Πριν φύγει από το διαμέρισμά του, είχε προνοήσει να πάρει μαζί του τη μαύρη τσάντα. Σήκωσε ένα-ένα τα πεταμένα βιβλία και τα έβαλε μέσα. Ανάμεσά τους, ήταν Τα Σταφύλια της Οργής και η Αισθηματική Αγωγή. Αν και ήταν και τα δύο κλασικά αναγνώσματα, δεν είχε τύχει να τα διαβάσει ποτέ του. Φυσικά, ο Φλωμπέρ δεν του ήταν εντελώς άγνωστος. Είχε διαβάσει τη Μαντάμ Μποβαρύ στο Γυμνάσιο. Όμως, εκείνη δεν έγραφε τίποτα για τη Μαντάμ Μποβαρύ. Απολύτως τίποτα. Μνημόνευε αποκλειστικά την Αισθηματική Αγωγή. Όταν είχε συναντήσει τη σημείωση για το βιβλίο του Φλομπέρ, είχε εξαγριωθεί. Μα, επιτέλους, γιατί γράφει μόνο για όσα δεν έχω διαβάσει;! Τότε, είχε κλείσει το βιβλίο και είχε κάνει μέρες για να το ξανανοίξει. Σαν να προσπαθούσε με τις σημειώσεις της να του δείξει πόσο αμόρφωτος ήταν. Είχε διαβάσει ελάχιστα μόνο από τα βιβλία της, κι όμως οι άνθρωποι γύρω του-οι σύντροφοί του, δηλαδή- τον αντιμετώπιζαν σαν τέρας μόρφωσης. Τώρα πια, αισθανόταν απλώς τέρας.
Έκλεισε την τσάντα και ξεκίνησε για το σταθμό του μετρό. Κατέβηκε τις κυλιόμενες σκάλες, έφτασε στην αποβάθρα του μετρό και συνειδητοποίησε πως δεν είχε καμία όρεξη να επιστρέψει στον ουρανοξύστη. Ήθελε να βγει, ήθελε να κάνει μια μεγάλη βόλτα στην πόλη. Δε θα πήγαινε, βέβαια, στο κέντρο της πόλης. Εκείνο δεν ήθελε καν να το βλέπει. Αυτό που επιθυμούσε ήταν να περάσει το υπόλοιπο της νύχτας, περπατώντας στο city. Το city τον ενθουσίαζε. Οι άνθρωποι εκεί ήταν πολύ διαφορετικοί από εκείνους του downtown κι αυτή η λεπτή διαφορά τούς έκανε και πιο ενδιαφέροντες.
Πέρασε στην απέναντι πλατφόρμα και επιβιβάστηκε στο τρένο της γραμμής 1. Το μετρό, η καρδιά της πόλης, δεν είχε πολύ κόσμο εκείνη τη βραδιά. Ίσως έφταιγε που ήταν καθημερινή. Ίσως πάλι έφταιγε που ο πληθωρισμός είχε εκτιναχθεί και αρκετοί άνθρωποι είχαν πια κλειστεί στα σπίτια τους. Σε κάθε περίπτωση, λίγες μόνο από τις θέσεις του βαγονιού στο οποίο επέβαινε ήταν γεμάτες. Η καρδιά της πόλης υπολειτουργούσε εκείνη τη νύχτα κι αυτό τον γέμιζε ανησυχία. Προαισθανόταν ότι κάτι κακό θα συνέβαινε.
Αποβιβάστηκε στη στάση που οδηγούσε στο κέντρο του city. Επέστρεψε και πάλι στην επιφάνεια της γης, εισέπνευσε για λίγο τον αέρα του επιχειρηματικού κέντρου και έκανε τα πρώτα βήματα προς τα φώτα της πόλης. Απορούσε με το γεγονός ότι ακόμα και τόσο αργά τη νύχτα οι άνθρωποι των επιχειρήσεων-αυτοί με το κοστούμι και το χαρτοφύλακα- διέσχιζαν φουριόζοι τους δρόμους. Ήταν τόσο πολλοί εκείνη τη νύχτα, που ξεχνούσε ότι βρισκόταν στην πραγματικότητα της πόλης και όχι σε κάποιο έργο του Μαγκρίτ. Ο Ρενέ Μαγκρίτ της άρεσε πολύ, θυμήθηκε. Ειδικά, εκείνο το έργο με τους εραστές και το σεντόνι γύρω από το κεφάλι τους. Έγραφε πως το είχε πετύχει σε κάποια αναδρομική έκθεση του ζωγράφου στο Παρίσι και το είχε τόσο θαυμάσει που αγόρασε και την αφίσα του. Σημείωνε επίσης πως η αφίσα παρέμενε τυλιγμένη ακόμα, γιατί δεν είχε προλάβει να της βάλει μια καθωσπρέπει κορνίζα.
Έπιανε τον εαυτό του να παρατηρεί τους υπαλλήλους των επιχειρήσεων, αναμένοντας να τους δει να ανυψώνονται με τις μαύρες ομπρέλες τους στον ουρανό, όπως στις μαγικές εικόνες του Μαγκρίτ. Χάζευε τους ουρανοξύστες με τα περίεργα σχήματα και τα φαντεζί ονόματα. Είδε το Glacier Building, που μοιάζει με παγόβουνο, να υψώνεται επιβλητικό στο βάθος, ενώ το Snake’s Square χλευάζει τους νόμους της βαρύτητας με την αλαζονεία που διακρίνει μόνο τα ανθρώπινα έργα. Θεωρούσε πως το Snake’s Square ήταν το έμβλημα της ανθρώπινης ματαιοδοξίας. Επρόκειτο για ένα κτίριο γραφείων που ανέβαινε με σπειροειδή τρόπο στον ουρανό, σαν φίδι. Σαν ένα σπιράλ, σαν ένα ελατήριο, ολοστρόγγυλο, χωρίς ακμές. Όλες οι επιφάνειες έμοιαζαν να ρέουν και η εντύπωση της στρογγυλότητας σε γαλήνευε. Καθώς καταλάμβανε μια ολόκληρη πλατεία, το είχαν ονομάσει Snake’s Square, παίζοντας ευφυώς με τις λέξεις. Το τετράγωνο σχήμα στοίχειωνε το κτίριο, ακόμα και μέσα από το όνομά του. Τίποτα δεν μπορεί να είναι ολοστρόγγυλο. Τίποτα.
Εκεί, κάτω από το Snake’s Square, πρόσεξε δύο μορφές που κινούνταν προς το μέρος του. Το πλήθος των ανθρώπων με τις γραβάτες έκανε πέρα για τους δύο αστυνομικούς. Εκείνοι φορούσαν τη χαρακτηριστική στολή των αστυνομικών της πόλης και τον κοιτούσαν αυστηρά. Αναλογίστηκε τι θα γινόταν στην περίπτωση που το έβαζε στα πόδια, αλλά η προοπτική των προειδοποιητικών πυροβολισμών τον ακινητοποίησε από τον τρόμο. Προσποιήθηκε ότι κοίταζε το φιδίσιο κτίριο, για να μην τραβήξει την προσοχή. Ο φόβος τον είχε παραλύσει.
-Μας συγχωρείτε, αλλά μήπως θα μπορούσαμε να δούμε την ταυτότητά σας;
- Βεβαίως! Φυσικά… Δώστε μου ένα λεπτό μόνο, για να τη βρω... γιατ…γιατί…να…κάπου εδώ την έβαλα…αλλά…να…ένα λεπτό, ένα λεπτό, παρακαλώ…
Γνώριζε πολύ καλά πως ταυτότητα δεν είχε, αλλά δε μπορούσε φυσικά να τους το πει. Έτσι, αποφάσισε να αυτοσχεδιάσει μέχρι να βρει έναν τρόπο να το σκάσει, όσο έλεγε και ξαναέλεγε στον εαυτό του ότι πρέπει να ηρεμήσει και να συγκεντρωθεί στην απόδρασή του. Άνοιξε τη μαύρη τσάντα και προσποιήθηκε πως έψαχνε την ταυτότητά του. Έχωνε το χέρι του βαθιά κάτω από τα βιβλία της και ψαχούλευε λίγο τα εξώφυλλα και τις σελίδες, για να φαίνεται πως ψάχνει. Ύστερα, έχωσε το χέρι του σε όλες τις θήκες, κουνώντας το σπαστικά, ενώ χαμογελούσε εγκάρδια στους αστυνομικούς, σαν να απολογούνταν που δεν έβρισκε την ταυτότητα.
Ένα παρόμοιο περιστατικό του είχε συμβεί άλλη μία φορά, όταν ήταν δεκάξι χρονών και είχε επιβιβαστεί χωρίς εισιτήριο στο λεωφορείο. Τότε, όμως, ο ελεγκτής των εισιτηρίων τού είχε απλώς ‘δωρίσει’ μία κλήση, που βεβαίωνε ότι όφειλε να πληρώσει στις αρχές ένα μέτριο ποσό ‘μέσα σε διάστημα ενός μηνός’. Και εκεί το ζήτημα είχε κλείσει. Αυτός είχε πληρώσει το πρόστιμο με τα χρήματα της μάνας του και όλα ήταν καλά. Αυτή τη φορά, όμως, τα πράγματα ήταν σκούρα. Αν τον έπαιρναν μαζί τους σε κάποιο τμήμα, αυτό θα ήταν το τέλος.
Έμενε να ψάξει μόνο μία μικρή θηκούλα στο εσωτερικό της τσάντας και, έπειτα, η προσποίηση θα τελείωνε άδοξα και αυτός θα οδηγούνταν στο αστυνομικό τμήμα.
-Ε…Με συγχωρείτε, αλλά μήπως…μήπως θα μπορούσατε να με βοηθήσετε λίγο; Είναι που… μμμ…προσπαθώ να βρω αυτό το bar και… έχω χαθεί κάπως! Με συγχωρείτε που σας διακόπτω, είμαι λίγο…αδέξια.
Μία κοπέλα που έμοιαζε με φοιτήτρια εμφανίστηκε πίσω από την πλάτη των αστυνομικών και τους ζητούσε βοήθεια, χαμογελώντας ντροπαλά. Οι αστυνομικοί, γύρισαν γρήγορα τις πλάτες τους και έδειξαν τις γυαλιστερές οδοντοστοιχίες τους στην κοπέλα, σπεύδοντας να την καθησυχάσουν.
-Μα, υποχρέωσή μας, δεσποινίς… υποχρέωσή μας!
Αδυνατούσε να πιστέψει την απέραντη βλακεία της σκηνής που διαδραματιζόταν μπροστά στα μάτια του. Η ζωή του έμοιαζε με κινηματογραφική ταινία. Μα, αυτά συμβαίνουν μόνο σε ταινίες! έλεγε μέσα του. Και, μάλιστα, σε κακοφτιαγμένες ταινίες. Δεν έπρεπε, όμως, να χάνει χρόνο. Ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου: ή τώρα… ή ποτέ.
Οι άνθρωποι με τις γραβάτες σχημάτιζαν ένα σμήνος που χυνόταν στους εμπορικούς δρόμους του city. Αυτή ήταν η μοναδική του ευκαιρία. Συλλογίστηκε το φριχτό πόνο του τραύματος από σφαίρα, τη ζωή ενός ισοβίτη και ένα ρυάκι κρύου ιδρώτα έτρεξε στο σβέρκο του. Γύρισε απότομα προς τα πίσω και ανακατεύτηκε με το πλήθος, ευχαριστώντας από μέσα του για την ‘αδεξιότητα’ της φοιτήτριας. Άρχισε να τρέχει μέσα στο κύμα των ανθρώπων, χωρίς να κοιτάζει πίσω. Καθώς έστριβε στη γωνία της λεωφόρου, είδε τους αστυνομικούς να βουτάνε στο πλήθος ξωπίσω του, φωνάζοντας ‘Αστυνομία, αστυνομία!’. Η ταινία του έφτανε στην κορύφωσή της.
Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. Δεν ήξερε γιατί, αλλά δεν ήθελε να συλληφθεί. Η επιθυμία του αυτή δεν είχε κάποια ιδεολογία από πίσω, δεν ήταν παρά μία απλή παρόρμηση, ένα ένστικτο. Ήθελε απλά να το σκάσει, να είναι ελεύθερος. Η έλλειψη πολιτικού στοχασμού πίσω από τη δράση του τον ανησυχούσε, αλλά εξακολουθούσε να τρέχει. Προχωρούσε μέσα στις μεγάλες λεωφόρους μαζί με το πλήθος, γιατί μόνο αυτό μπορούσε να τον προστατέψει. Στιγμιαία σκέφτηκε ότι ο κόσμος του ανταπέδιδε έτσι όλα αυτά που είχε κάνει εκείνος τόσα χρόνια. Όμως, έδιωξε αυτή την ιδέα από το μυαλό του, καθώς έπρεπε να το χρησιμοποιήσει όλο για να το σκάσει. Έπρεπε να το σκάσει, πάση θυσία.
Έστριψε αριστερά σε έναν άλλο μεγάλο δρόμο και είδε το σήμα του μετρό να γυαλίζει στο σκοτάδι. Συνέχισε να τρέχει, ενώ αναλογιζόταν την πιθανότητα να κατέβει στο σταθμό και να πάρει τον υπόγειο. Ίσως έτσι οι κυνηγοί του τον έχαναν. Αν, όμως, το μετρό αργούσε λίγο, αυτό θα μπορούσε να είναι το τέλος του. Προσπέρασε το σταθμό χωρίς δεύτερη σκέψη και έσκυψε το κεφάλι του προς τα μπρος, για να αυξήσει την ταχύτητά του. Δεν ένιωθε καμιά ιδιαίτερη διαφορά στην ταχύτητά του, αλλά είχε εμπιστοσύνη στους νόμους της φυσικής. Όπου συναντούσε μεγάλο δρόμο ή κάποια λεωφόρο, έστριβε και χωνόταν μέσα στο πλήθος. Δεν είχε κανέναν προσανατολισμό: απλώς έστριβε στους μεγάλους δρόμους.
Δε σταμάτησε να τρέχει, παρά μόνον όταν είχαν περάσει τουλάχιστον είκοσι λεπτά από την έναρξη του κυνηγητού. Δεν είχε ρολόι επάνω του, αλλά υπολόγιζε με το μυαλό του ότι είχαν περάσει περίπου είκοσι λεπτά από τη σκηνή στη Snake’s Square. Γύρισε και κοίταξε πίσω του κάθιδρος. Κανείς δεν τον κυνηγούσε πια. Πίσω του ήταν μόνο οι άνθρωποι με τις γραβάτες, που έρχονταν κατά πάνω του βιαστικοί και σκεφτικοί. Ακούμπησε τα χέρια του στα γόνατά του και πήρε κάμποσες βαθιές ανάσες. Φοβόταν ότι είχε ξεχάσει πώς να αναπνέει. Ξανακοίταξε προς τη γωνία του δρόμου. Και πάλι, δεν ερχόταν κανείς γι’ αυτόν. Στα διακόσια μέτρα είδε ξανά το σήμα του μετρό. Αυτή τη φορά πήρε τις κυλιόμενες σκάλες και κατέβηκε στον υπόγειο.
Όταν έφτασε στην κατάλληλη αποβάθρα, το τρένο είχε μόλις σταματήσει. Μπήκε μέσα και σωριάστηκε στην πρώτη άδεια θέση, με τη μαύρη τσάντα ανάμεσα στα πόδια του. Κοίταξε έξω από το παράθυρο και ένιωσε τα μάτια του να σπάνε στο θέαμα των δύο αστυνομικών. Οι κυνηγοί του εμφανίστηκαν τρέχοντας στην αποβάθρα και κοιτούσαν σαν τρελοί, ψάχνοντας αριστερά και δεξιά. Έσκυψε γρήγορα το κεφάλι του και προσποιήθηκε πως έψαχνε κάτι μέσα στην τσάντα του, ψαχουλεύοντας τα βιβλία της άσκοπα για ακόμη μία φορά. Παρακαλούσε από μέσα του να μην ανεβούν στο τρένο. Κρατούσε το κεφάλι του χωμένο μέσα στην τσάντα και ανάμεσα στα πόδια του και περίμενε από στιγμή σε στιγμή να ακούσει τους δύο μπάτσους να φωνάζουν. Το αίμα είχε ανεβεί στο κεφάλι του και νόμιζε πως θα εκραγεί. Κοιτούσε τα Σταφύλια της Οργής μέσα στην τσάντα και τα παρακαλούσε να τον βοηθήσουν. Άκουσε έναν εκκωφαντικό θόρυβο και πάγωσε μονομιάς. Ένιωθε τους μυς στο σώμα του να συσπώνται. Δε μπορεί να με πυροβόλησαν, δε μπορεί.
[από τις εκδόσεις Απόπειρα]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου