πολύ,
Είναι απέραντες κι οι δυο. Καληνύχτα.
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Ρωμαίος και Ιουλιέττα  (εκδ. Πατάκης)









Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2011

Λεπταισθησία


Λεπταίσθητα Λεπτουργήματα Λάμπουν [Ι][1]




Ο άγνωστος που έφτασε το απόγευμα με τη βροχή/ έβγαλε αμέσως τη μουσκεμένη καμπαρντίνα/ και φόρεσε απ’ το λαιμό έως τα γόνατα/ υγρός ακόμη/ την ποδιά του ξυλουργού/ και βέβαια δεν ήταν γιατρός
Κώστας Μαυρουδής

«Ο δολοφόνος είδε τον εαυτό του στον καθρέφτη, θέλετε να πείτε», έκανε εκείνος, σαν να ’χε αποκτήσει ξαφνικά ενδιαφέρον για το θέμα.
Γιάννης Ευσταθιάδης

Ανέκαθεν αναρωτιόταν ο Δ.Χ. γιατί Τον τιμούν νεκρό και όχι αναστημένο. Ίσως γιατί, σκέφτηκε στο πιο ακατάλληλο μέρος και την πιο ακατάλληλη στιγμή, ίσως γιατί Ιστορία είναι το πλήγμα, κι ο μύθος έρχεται μετά, με το αίμα
Αχιλλέας Κυριακίδης

[Καθώς έληγε το σκοτεινό 2010, σε μια βαλτώδη ανοησία – και μιαν επικίνδυνη ανοσία στην ανοησία – εκείνοι έλαμψαν. Οι τρεις leader της λεπτότητας: Μαυρουδής, Ευσταθιάδης, Κυριακίδης: δωρίζουν δεκαετίες τώρα ό,τι έχουν και (πολλά από όσα) δεν έχουν. Η μουσική τους είναι πολύτιμη. Η ματιά τους είναι πολύτιμη. Η πολυτιμότητά τους είναι πολύτιμη. Τέσσερις Εποχές/ Καθρέφτης/ Κωμωδία – ένα τρίπτυχο πολύτιμο. Ο θησαυρός είναι εδώ. Το σεντούκι με τα τιμαλφή είναι εδώ. Πάντα ήταν. Μας το είπε κι ο Πεντζίκης. Ένα ευχαριστώ, μεγάλο κι όσο γίνεται πιο τρυφερό και έμπλεο ευγνωμοσύνης ευχαριστώ, στον Κώστα Μαυρουδή, στον Αχιλλέα Κυριακίδη, στον Γιάννη Ευσταθιάδη].

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Μαρούσι, 1η Φεβρουαρίου 2011-02-01

ΥΓ. Τέσσερις Εποχές [Κέδρος], Καθρέφτης [ύψιλον/βιβλία], Κωμωδία [Πόλις].


[1] [Ι] διότι θα επανέλθω.