Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

Η Σχεδία του Μιχάλη Μοδινού


[Με χαρά δημοσιεύουμε, εδώ στο Bookspotting
μια παρουσίαση από την Γεωργία Γαλανοπούλου 
του σημαντικού μυθιστορήματος Η Σχεδία του Μιχάλη Μοδινού, 
και το Ένατο Κεφάλαιο του εν λόγω μυθιστορήματος. 
Ευχαριστούμε τον Μιχάλη Μοδινό που μας το παραχώρησε.
Θυμίζουμε ότι κάθε Παρασκευή, 5 με 7 το απόγευμα, 
μεταδίδεται ζωντανά το Bookspotting
Η Απόλυτη Εκπομπή για το Βιβλίο, 
από τον www.beton7artradio.gr ]


Όταν η καταστροφή γίνεται τέχνη

Μιχάλης Μοδινός
Η Σχεδία
Εκδ. Καστανιώτης 2011



Μηχανικός, γεωγράφος, συγγραφέας και πρωτίστως περιβαλλοντολόγος, ο Μιχάλης Μοδινός, εκτός από μυθιστορήματα, μας έχει δώσει αξιοσημείωτα βιβλία οικο-γεωγραφικού περιεχομένου με επίκεντρο τον προβληματισμό του για τη διαδικασία της ανάπτυξης, τις επιπτώσεις της στο περιβάλλον και τις τοπικές κοινωνίες.   Αυτός ο ίδιος  προβληματισμός διαχέεται και στο λογοτεχνικό του έργο μέσα από ένα μωσαϊκό μοτίβων όπως η  απόδραση από το αστικό τοπίο,  η αποσάθρωση των ανθρώπινων σχέσεων στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, η σύγκρουση του ευρωπαϊκού ορθολογισμού με την “υπανάπτυξη”, η ιδιαιτερότητα των τόπων, η σχέση του ανθρώπου με τη φύση, η επιστροφή στα πατρογονικά εδάφη του παρελθόντος, ο συνεχής διάλογος των ιδεολογιών και των πολιτισμών.    Ως κοινό σημείο καθενός από τα τέσσερα μυθιστορήματά του  (Χρυσή Ακτή, Ο Μεγάλος Αμπάι, Επιστροφή, Σχεδία), η ίδια πάντα αναζήτηση προβάλλει αρχετυπική:    η εξερεύνηση του νοήματος και της ουσίας της ανθρώπινης περιπέτειας. 
Στο τελευταίο μυθιστόρημά του H Σχεδία ο Μοδινός τοποθετεί την ανθρώπινη περιπέτεια στη σχεδία ενός ιστορικού ναυαγίου, που συγκλόνισε την μεταναπολεόντεια Γαλλία και ενέπνευσε το κίνημα του Ρομαντισμού στην τέχνη.  Δεν είναι άλλο από το ναυάγιο της γαλλικής φρεγάτας Μέδουσας που το 1816 εξόκειλε σε αμμόλοφο ανοιχτά της Μαυριτανίας ενώ μετέφερε στην Αφρική –με εντολή του Λουδοβίκου ΙΗ– τον κυβερνήτη, τους αξιωματούχους και τους αποίκους που θα εγκαθίδρυαν την αποικία της Σενεγάλης.   Στη Μέδουσα επέβαιναν τετρακόσιοι συνολικά επιβάτες αν και  το πλοίο διέθετε λέμβους μόνο για διακόσιους πενήντα.  Οι ξυλουργοί και το πλήρωμα κατασκεύασαν μια τεράστια ξύλινη σχεδία, η οποία από την πρώτη κιόλας στιγμή αποδείχτηκε ακατάλληλη να μεταφέρει τους εναπομείναντες εκατόν πενήντα περίπου μη προνομιούχους.  Χωρίς όργανα πλοήγησης, χάρτες και τρόφιμα, οι άνθρωποι αυτοί εγκαταλείφθηκαν στον καυτό ήλιο, τους κινδύνους της θάλασσας, τη δίψα, την ασιτία.  Όσοι δεν έγιναν βορά των καρχαριών αλληλοεξοντώθηκαν, αλληλοσπαράχτηκαν ή πέθαναν από τη δίψα.  Μόνο δεκαπέντε περισώθηκαν δύο εβδομάδες αργότερα και από τους δεκαπέντε δέκα μόνο επέζησαν.  Ανάμεσά τους οι  Corréard και Savigny. γεωγράφος και γιατρός της αποστολής αντίστοιχα, συγγραφείς ενός  εμπεριστατωμένου χρονικού του ναυαγίου, το οποίο προκάλεσε πολιτικό σκάνδαλο επιρρίπτοντας ευθύνες στον ίδιο το Λουδοβίκο για την επιλογή ενός ακατάλληλου πλοίαρχου με μοναδικό κριτήριο την πολιτική του τοποθέτηση.  Σήμερα, το ναυάγιο της Μέδουσας έχει ξεχωριστή θέση στην ιστορία όχι τόσο ως μέγα ιστορικό γεγονός όσο γιατί ενέπνευσε το Γάλλο ζωγράφο Τεοντόρ Ζερικώ να φιλοτεχνήσει τη Σκηνή Ναυαγίου, ένα έργο-σύμβολο της αδιαφορίας της εξουσίας απέναντι στο λαό και το οποίο σηματοδότησε την έναρξη του  Ρομαντισμού στη Γαλλία.      
Στη Γαλλία, λοιπόν, σε ένα προάστιο στους πρόποδες της Μονμάρτης, στήνεται το μυθιστορηματικό σκηνικό της Σχεδίας, όπου ο Ζερικώ,  πυρετωδώς, συλλέγει το υλικό του και κατασκευάζει τα προκαταρτικά του σχέδια για το έργο με το οποίο θα  εκπροσωπηθεί στο Σαλόν 1819 του Παρισιού για θα ταράξει τα νερά του γαλλικού καλλιτεχνικού γίγνεσθαι.  Η Σχεδία του Μοδινού δεν είναι ωστόσο ένα ιστορικό βιβλίο, βασισμένο αποκλειστικά και μόνο στα ιστορικά γεγονότα της εποχής.  Είναι ένα μυθιστόρημα που αναζητά την ανθρώπινη περιπέτεια στις λεπτομέρειες που έμειναν εκτός πλαισίου του ιστορικού πίνακα, στα στοιχεία εκείνα που παραπέμπει η λεζάντα του έργου στο Λούβρο και μέσα από την οποία ο θεατής καλείται να δει ότι ο μόνος ήρωας σ' αυτήν την επική αναπαράσταση είναι η ίδια η ανθρωπότητα.  Το ζητούμενο επιτυγχάνεται με την επινόηση μιας θαυμάσιας μυθιστορηματικής ηρωίδας, μιας γυναίκας επιβάτιδας της Μέδουσας,  που αν και δεν επέβαινε στη σχεδία γνωρίζει λεπτομερώς τις φρικιαστικές σκηνές που διαδραματίστηκαν μέσα από τις διηγήσεις του Αφρικανού υπηρέτη της.   Η κεντρική αυτή ηρωίδα, η κυρία Ζεπαρντιέ,  μια περιπετειώδης και μορφωμένη γυναίκα η οποία έχει ζήσει αρκετά χρόνια στις Γαλλικές αποικίες και έχει ναυαγήσει ξανά σε παλαιότερο ναυάγιο, επισκέπτεται τον ζωγράφο Ζερικώ στο εργαστήριό του και τον τροφοδοτεί, μέσα από ουσιαστικές συζητήσεις, με λεπτομερές υλικό για τα όρια της ανθρώπινης αντοχής κάτω από ακραίες συνθήκες αλλά και με πολύτιμες πληροφορίες για τη ζωή της στις αποικίες.  Σε μια παλαιότερη ιστορική εποχή, οι αφηγήσεις της κυρίας Ζεπαρντιέ για ένα συγγραφέα σαν τον Ντανιέλ Ντεφό ίσως κατασκεύαζαν έναν υπέρτερο Ροβινσώνα, απαλλαγμένο από την ιμπεριαλιστική προπαγάνδα του Αγγλικού θρόνου.  Όμως ο Ζερικώ είναι ζωγράφος και δεν μπορεί παρά να επιλέξει τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία και αφού απορρίψει επεισόδια και μορφές να φτάσει σε κάτι που να ενσωματώνει την πεμπτουσία των διηγήσεων απεικονίζοντας μέσα από μία και μοναδική σκηνή του ναυαγίου της Μέδουσας τη διαχρονικότητα της ανθρώπινης περιπέτειας. 
Η Σχεδία απομυθοποιεί το έργο του Ζερικώ και βλέποντας πέρα από το πλαίσιό του αναδύεται ως υπερβατική αλληγορία.  Το μυστικό του έργου που καθιέρωσε το ρομαντισμό στην ιστορία της τέχνης βρίσκεται στις λεπτομέρειες που εγκιβωτίζονται στα εκτός έργου στοιχεία, εκείνα δηλαδή που προκύπτουν από τις διηγήσεις και τις ημερολογιακές σημειώσεις της κεντρικής ηρωίδας.  Έτσι μόνον ο αναγνώστης καθίσταται ερμηνευτής του βαθύτερου μηνύματος του έργου, της αλληγορίας της ελπίδας, που γίνεται ορατή μέσα από τη θέαση των ταλαιπωρημένων σωμάτων των ναυαγών την ώρα που εκτείνονται "τανυσμένα" στη θέα της κουκίδας, του σωστικού πλοίου που αν και δύσκολα διακρίνεται στον ταραγμένο ορίζοντα είναι ικανή να ζωντανέψει τους απελπισμένους, να δείξει με άλλα λόγια ότι ακόμη και στην έσχατη στιγμή όλα μοιάζουν εφικτά. 
Η ιστορία κινείται με ταχείς ρυθμούς ανάμεσα στη Μονμάρτη, την Αμπουάζ και το Παρίσι μεταξύ 1818 και 1819 με αλλεπάλληλους μικρούς σταθμούς-αναδρομές στον τόπο και χρόνο του ναυαγίου αλλά και τις αποικίες της Νότιας Αμερικής στην αρχή του δέκατου ένατου αιώνα.  Οι αναδρομές, σύντομες αλλά γεμάτες σημασία, φέρουν στο προσκήνιο σημαντικές λεπτομέρειες του παρελθόντος ενώ ανασύρουν με κινηματογραφική ταχύτητα εικόνες από το πελώριο έπος της φύσης και της αμείωτης ισχύος της.
Γραφή ρέουσα και διαυγής, χαρακτήρες άρτιοι και ολοκληρωμένοι, εξαίσιες περιγραφές τόπων και τοπίων, διαλογισμοί  γύρω από το ναυάγιο και την πολιτική κατάσταση που το πλαισιώνει και μια κλεφτή αλλά ουσιαστική ματιά στα ιδεώδη του ευρωπαϊκού διαφωτισμού που κατακερματίζονται μέσα από τις πολιτικές της αποικιοκρατίας, συνθέτουν –αριστοτεχνικά και απέριττα– ένα βαθειά στοχαστικό και συναρπαστικό μυθιστόρημα που διαβάζεται απνευστί.  Ο Μοδινός πήρε τη Σκηνή Ναυαγίου της Μέδουσας, την αποδόμησε και τοποθετώντας την σ' ένα ευρύτερο ιστορικοπολιτικό, φιλοσοφικό και καλλιτεχνικό πλαίσιο πήγε την τέχνη ένα βήμα παραπέρα μετουσιώνοντάς την σε λογοτεχνική δημιουργία. 

Γεωργία Γαλανοπούλου

[Γεννημένη στην Αθήνα η Γεωργία Γαλανοπούλου είναι φιλόλογος και συγγραφέα . έχει εργασθεί στον τομέα της πολιτιστικής πολιτικής. Κριτικές της έχουν δημοσιευθεί στην εφημερίδα Βήμα]
*   *   *



Κεφάλαιο 9

Τι δεν ζωγράφισε ο Ζερικώ (5)

Ο Ζαν Αριστίντ δεν θέλει να σας τα πει ο ίδιος. Μην τον πιέζετε άλλο. Δεν αντέχει, λέει. Ήδη το να ποζάρει για μοντέλο σας τον έχει καταβάλει. Επιπλέον ντρέπεται για όσα συνέβησαν στην σχεδία σαν να ήταν αυτός ο υπεύθυνος. Αφήστε λοιπόν να σας τα αφηγηθώ εγώ, όπως μου τα είπε τμηματικά όλο αυτό τον καιρό, όποτε ήταν σε θέση να ξεπεράσει την φρίκη. Πιστέψτε με, η περιγραφή μου θα είναι απολύτως πιστή προς τα λεγόμενά του − δεν θα διαστρέβλωνα ποτέ το παραμικρό. Και άλλωστε οι  Σαβινύ και Κορρεάρ τα περιέγραψαν λίγο πολύ όλα αντικειμενικά, άρα είναι μια προσωπική πινελιά που θα προσθέσω και τίποτ’ άλλο. Μεταξύ μας −αν και αυτό είναι εκτός θέματος− χαίρομαι που ο κύριος Σαβινύ εκπονεί την διδακτορική του διατριβή με βάση τις εμπειρίες του στην σχεδία. Αν έχω καταλάβει καλά, το θέμα του είναι η «Επίδραση της πείνας και της δίψας στην ανθρώπινη συμπεριφορά», με ειδική έμφαση σε ναυαγούς ή κάτι τέτοιο. Να που βγαίνει και κάτι απ’ όλη αυτή την ιστορία. Από την άλλη ο Κορρεάρ βγάζει το ψωμί του ως εκδότης και ως εστιάτορας. Εκπληκτική εξέλιξη, πλην όμως φυσιολογική, αν σκεφτεί κανείς την εκδίωξη και των δυο τους από τις αγκάλες του κράτους και τα όσα τράβηξαν έκτοτε χωρίς να καταφέρουν να αποσπάσουν για αποζημίωση ούτε ένα λουδοβίκειο από τα δημόσια ταμεία. Τέλος πάντων, όλα έχουν το τίμημά τους και στο κάτω κάτω όλοι εμείς ανήκουμε στους ζωντανούς και άρα στους τυχερούς, έτσι δεν είναι; Φλυαρώ όμως, συγχωρήστε με. Περνάω αμέσως στην αφήγηση του υπηρέτη μου.
            Ο Ζαν Αριστίντ ισχυρίζεται πως ήταν τόσο κουρασμένος από την ολονύκτια μεταφορά φορτίων στις λέμβους και ότι υπέφερε τόσο από την μέση του −είχε πάθει ένα ατύχημα στο νησί, γλιστρώντας από μια πεζούλα−, που όταν του επέτρεψαν να ανέβει στην σχεδία, κατέρρευσε μες στα νερά και παραλίγο να πνιγεί, αλλά τον έσυρε απ’ τα μαλλιά ο σημαιοφόρος. Είχε κοιμηθεί μόνο καμιά ώρα στο πάτωμα της καμπίνας, λίγο πριν από το χάραμα. Του είχαν φερθεί άσχημα τις δύσκολες εκείνες ώρες και μάλιστα ένας βαθμοφόρος τού έδωσε δυο καμτσικιές στην πονεμένη του ράχη όταν πήγε να διαμαρτυρηθεί για τα βαρέλια που τον φόρτωναν συνέχεια. Ήταν φρικτά στο αμπάρι του πλοίου, λέει. Γλιτσεροί αρουραίοι πλατσούριζαν πανικόβλητοι μες στα νερά, καθώς η στάθμη του νερού ανέβαινε, τερατώδεις σκιές γλιστρούσαν στα κακοφωτισμένα τοιχώματα, η ζέστη ήταν φρικτή. Κάποια στιγμή οι αντλίες έσπασαν. Ξέφυγε και ήρθε στην καμπίνα −μάλιστα μου έφερε και τροφή, θα το θυμάστε−, αλλά όταν ανεβήκαμε μαζί στο κατάστρωμα, τον αγκαζάρισαν και πάλι, όπως ήταν φυσικό. Τέλος πάντων, ήταν τόσο μωλωπισμένος και κουρασμένος, που προς στιγμήν πίστεψε ότι με διέκρινε στην λέμβο του κυβερνήτη –έτσι τουλάχιστον ισχυρίζεται−, μιας και δεν το είχε πολυπιστέψει πως θα παρέμενα στο πλοίο. Ω, όχι, δεν με εγκατέλειψε, κύριε Ζερικώ, ήταν δική μου επιθυμία να μην μείνει μαζί μου και αποδείχθηκε πως είχα δίκιο. Είμαι σίγουρη ότι μέχρι την τελευταία στιγμή ήλπιζε ότι είχα κι εγώ επιβιβασθεί, αν όχι στην σχεδία τότε σε κάποια λέμβο. Βέβαια δεν αποκλείεται την κρίσιμη ώρα να με λησμόνησε μέσα στον τρόμο και στην σύγχυση που επικρατούσε, αλλά μόνο για λίγο. Με τον απόπλου ύψωσε τα δυο του χέρια πάνω από την πλημμυρισμένη σχεδία, κι αυτό μόνο απελπισία μπορεί να σήμαινε, καθώς με είχε πια διακρίνει να τον αποχαιρετώ από την κουπαστή του «Μέδουσα».
            Ο Ζαν Αριστίντ είναι βέβαιος πως τα παλαμάρια που συνέδεαν την σχεδία με τις λέμβους κόπηκαν μόνα τους. Δεν μπορεί να δεχτεί πως επικράτησε τόση λιποψυχία, τόσος ωφελιμισμός και απανθρωπιά, ώστε να δοθεί η μοιραία εντολή και να αφεθεί η σχεδία στην τύχη της, με εκατόν σαράντα επτά ανθρώπους πάνω της, χωρίς χάρτη, χωρίς πυξίδα, χωρίς κουπιά. Εντάξει, στις λέμβους επέβαιναν οι αξιωματούχοι και οι επικεφαλής της αποστολής, ενώ στην σχεδία, με την εξαίρεση ίσως του Κορρεάρ και του Σαβινύ, οι δευτεροκλασάτοι και τριτοκλασάτοι. Λογικό είναι να επικράτησαν εγωιστικές σκέψεις. Η ιδιοτέλεια βασιλεύει σε ορισμένους κύκλους, στις μέρες μας τουλάχιστον − θα συμφωνήσετε, φαντάζομαι, κύριε Ζερικώ. Αλλά από τις σκέψεις στην πράξη η απόσταση είναι μεγάλη. Εκτός αν υπήρξε κάποιο είδος αναγκαιότητας που υπαγόρευσε την μοιραία διαταγή − λόγου χάριν να ήταν αδύνατον να συρθεί η σχεδία λόγω της άπνοιας ή οι λέμβοι να έγερναν και να έμπαζαν νερά, όπως ισχυρίσθηκαν κάποιοι.
            Ο Ζαν Αριστίντ λέει πως ήταν καθισμένος στην μπροστινή πλευρά της σχεδίας και κρατιόταν από ένα σκοινί που εκτεινόταν ως την προπορευόμενη λέμβο, όταν άκουσε την κραυγή του διπλανού του και ένιωσε το γειτονικό παλαμάρι πάνω στο οποίο ξεκούραζε το αριστερό του πόδι να χαλαρώνει και λίγο αργότερα να βυθίζεται αργά στο νερό σαν χέλι. Αμέσως μετά έσπασε μ’ έναν ανατριχιαστικό ήχο το παλαμάρι απ’ το οποίο κρατιόταν ο ίδιος, η σχεδία μπατάρισε λίγο και εντέλει, μέσα σ’ έναν ορυμαγδό από κραυγές, ακόμα και ουρλιαχτά, αποκόπηκαν και τα άλλα δύο. Κατά την γνώμη του ο χρόνος που μεσολάβησε δείχνει πως δεν επρόκειτο για συντονισμένη δουλειά. Άλλωστε υπό τις δεδομένες συνθήκες ήταν δύσκολο να συνεννοηθούν οι επικεφαλής στις προπορευόμενες λέμβους μεταξύ τους χωρίς να το αντιληφθούν όλοι οι επιβαίνοντες − έπρεπε να κραυγάζουν για να ακουσθούν οι διαταγές από λέμβο σε λέμβο. Μάλλον λοιπόν θα κόπηκε το πρώτο παλαμάρι από το υπερβολικό τέντωμα και θα ακολούθησαν τα άλλα, καθώς δεν μπορούσαν να αναλάβουν το πρόσθετο φορτίο. Αυτό δεν είναι περίεργο αν σκεφτεί κανείς ότι η σχεδία έπλεε κάτω από την επιφάνεια του νερού και επομένως, όπως ομολογεί και ο Κορρεάρ, ασκούνταν πολύ μεγάλες δυνάμεις στα παλαμάρια. Αν προσθέσει κανείς ότι αυτά άλλοτε τεντώνονταν και άλλοτε χαλάρωναν λόγω του κυματισμού, τότε δεν είναι παράδοξη η εκδοχή αυτή. Εκτός φυσικά κι αν κάποιο ανθρώπινο χέρι, με δική του πρωτοβουλία, χαλάρωσε έναν απ’ τους κόμπους, με την γνωστή συνέχεια. Πάντως θα συμφωνήσω με τον Ζαν Αριστίντ ότι αποκλείεται να υπήρξε άνωθεν διαταγή να αφεθούν στην τύχη τους οι ναυαγοί. Απλώς αυτή ήταν η κυρίαρχη άποψη στην σχεδία λόγω της πικρίας, της απογοήτευσης και του πανικού που επικράτησαν μόλις εκατόν σαράντα επτά άνθρωποι έμειναν έρμαιο των δυνάμεων της φύσης, χωρίς καν να τους έχουν δοθεί τα αναγκαία όργανα. Ωστόσο οι καταγγέλλοντες έχουν δίκιο ως προς το ότι καμιά από τις λέμβους δεν επέστρεψε για να παράσχει κάποιας μορφής βοήθεια – με τα λόγια του Σαβινύ, τις κατάπιε σαδιστικά ο κιτρινογάλαζος ορίζοντας. Επρόκειτο τουλάχιστον για εγκληματική αμέλεια, κύριε Ζερικώ.
            Έγινε γρήγορα αντιληπτό ότι ήταν αδύνατον να σωθούν όλοι οι επιβαίνοντες στην σχεδία. Όρθιοι, με το νερό ως την μέση, δεν μπορούσαν καλά καλά να στρίψουν. Ενώ δεν είχαν περάσει ούτε δύο ώρες από τον απόπλου τους και μπορούσαν ακόμη να διακρίνουν την γερμένη φρεγάτα μας −και ενώ εμείς τους παρακολουθούσαμε εναλλάξ από το τηλεσκόπιο−, τα μέλη τους είχαν μουδιάσει. Χωρίς δοιάκι δεν μπορούσαν να κυβερνήσουν την σχεδία, που παρασυρόταν μακριά μας από τα τερτίπια του ωκεανού. Οι λέμβοι είχαν ρουφηχτεί από τον ορίζοντα. Εδώ, το ξαναλέω, δεν υπάρχει καμιά απολύτως αμφιβολία ότι επικράτησε η ιδιοτέλεια, ότι με δεδομένη την καταστροφή πάρθηκε η απόφαση από τον πλοίαρχο να μην ασχοληθούν άλλο με την σχεδία, προκειμένου να διασωθούν οι επιβαίνοντες στις λέμβους. Να επιστρέψουν στην φρεγάτα ήταν αδύνατον − απείχαν ήδη από μας πάνω από δύο λεύγες, και τα ρεύματα τους οδηγούσαν σε άγνωστες κατευθύνσεις. Σηκώθηκε αέρας που έφερε ως την σχεδία την τριανταφυλλιά εκείνη άμμο της ερήμου, αλλά έρημος πουθενά. Σπάνια η έρημος έχει γίνει ένα τόσο επιθυμητό ενδιαίτημα, παρατήρησε θυμοσοφικά ένας γέρος δίπλα στον Ζαν Αριστίντ –πρόκειται για τον γέρο εκείνο που έμελλε να σωθεί καταβροχθίζοντας με μελαγχολική βουλιμία ανθρώπινες σάρκες− σαν να διάβαζε την ακροτελεύτια φράση ενός μυθιστορήματος.
            Σηκώθηκε κύμα. Η μεγάλη μάζα των ναυαγών σπρωχνόταν προς το κέντρο της σχεδίας. Δημιουργήθηκε ένας κλοιός από ενόπλους γύρω από το κατάρτι. Κάποιος πάτησε κάποιον άλλο κι αυτός άρχισε αμέσως να τον γρονθοκοπά. Με εντολή του Κορρεάρ, που πέρασε από στόμα σε στόμα, δημιουργήθηκε ένα πλέγμα από σκοινιά, από το οποίο κρατιούνταν όσοι πρόφτασαν να τα αρπάξουν. Ο ουρανός σκοτείνιασε, τα κύματα έγιναν θεόρατα και άστατα − χτυπούσαν με μανία το πλεούμενο από διαφορετικές κατευθύνσεις. Κάποιος αφέθηκε να γλιστρήσει στον ωκεανό και τον κατάπιε ένα μαύρο κύμα − δεν τον ξαναείδαν. Δεν είχε αντέξει. Δερνόμασταν αλύπητα απ’ το νερό, λέει ο υπηρέτης μου. Ήρθε το σούρουπο −ένα εκρηκτικό ηλιοβασίλεμα κάτω απ’ την μολυβένια νέφωση− και κάποιοι άρχισαν να προσεύχονται στον θεό ήλιο. Έπειτα έπεσε η νύχτα και ο Ζαν Αριστίντ δεν θυμάται πια τίποτα. Αρπαζόταν από δω κι από κει, αλλά από ένα σημείο και πέρα ένιωθε σαν να κοιμόταν όρθιος μες στα χλιαρά νερά, με τις οιμωγές, τις προσευχές και τις ικεσίες να θυμίζουν εφιάλτη. Τα χέρια του είχαν πληγιάσει από το πριόνισμα του παλαμαριού και το αλάτι έτσουζε φριχτά. Αυτός ο άνθρωπος έχει εκπληκτική ικανότητα να κοιμάται οπουδήποτε, γι’ αυτό τον πιστεύω, κύριε Ζερικώ. Μια φορά, στην Ολίντα του Νορντέστε, κοιμήθηκε χορεύοντας την τρίτη μέρα του καρναβαλιού. Κυριολεκτικά κοιμήθηκε χορεύοντας – μπορείτε να το πιστέψετε;
            Τέλος πάντων, ο καθείς  μπορεί να φαντασθεί πώς ήταν αυτή η πρώτη νύχτα. Οι λέξεις τρόμος και φρίκη δεν αρκούν για να περιγράψουν αυτό που συνέβαινε. Με την αυγή ο αέρας είχε γεμίσει βογγητά, δόντια κροτάλιζαν, οι πολλοί έκαναν τάματα και προς στιγμήν η ελπίδα του ήλιου τούς ζέστανε την καρδιά. Όχι ολωνών όμως. Έγινε κατανοητό ότι υπό αυτές τις συνθήκες ήταν ανέφικτο να τα βγάλουν πέρα μια δεύτερη νύχτα. Τώρα η θάλασσα ήταν σχετικά ήρεμη, αλλά οι πληγές στα χέρια από το κράτημα των σκοινιών, οι κράμπες από την ορθοστασία, τα ρίγη που δονούσαν τα σώματά τους –πυρετοί; εξάντληση; κρύο;−, τα περιττώματα που έπλεαν ανάμεσά τους, έκαναν μερικούς από τους ναυαγούς να μην αντέξουν. Ο φούρναρης του πλοίου αποχαιρέτησε τους συντρόφους του, έκανε τον σταυρό του και χάθηκε στα νερά σαν βαρίδι. Τον ακολούθησαν δύο ή τρία νέα παλικάρια απ’ την πατρίδα σας, την Ρουέν − ο Ζαν Αριστίντ δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα, γιατί βρισκόταν στην άλλη μεριά της σχεδίας. Κανείς δεν πίστευε αυτό που έβλεπε. Η ζέστη ήταν τρομακτική – έριχναν συνέχεια πάνω τους με τις χούφτες νερό ανακατεμένο με ούρα και ακαθαρσίες, αλλά το αλάτι πονούσε φριχτά πάνω στα εκζέματα και στις γρατσουνιές της νύχτας. Ακολούθησαν οι παραισθήσεις. Κάποιοι ορκίζονταν πως έβλεπαν να πλησιάζει μια γαλέρα ή ένα μπρίκι με φουσκωμένα τα πανιά του, κάποιοι άλλοι τον αρχάγγελο Μιχαήλ με την ρομφαία να έρχεται να τους σώσει, ορισμένοι ορκίζονταν πως διέκριναν χουρμαδιές, άρα η ακτή ήταν κοντά. Όσοι συνέρχονταν από τις παραισθήσεις έπεφταν σε βαθιά απογοήτευση από την συντριβή των ελπίδων τους.
            Μοιράστηκε τροφή – μουλιασμένα παξιμάδια, λαρδί, άβραστα ρεβίθια. Έπειτα νερό σε λαγήνια. Κουτσά στραβά πορεύτηκαν ως την νύχτα, προσπαθώντας να κωπηλατήσουν κατά την ανατολή με σανίδες από ένα ξεκοιλιασμένο βαρέλι. Ο Κορρεάρ αγωνιζόταν να ανακαλέσει τις λεπτομέρειες του χάρτη του, που βρισκόταν καταπώς φαίνεται στην λέμβο του κυβερνήτη, έπειτα θυμήθηκε πως ο κόλπος της Αργκίν είναι πλατύς σ’ αυτό το σημείο και πως μπορεί να είχε υποτιμηθεί η απόστασή  τους από την στεριά. Με το δειλινό τούς φάνηκε πως διέκριναν άτακτα σμήνη πουλιών μακριά στον ορίζοντα, αλλά σύντομα επικράτησαν ωριμότερες σκέψεις – τα πουλιά μπορεί να προέρχονταν από τις περιστασιακές αμμοθίνες και τους υφάλους, όχι από την μαυριτανική ακτή.
         Έπειτα έπεσε βαριά η δεύτερη νύχτα και τους πλάκωσε την καρδιά. Η αποπνικτική υγρασία δεν τους επέτρεπε καν να διακρίνουν τ’ αστέρια, ενώ ένα θολό φεγγάρι στην χάση του βγήκε πολύ αργά, σαν για να τους ειρωνευτεί. Οι προσευχές είχαν δώσει την θέση τους σε βογγητά και βλαστήμιες. Έβριζαν τον βασιλιά και τον κυβερνήτη, πάνω απ’ όλους όμως καταριόνταν εν χορώ τον πλοίαρχο και την κομπανία του. Τα κύματα σηκώνονταν σαν τέρατα και οι αφροί τους φωσφόριζαν στις απατηλές νυχτερινές αναλαμπές σαν σιαγόνες άγριων θηρίων. Οι αξιωματικοί έδιναν αποσπασματικές εντολές να μετακινείται αυτή η ανθρώπινη μάζα από την μία άκρη της σχεδίας στην άλλη, για να αποφευχθεί η ανατροπή. Αρκετοί πρέπει να καταβροχθίστηκαν  από τα κύματα αυτή την δεύτερη νύχτα – αλλά ο Ζαν Αριστίντ δεν μπορεί να πει πόσοι ή ποιοι. Ήταν όρθιος, κρατούσε γερά ένα σκοινί και μέσα του τραγουδούσε έναν ρυθμικό σκοπό της φυλής του. Μπορεί να αποκοιμήθηκε ξανά, δεν ξέρει. Δεν αντελήφθη το επεισόδιο με το βαρέλι –ξέρετε, με τους άντρες που άνοιξαν μια τρύπα στο πάνω μέρος ενός βαρελιού και καλά κρυμμένοι από τον όγκο του, άρχισαν να ρουφάνε κρασί για να πάνε στον άλλο κόσμο ευτυχισμένοι και τιμωρήθηκαν σκληρά γι’ αυτό−, αλλά άκουσε να το αφηγούνται το επόμενο πρωί. Αυτό που ο ίδιος αντελήφθη ήταν η ανταρσία, η σκηνή που ζωγραφίσατε ήδη και που όσο την ανακαλώ στην μνήμη μου, μου φαίνεται εκπληκτική, κύριε Ζερικώ, και όσο περισσότερο το σκέφτομαι, μαζί με τα άλλα προσχέδια −του ναυαγίου, της ανθρωποφαγίας, του «Άργος» να πλησιάζει, της τελικής σωτηρίας−, θαρρώ πως συγκροτούν μιαν έξοχη ιστορία, αποτυπωμένη στον καμβά. Θα δείτε, οι μέλλουσες γενιές θα αξιολογήσουν αυτές τις σπουδές ως σύνολο, αρκεί να μην σπεύσετε να τις ρίξετε στο τζάκι...
            Όμως παρεξέκλινα της αφήγησής μου, συγχωρήστε με. Ο Ζαν Αριστίντ λέει πως συνερχόμενος κάποια στιγμή από τον λήθαργό του, διέκρινε μες στο σκοτάδι μια ομάδα αντρών να επιτίθεται στους αξιωματικούς, διεκδικώντας θέση στο κέντρο της σχεδίας. Άκουσε καθαρά τον Σαβινύ να ουρλιάζει, είμαι ο γιατρός σας, με χρειάζεστε, καθάρματα, έναν δίπλα του να φωνάζει με γέλιο τρελού πως το θαλασσινό νερό είχε μπει στο βαρέλι από την τρύπα που είχαν ανοίξει και πως το κρασί είχε χαλάσει, ενώ κάποιοι άλλοι, με το μυαλό σαλεμένο, γονάτισαν και προσπαθούσαν να κόψουν τα σκοινιά που συγκρατούσαν τις σανίδες της σχεδίας, για να πάνε όλοι μαζί στην Κόλαση. Άνθρωποι δαγκώνονταν, σπρώχνονταν, ξέσκιζαν τις σάρκες τους. Τελικά επικράτησε η σωφροσύνη ή μάλλον η δύναμη των όπλων − όσων όπλων είχαν απομείνει στην σχεδία. Έπειτα επικράτησε μια κατατονική σιωπή. Εξαντλημένα και ματωμένα κορμιά κείτονταν το ένα πάνω στ’ άλλο. Μία ώρα μετά τα μεσάνυχτα, εκτιμά ο Ζαν Αριστίντ, που είναι καλός αναγνώστης του νυχτερινού ουρανού, και αφού είχαν ανακτήσει τις όποιες δυνάμεις τους, ξεσηκώθηκαν οι στρατιώτες κατά των ανωτέρων τους. Οι άοπλοι είχαν παραφρονήσει − συντάχθηκαν μαζί τους. Άστραψαν μαχαίρια, εμφανίσθηκαν ως και κρυμμένες σπάθες, ρόπαλα και πέτρες – ναι, πέτρες στην μέση του ωκεανού, αν έχετε τον Θεό σας. Κεφάλια άνοιγαν, μέλη έσπαζαν, το αίμα κυλούσε. Ο Ζαν Αριστίντ, μαζί με έναν ή δύο άλλους, προσπάθησε να μπει στην μέση και μια ξιφολόγχη παραλίγο να του χωθεί στην κοιλιά – ευτυχώς την ύστατη ώρα ένα κύμα σαν βουνό ταρακούνησε για τα καλά την σχεδία και το όπλο τον πήρε ξώφαλτσα. Θα προσέξατε ίσως την ουλή στο αριστερό του πλευρό, όταν πόζαρε πάνω στο βαρέλι. Όχι; Περίεργο για έναν άνθρωπο που εξερευνά συστηματικά την επιφάνεια των πραγμάτων πριν την ανασκάψει.
            Ο Ζαν Αριστίντ λέει πως άρπαξε και στραμπούλιξε με λύσσα τον καρπό αυτού του αχρείου, ίσως και να του τον έσπασε. Κι όταν εκείνος διπλώθηκε βογγώντας, άρπαξε την ξιφολόγχη και την πέταξε στα αφρισμένα νερά. Κοιτάχτηκαν για ένα μακρύ διάστημα με το μίσος να ξεχειλίζει, έπειτα, ίσως αφού καταλάγιασε η μάχη, έσκισε ένα κομμάτι από το πουκάμισό του και σπρώχνοντας ζωντανά σώματα ή κλοτσώντας πτώματα πλησίασε τον Σαβινύ για να του επιδέσει το τραύμα. Αλλά ο γιατρός ήταν ήδη αλλόφρων ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους που βογγούσαν και έκλαιγαν εξαντλημένοι, προσπαθώντας ακόμη να κρατηθούν από τα σκοινιά ή από το κατάρτι, ή από ένα βαρέλι με κονιάκ μέσα σ’ αυτή την κοσμοχαλασιά. Αγωνιζόταν να επιδέσει το ανοιχτό κεφάλι του Ντομινίκ, ενός εργάτη που είχε στασιάσει, δέχτηκε μια σπαθιά και έπεσε στην θάλασσα. Αυτός ο άνθρωπος είχε λοιπόν διασωθεί από το αφεντικό του, τον αρχιμηχανικό, που έπεσε χωρίς δισταγμό στο νερό, άρπαξε τον Ντομινίκ από τα μαλλιά και κατάφερε να τον σύρει ως την σχεδία, όπου –σε μια πρόσκαιρη ανακωχή– οι αντιμαχόμενοι τους τράβηξαν επάνω. Ο Σαβινύ κατάφερε τελικά να του επιδέσει την πληγή. Όμως ο άνθρωπος είχε παραφρονήσει. Λίγο αργότερα ενώθηκε ξανά με τους στασιαστές, που λούφαζαν σε μια γωνιά της σχεδίας, κι όταν ήρθε η ώρα, άρπαξε μια σπάθα και όρμησε στην αναζωπυρωμένη μάχη. Σκοτώθηκε αμέσως από μια δεύτερη σπαθιά στο κεφάλι και ο Ζαν Αριστίντ πρόλαβε να σκεφτεί πως τόση δουλειά του Σαβινύ είχε πάει χαμένη.
            Το χλομό φως της αυγής σκάλωσε προς στιγμήν σ’ ένα λευκό σύννεφο και έπειτα βρήκε την σχεδία να επιπλέει στην επιφάνεια, καθώς είχε πια ελαφρύνει κατά πολύ. Ένα σωρό κορμιά είχαν καταβροχθισθεί απ’ τα κύματα, άλλα είχαν συρθεί από τους νικητές και πεταχτεί στα αφρισμένα νερά. Κάποιοι παραφρόνησαν και μην μπορώντας να αντέξουν τον πόνο, τον πυρετό και την εξάντληση, ρίχτηκαν μόνοι τους στην θάλασσα. Ο Ζαν Αριστίντ λέει πως το να βλέπεις αυτό το εκούσιο γλίστρημα ενός ανθρώπου στο νερό ήταν το πιο παράλογο θέαμα που είχε αντικρίσει στην ζωή του, κι ας είχε ζήσει όλη νύχτα τις επιθέσεις των στασιαστών, το ξεχείλισμα του μίσους, τις βρισιές, το παραμόνεμα μες στις παχιές γλώσσες του σκοταδιού, όλα αυτά πάνω σε μια μισοπλημμυρισμένη σχεδία, που κουνιόταν σαν καρυδότσουφλο. Τώρα πολλοί ούρλιαζαν, άλλοι προσεύχονταν, οι περισσότεροι όμως κείτονταν αποκαμωμένοι ανάμεσα στα βαρέλια και τα σακιά. Ο Σαβινύ, με απίστευτη ενεργητικότητα, οργάνωσε μια ομάδα για να κάνει ό,τι μπορούσε με τα τραύματα – σ’ αυτήν ενέταξε και τον Ζαν Αριστίντ. Δεν κατάφεραν πολλά. Μοίρασαν κονιάκ, κάτι που στύλωσε πρόσκαιρα τους τραυματίες, αλλά λίγο αργότερα, κάτω από τον αδυσώπητο τροπικό ήλιο, άρχισαν να παραληρούν. Μοιράστηκε μια γενναία παρτίδα νερό. Ένα άλλο συνεργείο καθάρισε την σχεδία από τα πτώματα. Οι παραισθήσεις είχαν πια γενικευθεί. Οι άνθρωποι ονειρεύονταν θελκτικά τοπία, αιθέριες υπάρξεις, γενναία τσιμπούσια. Ένας ναύτης, με ένα ανοιχτό τραύμα χαμηλά στην κοιλιά, άρχισε να αυνανίζεται μπροστά στους υπόλοιπους. Τα χασκόγελά τους δεν τον ενόχλησαν. Κάποιος του φώναξε μην χάσεις το σπέρμα σου, κατάπιε το, είναι πολύτιμο, κι όλοι ξέσπασαν σε χάχανα.
            Αναζητούσαν λύσεις προκειμένου να παρατείνουν την θλιβερή ύπαρξή τους. Με σκοινιά και κορδόνια απ’ τα παπούτσια έφτιαξαν πετονιές διαμορφώνοντας τις μεταλλικές άκρες τους σε αγκίστρια, όμως τα σκυλόψαρα τα δάγκωναν και τα κατέστρεφαν. Πήραν τότε μια μπαγιονέτα, την λύγισαν και επιχείρησαν να πιάσουν έναν καρχαρία. Αλλά το τέρας αυτό της θάλασσας ήρθε άφοβο, άρπαξε την μπαγιονέτα και τραβώντας τη βίαια την ίσιωσε. Παρά λίγο να παρασύρει στο νερό τους άντρες που την κρατούσαν. Μερικοί σταυροκοπήθηκαν. Εκείνο το βράδυ ορισμένοι άρχισαν να μασάνε τα πετσιά από τις ζώνες και τις αρβύλες τους, χωρίς να καταφέρουν να ξεγελάσουν την πείνα τους. Μάσησαν αορτήρες και φυσιγγιοθήκες, μάσησαν σανίδες, μούλιασαν στο νερό καπέλα και πηλήκια και τα βρήκαν νόστιμα. Ένας τραυματίας άρχισε να ουρλιάζει ότι λευκά μυρμήγκια κατέτρωγαν το κορμί του και τότε όλοι άρχισαν να ξύνονται με μανία. Ο Ζαν Αριστίντ λέει πως τον έπιασε μια φαγούρα σ’ όλο του το σώμα −όπως μας είχε συμβεί κάποτε, στο σερτάο, στο άνυδρο τοπίο του Νορντέστε, στην φαζέντα του βαρόνου Καναμπράβα− και άρχισε να μπήγει τα νύχια στο δέρμα του σαν μανιακός. Κι όμως ένιωθε προνομιούχος. Όντας μαύρος, δεν υπέφερε ιδιαίτερα από τον ήλιο, ενώ οι πάλλευκοι Νορμανδοί και Βρεττόνοι ήταν πια κατακόκκινοι, κάθιδροι και με εγκαύματα παντού. Βρέθηκε ένα βαρέλι με παστές σαρδέλες και όρμησαν πάνω του σαν τρελοί, αλλά αμέσως άρχισε το μαρτύριο της δίψας. Το νερό ήταν ελάχιστο πια και μοιραζόταν σε μικρές μερίδες υπό την απειλή των όπλων.
        Την πέμπτη ημέρα άρχισαν να πίνουν αντί για νερό το κρασί από τα τρία βαρέλια εις υγείαν του κυβερνήτη. Κάποιος ήπιε τα ούρα του. Ένας έβγαλε μια κρυμμένη ή ξεχασμένη γαλέτα από την τσέπη του αμπέχονού του, αλλά υπό τα απειλητικά βλέμματα των γύρω του την πέταξε στο νερό. Κάποιος βούτηξε για να την αρπάξει, αλλά καθώς το κεφάλι του έβγαινε στην επιφάνεια, χτύπησε στην άκρη της σχεδίας και βούλιαξε σαν μολύβι. Κάποιος άλλος αποφάσισε να φάει τα περιττώματά  του. Η θάλασσα ήταν τώρα ήσυχη και γαλάζια –είχε χάσει εκείνο το χρώμα του χυμένου ορείχαλκου– και πτερύγια σκυλόψαρων την έσκιζαν σαν πανιά παιδικών καραβιών. Ήταν εφιαλτικά και μαζί περίεργα, λέει ο Ζαν Αριστίντ, γιατί μες στην φρίκη ώρες ώρες ένιωθε το προνόμιο της έλλειψης ευθυνών και καθηκόντων. Ένιωθε προνομιούχος, μου εξομολογήθηκε, ίσως γιατί η τωρινή του κατάσταση φάνταζε καλύτερη  από τότε που, δεκάχρονο παιδί, μεταφέρθηκε με τον πατέρα του στο αμπάρι του ολλανδέζικου μπρικιού «Den Haag», για να διασχίσει αλυσοδεμένος τον Ατλαντικό, από το φρούριο της Ελμίνας ως τις ακτές του Νέου Κόσμου. Τώρα τουλάχιστον διέθετε την συσσωρευμένη γνώση και επιπλέον ένιωθε ανώτερος απ’ αυτούς τους λευκούς που δεν είχαν γνωρίσει την πείνα και την δίψα, ούτε βέβαια το ανηλεές ξερίζωμα και την εσώτερη ερήμωση. Με δυο λόγια, ο Ζαν Αριστίντ διαισθανόταν, κύριε Ζερικώ, πως αν ήταν να επιβιώσει κάποιος απ’ αυτό το κακό, θα ήταν ο ίδιος.
            Ένας νεαρός στρατιώτης από την Νάντη υπέκυψε στις πληγές του την επόμενη νύχτα, παρά τις προσπάθειες του Σαβινύ. Τότε δυο τρεις ναύτες όρμησαν στο ζεστό ακόμη σώμα και άρχισαν να το τεμαχίζουν με μια λόγχη σε λωρίδες. Καταβρόχθισαν ωμή την αιμάσσουσα σάρκα με γρυλισμούς ικανοποίησης. Ο Ζαν Αριστίντ λέει πως αυτή πρέπει να ήταν η πρώτη πράξη ανθρωποφαγίας, αν και ο άλλος μαύρος, ο Ντιμπάνγκο, ισχυριζόταν ότι ήδη την νύχτα της ανταρσίας είχε δει δύο άλλους άντρες να ροκανίζουν την σορό ενός νεκρού αξιωματικού. Το επόμενο πρωί ο Σαβινύ προσπάθησε να επιβάλει μια κάποια τάξη. Διέταξε να κόβονται σε μακρόστενες λεπτές λωρίδες οι νεκροί και τα κομμάτια να αφήνονται να ξεραθούν στον ήλιο. Έπειτα θα μπορούσαν να φαγωθούν. Περιέργως όλοι πειθάρχησαν στις εντολές του – ίσως δεν είχαν πια τις δυνάμεις για ν’ αντιδράσουν. Κρέμασαν ανθρώπινα μέλη στο κατάρτι ή τα κρατούσαν ολημερίς έκθετα στον ήλιο. Αν και η σχεδία είχε ελαφρύνει πολύ με τόσους νεκρούς −αυτή ήταν μια απρόβλεπτη, πλην καλοδεχούμενη, επίπτωση της ανταρσίας−, πλημμύριζε ακόμη με τον παραμικρό κυματισμό. Κρατούσαν λοιπόν τα ανθρώπινα μέλη, όρθιοι, κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλο, σαν συμπαγής μάζα, ίσως για να υποστηρίζουν τους πιο αδύναμους, ίσως για να προστατευθούν από τον ήλιο, ίσως γιατί δεν ήταν πια μεμονωμένα ανθρώπινα όντα αλλά μία και μόνο ύπαρξη, χωρίς ατομική βούληση και επιλογές, άρα χωρίς ίχνος ελευθερίας.
            Την έκτη μέρα −όχι την τέταρτη που αναφέρουν οι Σαβινύ και Κορρεάρ στην αναφορά τους− βρέθηκαν πάνω από δέκα νεκροί στην σχεδία. Ίσως είχε ξεπερασθεί κάποιο έσχατο όριο αντοχής, πάντως ο Ζαν Αριστίντ, μισοκοιμισμένος, άκουγε όλη την προηγούμενη νύχτα ασθενικές φωνές που εκλιπαρούσαν για νερό. Κατ’ εντολήν του Σαβινύ έριξαν τα πτώματα στην θάλασσα και έψαλαν την Μασσαλιώτιδα, κάτι που ακούσθηκε παράταιρο υπό τις δεδομένες συνθήκες. Ο Ζαν Αριστίντ δάκρυσε χωρίς να ξέρει γιατί. Κράτησαν μόνο δύο πτώματα –τα πιο σφριγηλά και νεανικά− και τα έκοψαν λωρίδες. Κάποιος έκανε εμετό πάνω στον έναν νεκρό – άγνωστο τι έβγαλε από μέσα του, μάλλον σκέτη χολή και βλέννες. Ξέπλυναν το πτώμα και συνέχισαν τον τεμαχισμό, αν και κάποιος είπε με γέλιο τρελού πως θα ήταν νοστιμότερο με την χολή πάνω του. Τώρα μόνο μια σπιθαμή νερό πλημμύριζε περιστασιακά την σχεδία με το λίκνισμα της θάλασσας και αργά το απόγευμα ένα κοπάδι μεγάλα χελιδονόψαρα πέρασε αστραπιαία από πάνω της. Ήταν λαμπερά, μεγάλου μεγέθους και ευτραφή. Οι ναυαγοί έφτιαξαν ένα πρόχειρο φράγμα με τα σώματά τους και τα άδεια βαρέλια για να τα παγιδέψουν. Τα ψάρια αναπηδούσαν απεγνωσμένα και οι άντρες τα κυνηγούσαν σαν τρελοί, γλιστρώντας και τσαλαβουτώντας, με αγριεμένα μάτια. Έπιασαν κάμποσα. Ένας αξιωματικός προσπάθησε να μασήσει ένα ψάρι ζωντανό, αλλά τα χείλια του σκίστηκαν από τα λέπια του σπαρταριστού πλάσματος. Δόθηκε εντολή να τα καθαρίσουν και το βράδυ έγινε ένα καλό τσιμπούσι με ψάρι αναμεμειγμένο με ανθρώπινη σάρκα, κάτι που έκανε το δείπνο λιγότερο αποκρουστικό. Όμως η πείνα ήταν τόσο μεγάλη, που οι μερίδες τούς φάνηκαν ασήμαντες. Κατά τον Ζαν Αριστίντ δεν έμεινε ούτε ένας πάνω στην σχεδία που να μην είχε μεταβληθεί σε κανίβαλο. Ο ίδιος μασουλούσε αργά και αποφασιστικά την τροφή του, αναλογιζόμενος την συνήθη βρισιά που απηύθυναν οι λευκοί αφέντες στους μαύρους εργάτες των φυτειών − κανίβαλε! Του ήρθε να βάλει τα γέλια για την ειρωνεία της ιστορίας − ιδού πώς είχε εκφυλισθεί ο γαλλικός γαστριμαργικός πολιτισμός, μου είπε.
            Η επόμενη μέρα έμελλε να τους εξασφαλίσει φρέσκα αποθέματα τροφής. Μια ομάδα ναυαγών που τους ένωνε το γεγονός ότι δεν ήταν Γάλλοι −Λεβαντίνοι, Έλληνες, Ιταλοί και Πορτογάλοι μιγάδες− αισθάνονταν αδικημένοι και παραπεταμένοι. Κανείς δεν ρωτούσε την γνώμη τους, ενώ τους ξεγελούσαν στις μερίδες. Είχαν παραμείνει ουδέτεροι στις προηγηθείσες συγκρούσεις. Τώρα επικράτησε μεταξύ τους η άποψη ότι οι ανώτεροί τους ήταν ανίκανοι, ότι η ακτή βρισκόταν πολύ κοντά −απόδειξη τα κοπάδια των πουλιών που φαίνονταν κατά διαστήματα στον ανέφελο ουρανό− και ότι όφειλαν να αναλάβουν εκείνοι την διοίκηση της σχεδίας. Πρόσθετο δέλεαρ απετέλεσε ένας μεγάλος δερμάτινος σάκος με όσα τιμαλφή είχαν καταφέρει να διασώσουν, ο οποίος είχε κρεμαστεί στο κατάρτι. Με το που έπεσε το σκοτάδι και οι οιμωγές ξεψύχησαν, επιτέθηκαν στην ομάδα των διοικούντων με φοβερές κραυγές, για να κατανικήσουν τον ίδιο τους τον τρόμο. Η μάχη ήταν τρομακτική, καθώς τώρα συμμετείχαν όλοι οι εναπομείναντες και το αίμα έρευσε ποτάμι. Το πρωί έγινε καταμέτρηση. Είχαν απομείνει είκοσι οκτώ ζωντανοί, συν δύο ναύτες που είχαν κρυφτεί κατά την διάρκεια της μάχης πίσω από το προτελευταίο βαρέλι κρασί. Η τρίτη αυτή ανταρσία είχε κατασταλεί, αλλά πρακτικά ούτε ένας ναυαγός δεν είχε μείνει ανέπαφος – εξαίρεση ίσως ο Ζαν Αριστίντ, που ωστόσο η πληγή στο πλευρό του είχε ανοίξει κατά την διάρκεια της μάχης και πονούσε φριχτά λόγω του αρμυρού νερού που την έλουζε κάθε τόσο. Η σχεδία  ανέβηκε αισθητά όταν πέταξαν στην θάλασσα όλα τα πτώματα εκτός από ένα. Κανείς από τους εναπομείναντες δεν απηύθυνε δέηση στους ουρανούς, κανείς δεν σταυροκοπήθηκε, ούτε έψαλε την Μασσαλιώτιδα. Ο Σαβινύ είχε πολλή δουλειά με τους τραυματίες. Ένας Βάσκος ζήτησε γονατιστός συγχώρεση που μετείχε στην εξέγερση, αλλά ένας στρατιώτης τον πλησίασε και του τρύπησε τον φάρυγγα με την μπαγιονέτα του.  Κανείς δεν παρενέβη – δεν είχε νόημα. Λίγο αργότερα ανακαλύφθηκαν πίσω από το βαρέλι οι δύο κρυμμένοι ναύτες. Είχαν ανοίξει μια οπή και έπιναν κρασί με ένα καλάμι. Ήταν τύφλα στο μεθύσι. Χωρίς πολλές διαδικασίες οι υπόλοιποι εφάρμοσαν τον κανονισμό ως προς την διανομή της τροφής και των υγρών που είχε ψηφισθεί και τους πέταξαν στην θάλασσα. Τα σώματα βυθίστηκαν στο νερό αδιαμαρτύρητα και ο Ζαν Αριστίντ πρόφτασε να δει τις μαύρες σκιές των σκυλόψαρων να αναδύονται από τα βάθη του ωκεανού, σαν τα πνεύματα των νεκρών που αποζητούν την δικαίωση.
            Έμειναν για μία ολόκληρη μέρα εξαντλημένοι και νηστικοί, ξαπλωμένοι στην σχεδία που έπλεε πια εντελώς πάνω απ’ την επιφάνεια του νερού, κάτω από έναν ανελέητο ήλιο, που κρυβόταν περιστασιακά πίσω από μακρόστενα σύννεφα σαν ουρές αλόγων, φλογίζοντας τις άκρες τους, για να γίνει ακόμα πιο αφόρητος μόλις ξεπρόβαλλε. Την επομένη −ένατη μέρα, αν και ο Ζαν Αριστίντ φοβάται πως είχε χάσει το μέτρημα− έπρεπε να παρθεί η φοβερή απόφαση. Ο Κορρεάρ έκανε μια καταμέτρηση του υπολειπόμενου νερού και κρασιού και υπέβαλε  την αναφορά του στους υπόλοιπους. Μπορούσαν να αντέξουν λίγες μέρες ακόμα, αλλά αν οι βαριά πληγωμένοι παρέμεναν ζωντανοί, θα κατανάλωναν μεγάλο μέρος της τροφής και των υγρών που απέμεναν. Έπρεπε να απαλλαγούν από όσους είχαν μηδαμινές ελπίδες επιβίωσης, ώστε να τα καταφέρουν οι υπόλοιποι. Είχε απομείνει το αντίστοιχο κάπου ογδόντα μπουκαλιών κρασιού και οι βαριά πληγωμένοι, που εκλιπαρούσαν διαρκώς για νερό με όλο και ισχνότερες φωνές, θα κατανάλωναν τουλάχιστον τα μισά απ’ αυτά. Αν μείωναν κι άλλο τις μερίδες τους, θα επρόκειτο για αργή, τελετουργική, συλλογική  αυτοκτονία. Η συζήτηση, στην οποία συμμετείχαν ισότιμα όσοι διατηρούσαν ακόμη τις αισθήσεις τους –και ίσως το λογικό τους− ήταν παθιασμένη. Ακόμα και οι βαριά πληγωμένοι, ανασηκωμένοι στους αγκώνες τους, προσπαθούσαν να ακούσουν τα επιχειρήματα εκείνων που αποφάσιζαν για την τύχη τους. Πολλοί αρνούνταν να γίνουν οι δήμιοι των συντρόφων τους − άλλο ο θάνατος στη μάχη, άλλο ο θάνατος από το θείο χέρι και άλλο η εν ψυχρώ δολοφονία, επιχειρηματολογούσαν. Ο Κορρεάρ προέτασσε τη Λογική, οι άλλοι την Πίστη. Τότε κάποιος έκανε το λάθος να επικαλεσθεί την Εκκλησία και τους κάλεσε να σκεφθούν τι θα τους συμβούλευε ο αιδεσιμότατος, αν ήταν παρών.
            Αυτό το επιχείρημα έγειρε οριστικά την πλάστιγγα. Όλοι άρχισαν να βρίζουν και να καταριούνται τον επίορκο παπά, που στρογγυλοκαθισμένος στην λέμβο του κυβερνήτη τούς είχε εγκαταλείψει στην μοίρα τους. Είχαμε ως τώρα εκατόν είκοσι νεκρούς πάνω σε αυτή την σχεδία, ούρλιαξε ο Σαβινύ. Κι αυτός ο καταραμένος παπάς, αν δεν τους στραγγάλισε με τα ίδια του τα χέρια, πάντως είναι ο ηθικός αυτουργός της τραγωδίας. Ήταν ο μόνος που μπορούσε να σταματήσει τους εγκληματίες από το να κόψουν τα σκοινιά. Κι αν τον είχαμε εδώ μαζί μας, θα ήταν ο πρώτος που θα γευόταν ανθρώπινο κρέας, χωρίς κανέναν ηθικό ενδοιασμό, για να γεμίσει την αξιοπρεπή μπάκα του. Σκεφθείτε πού βρίσκεται αυτός και πού εμείς. Τώρα θα ρεύεται ύστερα από το δείπνο του στο τραπέζι του καπετάνιου κάποιας πορτογαλικής γαλέρας που περιπλέει την ακτή τίγκα στους σκλάβους. Και θα κάνει προσευχές για την σωτηρία των ψυχών αυτών των ταλαίπωρων, που τους ξερίζωσαν από τα σπίτια τους.
            Κατά την γνώμη του Ζαν Αριστίντ ο Σαβινύ ήταν σε υστερική κατάσταση. Οι πληγές στους ώμους του –από τον ήλιο, από μαχαιριές− ήταν ανοιχτές. Ο Κορρεάρ του έριξε στο κεφάλι ένα από τα λευκά πουκάμισα που είχαν περισωθεί από τους νεκρούς, αλλά ήταν ένα ματωμένο πουκάμισο, και ο Σαβινύ το άρπαξε στα χέρια του και κοίταξε με απορία τον μεγάλο, κόκκινο, φρέσκο ακόμη λεκέ. Έπειτα με σιχασιά το πέταξε κάτω. Αλλά ο κύβος είχε ριφθεί. Με αισθήματα απόγνωσης, οι δεκαπέντε υγιείς –οι υγιέστεροι, για την ακρίβεια− αποφάσισαν να απαλλάξουν από τα δεινά τους τους δώδεκα συντρόφους που χαροπάλευαν. Κατά τον Ζαν Αριστίντ ούτως ή άλλως αυτό ήταν από την πρώτη στιγμή το μέλημα των αξιωματούχων – πώς θα απάλλασσαν την σχεδία από το πρόσθετο βάρος και τα περιττά στόματα. Γι’ αυτό δεν είναι τυχαίο ότι σκοτώθηκαν πάνω από εξήντα άνθρωποι −υπερβολικός αριθμός− στις δύο πρώτες ανταρσίες. Ήταν ένα δυσανάλογο ξεκαθάρισμα − οι ισχυρότεροι όφειλαν να επιβιώσουν. Ούτε είναι τυχαίο ότι τελικά περισώθηκαν μόνο αξιωματούχοι και επιστήμονες − παραδόξως και δύο μαύροι, κάτι που αδυνατίζει κάπως την υπόθεσή του, εκτός κι αν θεωρήσουμε πως χρειάζονταν και οι κοινοί θνητοί για τις βρομοδουλειές. Διότι πράγματι επέλεξαν τον Ζαν Αριστίντ, δύο ναύτες και έναν στρατιώτη  για να εκτελέσουν το αποτρόπαιο καθήκον. Η επιλογή των μελλοθανάτων έγινε από τον Σαβινύ με βιολογικά-ιατρικά κριτήρια, αν και μπορεί κανείς να προβάλει κι εδώ διάφορες ενστάσεις. Οι καθαροί χωρίσθηκαν από τους ακάθαρτους και οι αμαρτωλοί απ’ τους πιστούς, κύριε Ζερικώ, αλλά ο υπηρέτης μου δεν θέλησε να μου εξομολογηθεί περισσότερα γι’ αυτή την ανατριχιαστική θυσία δώδεκα ανθρώπων, που βογγούσαν ικετεύοντας για την ζωή τους με όσες δυνάμεις τούς είχαν απομείνει. Το μόνο που μου είπε είναι ότι, ύστερα από πρόταση του Κορρεάρ, τους πρόσφεραν μια τελευταία γουλιά κρασί, σαν θεία κοινωνία. Ιδού μια ευκαιρία να ζωγραφίσετε την κατά κόσμο Δευτέρα Παρουσία, κύριε Ζερικώ − ίσως μια άλλη φορά.
            Οι υπόλοιποι δεκαπέντε είναι λοιπόν αυτοί που επιβίωσαν − αυτοί που περισυνέλεξε το «Άργος» ύστερα από τέσσερις ακόμα βασανιστικές ημέρες. Αποφάσισαν να πετάξουν στην θάλασσα όλα τα υπόλοιπα όπλα, με εξαίρεση μια δυο σπάθες και μερικά μαχαίρια, μήπως χρειασθεί να κόψουν κάτι ή για να είναι σε θέση να υπερασπισθούν στοιχειωδώς τον εαυτό τους, αν έφταναν ποτέ ως την ακτή. Εκτίμησαν πως είχαν μουλιασμένο αλεύρι και λίγες γαλέτες ικανές να τους κρατήσουν στην ζωή για πέντε ή έξι μέρες, καθώς δεν έλεγε να φανεί ξηρά. Ξάπλωσαν πάνω στην στεγνή τώρα σχεδία, περιμένοντας την σωτηρία ή τον θάνατο και, καθ’ υπόδειξη του Σαβινύ, έκαναν τις λιγότερες δυνατές κινήσεις για να αποφεύγουν την εφίδρωση και να μην αναλώνουν τις δυνάμεις τους. Κυριαρχούσε άπνοια και ο ουρανός ήταν σταχτής και χλομός και ύπουλα καυτός, σαν την μισοσβησμένη θράκα το πρωί, όταν κάποιος έδειξε κάτι δίπλα στο κατάρτι. Έστρεψαν το βλέμμα και είδαν μια λευκή πεταλούδα, ένα είδος συνηθισμένο στις ακτές της Βρετάνης, να πεταρίζει χαριτωμένα και εντέλει να προσγειώνεται στο πανί. Σηκώθηκαν ένας ένας σαν φαντάσματα και πλησίασαν. Κάποιος είπε ότι ήταν εξαίρετος μεζές. Άλλοι οργίστηκαν, αφού το ανάλαφρο πέταγμα του ζώου τούς φάνηκε σαν λοιδορία από τους ουρανούς. Οι πολλοί φυσικά το θεώρησαν καλό οιωνό, ένα σήμα από τον Θεό ότι η σωτηρία δεν αργούσε –ότι η ακτή ήταν κοντά− και στην άποψη αυτή, θρησκευόμενοι και υλιστές ή ακόμα και σκεπτικιστές, συνέπεσαν. Κάποιος παρομοίασε την πεταλούδα με το θεόσταλτο περιστέρι του Νώε. Κι αν δεν είναι παρά μια πεταλούδα που τρύπωσε στο αμπάρι του «Μέδουσα» πριν από τον απόπλου, διερωτήθηκε ο Ζαν Αριστίντ. Ευτυχώς για τον ίδιο κανείς δεν του έδωσε σημασία.
            Τώρα πια έπιναν τα ούρα τους, μέσα σε τσίγκινα κύπελλα, κάτω από τον πύρινο ήλιο. Βρέθηκε ένα σακί σάπια πορτοκάλια κάτω από το αμπέχονο ενός νεκρού και όρμησαν πάνω τους σαν τρελοί. Ο Κορρεάρ επέβαλε την τάξη καταμετρώντας τα − ήταν ακριβώς δεκαπέντε, ένα για τον καθένα. Είχαν σπασμούς στο στομάχι, αλλά ελλείψει υγρών κανείς δεν είχε πια διάρροια – μια ασθένεια που είχε ταλαιπωρήσει πολλούς πάνω στο «Μέδουσα», αλλά και τις πρώτες μέρες τους πάνω στην σχεδία. Το δέρμα τους είχε ξεραθεί και σκάσει, τα πρόσωπα είχαν αυλακωθεί από την αρμύρα. Η δίψα ήταν μαρτυρική. Για να δροσιστούν, έπεφταν προσεκτικά στο χλιαρό νερό σε βάρδιες, για τον φόβο των καρχαριών, και έπειτα ανασύρονταν από τους συντρόφους τους ελάχιστα ανακουφισμένοι και αλατισμένοι. Ο Σαβινύ χάραζε κάτι ορνιθοσκαλίσματα στην αβέβαιη σκιά του πανιού και εντέλει τους ανακοίνωσε με επίσημο ύφος ότι κατά τις παρατηρήσεις του η ουροποσία εντείνει την ουροποιία, άρα ότι τα κέρδη απ’ αυτή την πρακτική είναι μηδαμινά. Εκτός και αν ψύχουμε τα ούρα μας διατηρώντας τα κύπελλά μας μέσα στο νερό, πρόσθεσε. Τότε θα έχουμε καλύτερα αποτελέσματα. Κάποιος ψέλλισε ότι τα ούρα ορισμένων ανδρών είχαν πιο ευχάριστη γεύση απ’ αυτά άλλων. Ποιων; Ευτυχώς δεν θυμόταν.
            Νέα αιματοχυσία απειλήθηκε όταν ανακαλύφθηκαν σ’ ένα ξεχασμένο σακί  είκοσι σκελίδες σκόρδο, δύο λεμόνια και μία ντουζίνα κρεμμύδια. Ευτυχώς που δεν υπήρχαν πια αρκετά όπλα. Ο θησαυρός μοιράστηκε. Ο Σαβινύ άρχισε να διανέμει φιαλίδια με ένα δροσιστικό υγρό που χρησίμευε για τον καθαρισμό των δοντιών στο καράβι. Στους άντρες που είχαν παραισθήσεις έδινε να μυρίσουν ροδόσταμο ή σκέτο οινόπνευμα. Κάποιος πήγε να του αρπάξει από τα χέρια το μπουκάλι με την αλκοόλη και ο Κορρεάρ τον χαστούκισε δυνατά. Ο επίδοξος άρπαγας αποσύρθηκε ντροπιασμένος σε μια γωνιά και άρχισε να κλαίει γοερά. Ο Ζαν Αριστίντ τον πλησίασε και πέρασε το χέρι στους ώμους του. Ο δυστυχής έγειρε στα γόνατά του, έπειτα άνοιξε τα χέρια του σαν  σταυρωμένος − περιμένοντας τον θάνατο.
            Αργότερα μοιράστηκαν εκείνα τα ρινίσματα κασσίτερου που γράφει ο Σαβινύ, τα οποία δημιουργούσαν ένα πρόσκαιρα ευχάριστο αίσθημα δροσιάς όταν τα περιέφεραν κάτω από την ξεραμένη, σαν σόλα παπουτσιού, γλώσσα τους. Ορισμένοι επιχείρησαν να αυτοκτονήσουν ομαδικά την ενδέκατη μέρα, αφού ήπιαν την μερίδα του κρασιού τους. Οι υπόλοιποι τους απέτρεψαν, αν και  κάποιος που βασανιζόταν από ρίγη πρότεινε να τους το επιτρέψουν, μιας και υπήρχε ανάγκη για φρέσκο κρέας. Δυο τρεις άρχισαν να κολυμπούν απερίσκεπτα μπροστά από τους απειλητικούς  καρχαρίες, ένας μάλιστα σύρθηκε στην σχεδία με μια σειρά αιμάσσοντα ίχνη στο μπράτσο του από τα δόντια ενός τέρατος. Άγνωστο πώς επιβίωσε, αν και ο Ζαν Αριστίντ λέει πως τα κατάφερε επειδή τρόμαξε το ψάρι γρονθοκοπώντας το ρύγχος του με το ελεύθερο χέρι. Επιχείρησαν να κατασκευάσουν με την ξυλεία ενός άδειου βαρελιού ένα κανονικό, αν και μικρό πλεούμενο, με μια ναυτική αιώρα για πανί, αλλά μόλις το έριξαν στο νερό, αυτό ανατράπηκε και έτσι το παράτησαν στην τύχη του. Κράτησαν μόνο την αιώρα για να ξαπλώνουν από κάτω της εναλλάξ στην διάρκεια της μέρας.
            Τώρα μπαίνει στην ιστορία μας το «Άργος». Ήταν η 17η Ιουλίου του 1816, η δέκατη τρίτη μέρα του μαρτυρίου τους − τελικά είναι τυχερός αριθμός το δεκατρία, παρά τα όσα πιστεύει ο λαός, κύριε Ζερικώ. Ενώ γινόταν η διανομή της ημερήσιας μερίδας κρασιού, ο λοχαγός είπε ψιθυριστά πως διέκρινε ένα πλοίο στον ορίζοντα. Αρχικά κανείς δεν αντέδρασε − πίστεψαν ότι επρόκειτο για παραίσθηση. Έπειτα στύλωσαν τα μάτια στον ορίζοντα και άρχισαν ν’ αγκαλιάζονται, να χοροπηδάνε σαν μικρά παιδιά, να κλαίνε − κυρίως αυτό, να κλαίνε. Έδεσαν μαντίλια και κουρελιασμένα πουκάμισα στα τσέρκια των βαρελιών και άρχισαν να τα ανεμίζουν σαν τρελοί. Ένας άντρας σκαρφάλωσε στο κατάρτι σαν μαϊμού. Έπειτα ανέβασαν τον Ζαν Αριστίντ σ’ ένα από τα βαρέλια και, στηρίζοντάς τον από τους γοφούς, τον παρότρυναν να κουνάει σαν δαιμονισμένος την προχειροφτιαγμένη σημαία. Πλησιάζει, πλησιάζει, ούρλιαξαν κάποιοι.  Αιωρούνταν ανάμεσα στην ελπίδα και την απελπισία για περίπου μία ώρα, καθώς το άσπρο αυτό σημαδάκι στον μακρινό ορίζοντα δεν φαινόταν να αποφασίζει προς τα πού να κατευθυνθεί. Ο Ζαν Αριστίντ ζαλιζόταν πάνω στο βαρέλι,  το χέρι του είχε μυρμηγκιάσει, αλλά οι σύντροφοί του δεν τον άφηναν να κατέβει. Τα λεπτά έμοιαζαν με αιώνες. Έπειτα το πλοίο εξαφανίσθηκε, σαν να το κατάπιε η αχλή του ορίζοντα − κανείς δεν πίστευε στα μάτια του. Η οδύνη τούς κυρίευσε. Κατέβασαν επιτέλους τον Ζαν Αριστίντ απ’ το βαρέλι. Άρχισαν να χτυπιούνται, να οδύρονται, να καταριούνται τους θεούς. Εξαντλημένοι σκεπάστηκαν με ό,τι πανιά περίσσευαν και σωριάστηκαν στην σχεδία. Περισσότερο ψύχραιμος, ο λοχαγός ανασηκώθηκε κάποια στιγμή και πρότεινε να γράψουν σ’ ένα κομμάτι χαρτί μια περίληψη της δυστυχίας τους και να το καρφιτσώσουν στο κατάρτι, ώστε να μάθει όλος ο κόσμος τι συνέβη, αλλά και να κατονομασθούν οι υπεύθυνοι. Ακούγεται σαν να πρόκειται για την διαθήκη μας, ακούστηκε η φωνή ενός γέρου, που όλες αυτές τις ώρες είχε απομείνει καθιστός, με την πλάτη στραμμένη στα τεκταινόμενα, μ’ ένα πανί να του μισοσκεπάζει την λευκή του κόμη, κρατώντας στα χέρια του το ξαπλωμένο σώμα ενός νεαρού −πιθανότατα του άρρωστου γιου του−, αν και ήταν τόσο απόμακρος καθ’ όλη την διάρκεια της περιπέτειας, που κανείς δεν είχε τολμήσει να τον ρωτήσει τι του ήταν ο νεαρός. Έμοιαζε σαν ένας άνθρωπος που δεν ήλπιζε σε τίποτα εδώ και καιρό. Σωπάσανε, με σεβασμό για τον γέρο και για το πεπρωμένο τους.
            Πέρασαν ώρες μέσα στην φριχτότερη απελπισία. Κι έπειτα, ξαφνικά, ενώ προσπαθούσαν να προστατευθούν όπως όπως από τον ανηλεή ήλιο του μεσημεριού, κάποιος άνοιξε τα μάτια κάτω από την ανασηκωμένη πρόχειρη τέντα τους και είδε ένα μπρίκι να έρχεται πλησίστιο προς το μέρος τους. Πλάτες καλυμμένες από φουσκάλες γεμάτες πύον τανύστηκαν, πληγιασμένα χέρια τεντώθηκαν προς την σωτηρία, κάποιοι σύρθηκαν ως την άκρη της σχεδίας. Έβλεπαν πλέον καθαρά την γαλλική σημαία να αναδιπλώνεται στην αύρα, νόμισαν πως διέκριναν ακόμη και τις στολές των ναυτικών στο κατάστρωμα, με τα διακριτικά τους να στέλνουν φευγαλέες αναλαμπές. Το «Άργος» μαϊνάρισε και σταμάτησε σε απόσταση εκατό γιαρδών. Μια βάρκα πλατάγισε πέφτοντας στο νερό. Κάποιος ψιθύρισε κάτι για το χέρι του Θεού, αλλά κανείς δεν του απάντησε. Κάποιος άλλος, προφανώς επανενδυόμενος την ανθρώπινη υπόσταση, σκέφθηκε πως έπρεπε να καθαρίσουν την σχεδία από τα υπολείμματα ανθρώπινης σάρκας που ήταν πεταμένα εδώ κι εκεί, ξεραμένα, σαν πετσιά. Κανείς δεν τον άκουσε. Η λέμβος προσέγγισε την σχεδία, με τα κουπιά της ν’ αντανακλούν φέτες ήλιου. Βλέποντας την ροδαλή, σχεδόν χαρωπή όψη των ναυτών, ο Ζαν Αριστίντ θυμήθηκε −έτσι ακριβώς το είπε− με τι μοιάζουν τα ανθρώπινα όντα.
            Δεν έπραξα σοφά, κύριε Ζερικώ, που παρέμεινα στο «Μέδουσα» μέχρι να φανεί και το πλοίο της δικής μου σωτηρίας; Πόσο θα είχε αντέξει μια γυναίκα πριν η τρυφερή της σάρκα τεμαχισθεί σε ορεκτικές μπριζόλες πάνω στην σχεδία; Και κάτι που ακούγεται τραγικά ειρωνικό. Από τους δεκαπέντε διασωθέντες, όπως γνωρίζετε κι εσείς, επέστρεψαν στη Γαλλία οι δέκα! Οι υπόλοιποι πέντε μάς άφησαν μέρες όχι από τις κακουχίες −είχαν επιβιώσει από τα χειρότερα που μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου κι άλλωστε η ιατρική και διατροφική φροντίδα του πληρώματος του «Άργος» ήταν εξαιρετική− ,όσο γιατί έφαγαν τόσο πολύ, που δεν μπόρεσαν να το αντέξουν. Έσκασαν από το φαΐ και το ποτό, κύριε Ζερικώ, δεν είναι αστείο; Μεταξύ τους και ο Ντιμπάνγκο, ο μαύρος φίλος του Ζαν Αριστίντ.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου