Τζαζ: Η Υπέροχη Υποτροπή
[στον Κυριάκο Αγγελάκο]
[στον Κυριάκο Αγγελάκο]
Έγραφε ο Κάρολος Μπωντλαίρ πόσο είναι γοητευτικό να μεθάμε από κρασί, από έρωτα, από ποίηση. Έγραφε ο Όσκαρ Ουάιλντ ότι αντιμετωπίζουμε άριστα έναν πειρασμό με το να ενδίδουμε σ’ αυτόν με όλη μας την καρδιά και την ηδύτητά μας όλη. Και ο Μικ Τζάγκερ τραγουδούσε, «Με τη μεριά μου είναι ο χρόνος». Ο Γιάννης Τζώρτζης δεν έπαυε να διατείνεται: «Εκεί που σταματάς μια νύχτα, εκεί περνάς ολόκληρη ζωή», ενώ η Αλίς Ζορζ δίδασκε στο «πολύβουο Παρίσι» του Κώστα Ουράνη ότι η υπέροχη υπεροχή του έρωτος είναι η υπέρτατη υποτροπή. Ένα μυθιστόρημα, σχεδόν νουβέλα, εκατόν τριάντα σελίδες όλο κι όλο, έρχεται να μας θυμίσει τη ρήση: «Η τζαζ είναι η κλασική μουσική του εικοστού αιώνα». Έρχεται να μας πει ξανά ότι δίχως την Ποίηση της Μελωδίας και δίχως τη Μελωδία της Ποίησης είναι ανώφελα τα εικοσιτετράωρα. Έρχεται και πάλι να μας δείξει ότι είναι όμαιμες αδελφές η Λογοτεχνία και η Μουσική.
Ο Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ ποτίζει τις σελίδες των νουάρ μυθιστορημάτων του με πολλή τζαζ, ιδίως της λεγόμενης Δυτικής Ακτής. Ο Αλεξάντερ Τρόκκι έγραφε στο κορυφαίο μυθιστόρημά του, το «Βιβλίο του Κάιν», ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αν μη τι άλλο μας πρόσφεραν κολοσσούς όπως ο Χένρυ Μίλλερ και δώρισαν στην ανθρωπότητα το φλίπερ και την τζαζ. Ο Γκυ Ντεμπόρ, αυστηρός πάντα στα μουσικά του γούστα, άκουγε μανιωδώς Βιβάλντι, Φρανσουά Κουπρέν, και τζαζ. Ο Έρικ Χόμπσμπαουμ έγραψε ένα έξοχο βιβλίο για την τζαζ. Ο Τζορτζ Στάινερ αγάπησε και αγαπάει τη μεγάλη κλασική μουσική και την τζαζ. Και είναι πια κοινός τόπος ότι το χειρότερο κείμενο του Τέοντορ Αντόρνο δεν είναι παρά ο λίβελος που θέλησε να εκτοξεύσει κατά της τζαζ. Καίτοι θρεμμένοι με τη φιλοσοφία του «Τέντυ», οι Γάλλοι auteurs, οι σκηνοθέτες που μας τράταραν έργα όπως τα «Ζιλ και Τζιμ», «Με κομμένη την ανάσα», «Η γυναίκα της διπλανής πόρτας», και «Η περιφρόνηση», άλλο δεν έκαναν από το να παίζουν σκάκι σαν τρελοί και να ξετρελαίνονται με τους ρυθμούς και τους αυτοσχεδιασμούς της τζαζ, του Μάιλς Ντέβις, του Τσάρλι Πάρκερ, του Τζον Κολτρέιν. Οφείλουμε ανυπολόγιστη ευγνωμοσύνη σε ανθρώπους όπως ο μακαρίτης Κώστας Γιαννουλόπουλος που, πλάι στον Σάκη Παπαδημητρίου και τον Γιώργο Χαρωνίτη, λάτρεψε την τζαζ και μας έκανε να τη λατρέψουμε από την τόσο πρώιμη και ώριμη συνάμα εφηβεία μας.
Σε τούτη την μεγάλη παρέα, την εκκλησία αυτών που ζουν για την τζαζ, ανήκει και ο Κριστιάν Γκαγί. Γεννημένος στο Παρίσι το 1943, ο Γκαγί καταπιάστηκε από πολύ νέος με την τζαζ, την οποία όμως εγκατέλειψε στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Μετά ασχολήθηκε με την ψυχανάλυση, αλλά εντέλει τον κέρδισε η συγγραφή. Το δέκατο βιβλίο του φέρει τον ωραίο λιτό τίτλο «Μια βραδιά στο κλαμπ» (μτφρ. Γεωργία Ζακοπούλου, εκδ. Μεταίχμιο) και είναι η ιστορία μιας υποτροπής. Ωστόσο, τούτη τη φορά η υποτροπή είναι λυτρωτική. Παρότι, όπως πάντα, υπάρχει ένα σκληρό τίμημα, ένα είδος θυσίας, το ξανακύλισμα στο πάθος, η επιστροφή στη λατρεία, και η λιτανεία γι’ αυτήν την επιστροφή, οδηγούν στη σωτηρία, σε μιαν ευκταία ωριμότητα, στην οδυνηρή, αλλά αναπόδραστη και γόνιμη, ύστατη αυτογνωσία.
Ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, ο Σιμόν Ναρντί, έχει εγκαταλείψει την τζαζ όπου διέπρεπε ως δεξιοτέχνης και ρηξικέλευθος πιανίστας. Και την έχει εγκαταλείψει θεωρώντας, ότι η μουσική αυτή είναι «ένα θανάσιμο μείγμα, θανάσιμο για τον Σιμόν και κάποιους άλλους σαν αυτόν: νύχτα, τζαζ, αλκοόλ, ναρκωτικά, γυναίκες, τζαζ, νύχτα». Ζει «αποτοξινωμένος», «αποτζαζοποιημένος», «απομουσικοποιημένος», με την περιθαλπτική σύζυγό του, με τον γιο του, με τη γάτα του. Αλλά πόσο μπορεί ένας άντρας να αντέξει μακριά απ’ ό,τι λατρεύει, μακριά από ό,τι τον θέλγει, μακριά από ό,τι αποτελεί την απόλυτη τελείωσή του, το απόλυτο πάθος του, την απόλυτη ουσία του; Ο Σιμόν, φυσικά, υποτροπιάζει. Ένα τυχαίο περιστατικό τον οδηγεί σε ένα τζαζ κλαμπ. Και ο Σιμόν ακούει πάλι Θελόνιους Μονκ, Σόνυ Ρόλλινς, Τσετ Μπέικερ, Ορνέτ Κόλμαν, Τζόνι Γκρίφιν, Τσάρλι Πάρκερ, Τζέρι Μάλιγκαν. Όσο κι αν αποπειράται να αντισταθεί, όσο κι αν πασχίζει να πείσει τον εαυτό του να μην ενδώσει, όσο κι αν λέει και ξαναλέει μέσα του ότι η τζαζ είναι ολέθρια, ο Σιμόν, ακούγοντας θαρρείς τον Μπαγιαντέρα να ψάλλει «σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει», οδεύει προς το πιάνο του κλαμπ, κάθεται και αρχίζει να γεμίζει τον αέρα με τις «θαυμασιότητες» που λέγονται «My Funny Valentine», «What Are You Doing the Rest of Your Life», και, βεβαίως-βεβαίως, απαρεγκλίτως και ανυπερθέτως, «Autumn Leaves». Και τα νεκρά φύλλα δεν είναι πια μαραμένα, και η ζωή είναι ξανά κήπος και άνθη και ευωδιές και γεύσεις και ηδύτητες. «No se puede vivir sin amar», έλεγε ο Πρόξενος, με το μυαλό του προσηλωμένο πάντα στην Υβόν. Και μαζί με την αναβάπτιση στην τζαζ έρχεται και η αναβάπτιση στον όντως έρωτα και στην όντως αγάπη. Ο Σιμόν θα χωθεί στην αγκαλιά του έρωτα, θα χαθεί από όλα όσα τον απομάκρυναν από την αληθινή ζωή του, θα βρει όλα όσα είχε χάσει, όλα όσα ήσαν η ψυχή του.
Υπάρχει το τίμημα, το σκληρό αντίτιμο. Πάντα υπάρχει. Αλλά το άνοιγμα στο αίνιγμα της ζωής είναι πάντα το άγγιγμα της χάριτος. Ζεις ματώνοντας και ματώνεις ζώντας, σύμφωνοι. Αλλά ζεις. Ζεις. Ζεις. Ζεις. Και μαζί σου, πλάι σου ή μακριά σου, εδώ ή σε μιαν άλλη χώρα, κάτω από έναν άλλο ουρανό, ζει και ό,τι στ’ αλήθεια αγαπάς.
ΕΠΙγραφές
«Να μας, λοιπόν, καθισμένοι εκεί από τα μεσάνυχτα μέχρι το πρωί, πίνοντας γουλιά-γουλιά το ποτήρι μπίρας, το μόνο που άντεχε η τσέπη μας, καθώς η εικόνα της ορχήστρας χαρασσόταν διάπυρη στο μυαλό μας για πάντα. Ύστερα από εξήντα σχεδόν χρόνια ίσως να μην μπορώ ν’ αραδιάσω τα ονόματα όλων των μουσικών του Έλινγκτον του 1933, συμπεριλαμβανομένης και της Άιβι Άντερσον της οποίας το ‘Stormy Weather’ ήταν η επιτυχία της χρονιάς, αλλά μέχρι σήμερα έχω μπροστά μου τον Χότζερς, ανέκφραστο, σαν ερυθρόδερμο καθώς λέγαμε εκείνες τις πολιτικά απληροφόρητες ημέρες, να βγαίνει μπροστά και να τυλίγει την καρδιά μας με τους ήχους του. Κάναμε τέσσερα μίλια ποδαρόδρομο την αυγή επιστρέφοντας στο σπίτι – είχαμε μείνει από λεφτά. Είχα μπλέξει για τα καλά» (Έρικ Χόμπσμπαουμ, «Η Σκηνή της Τζαζ», μτφρ. Τάκης Τσήρος, εκδ. Εξάντας).
«Μια ηχογραφημένη φράση κάποιου μεγάλου αυτοσχεδιαστή μπορεί την ίδια στιγμή να συγκινήσει ακροατές σε πολλά μέρη του κόσμου. Η τζαζ έγινε σιγά-σιγά μια διεθνής μουσική, και οι ήχοι της μπορούν να γεφυρώσουν ακόμα και τις διαφορές των τάξεων, της θρησκείας, ή της γλώσσας. Το απρόοπτο του χαρακτήρα της θα την αποκλείει κατά πάσα πιθανότητα πάντοτε από τη μεγάλη δημοτικότητα αλλά, όσο οι ακροατές θα ανταποκρίνονται στους ήχους της, οποιασδήποτε εποχής, η μουσική αυτή θα επιζεί» (Τζον Τσίλτον, «Ιστορία της Τζαζ», μτφρ. Άρις Γεωργίου, επιμέλεια Σάκης Παπαδημητρίου, εκδ. Υποδομή).
«Πραγματικά, η τζαζ έφτασε να αντιπροσωπεύει ένα είδος διεθνούς συναδέλφωσης. Ο συγγραφέας και κριτικός του Μπουένος Άιρες Νέστωρ Ρ. Ορτίζ Οδεγίρο γράφει: ‘Γνωρίζω εδώ πολλούς οι οποίοι μελέτησαν την αγγλική γλώσσα και την αμερικανική ιστορία εξαιτίας του ενδιαφέροντός τους για την τζαζ. Γιατί η τζαζ είναι μια υπέροχη μουσική και μια μεγάλη δύναμη που φέρνει τους ανθρώπους κοντά τον έναν στον άλλο’. Ο πρόεδρος του Χοτ Κλαμπ της Φρανκφούρτης Όλαφ Χουντβάλκερ παρατηρεί: ‘Ένα τζαμ σέσιον είναι και μία δημοκρατία σε μικρογραφία. Το κάθε όργανο υπάρχει για το ίδιο αλλά και για τα άλλα. Το στοιχείο που τα συνδέει είναι ότι σέβεται και υπολογίζει τους άλλους μουσικούς» (Μάρσαλ Στερνς, «Τζαζ», μτφρ. Κυρ. Ντελόπουλος, Πρόλογος/ Δισκογραφία/ Βιβλιογραφία Κώστας Γιαννουλόπουλος).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου