Η Αλήθεια έχει τον τρόπο της
George Simenon, Οι άγνωστοι μέσα στο σπίτι
Μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ
Εκδόσεις: Άγρα
Ζορζ Σιμενόν, ένας θρύλος. Έζησε ανάμεσα στα 1903 και 1989, απόλαυσε αμέτρητες ερωμένες, έγραψε δεκάδες χιλιάδες σελίδες. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν και ο Χένρι Μίλερ καταβρόχθιζαν με επιμελή μανία τα βιβλία του.. Τον διαβάζαμε κι εμείς, έφηβοι, στα κιτρινόμαυρα τομίδια των εκδόσεων Λυχνάρι. Τώρα, επανερχόμαστε, τον διαβάζουμε με άλλο μάτι.
Καίτοι δεξιών πολιτικών φρονημάτων, ο Σιμενόν, όπως και ο Μπαλζάκ, γίνεται ανατόμος της αλλοτρίωσης. Μέσα από πλοκές που έχουν την απλότητα των μπλουζ, ωθεί τους ήρωές του στο χείλος του γκρεμού, στου βαρελιού τον πάτο, και, χωρίς σχέδιο ή πρόγραμμα, μέσα από ένα τυχαίο συμβάν, αυτοί θα βρούνε την αλήθεια τους, τη δική τους αλήθεια, όσο αταίριαστη κι αν είναι με την εποχή ή με τις κοινωνικές επιταγές.
Στο παρόν μυθιστόρημα ένας ήπιος αλλά παραιτημένος αλκοολικός δικηγόρος, ο Εκτόρ Λουρσά, ζει με τη σκιά των αναμνήσεων, με μιαν αχανή βιβλιοθήκη που θα ζήλευε ο Μπόρχες, και με την Νικόλ, τη θυγατέρα του. Διαβάζει, τρώει, πίνει, κοιμάται, δεν μιλάει, δεν επικοινωνεί, δεν αναζητεί, σχεδόν δεν υπάρχει, απλώς σέρνεται μες στην αλληλουχία των δευτερολέπτων.
Ένα αναπάντεχο γεγονός, η εύρεση ενός πεθαμένου μέσα στο ίδιο του το σπίτι, τον οδηγεί στη συνειδητοποίηση, στη σκέψη, στη δράση, στην επικοινωνία με την Νικόλ και τους γύρω του, στην άρση της αλλοτρίωσης. Ο Λουρσά, ο οποίος «συνήθιζε στις τρεις να κάνει έναν περίπατο, γύρω από τα ίδια ακριβώς οικοδομικά τετράγωνα, όπως βγάζει κανείς βόλτα ένα σκυλί, μόνο που ήταν σαν το λουρί να το φορούσε ο ίδιος» (σ. 58), τώρα ξαναμπαίνει στη ζωή, ξαναβρίσκει όλο του το μένος (σ. 97), ανακαλύπτει τη «ζωή μιας ομάδας, που δεν την είχε σκεφτεί ποτέ, μια ζωή που αντιτασσόταν στην άλλη, στην επίσημη ζωή της πόλης» (σ. 117), και αισθάνεται τη διάθεση να χιμήξει μπροστά, να εξεγερθεί ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό και στη φονική ανία μιας πόλης/πληγής κακοφορμισμένης.
Απομακρύνεται από το αλκοόλ. Θέλει να τρανταχτεί, «να αποτινάξει από πάνω του τα άχυρα του στάβλου του, τις άσχημες μυρωδιές που ήταν ακόμη κολλημένες στο πετσί του» (σ. 133), και το κάνει. Κι αυτό είναι ο θρίαμβός του. Κάπου, στη σελίδα 128, ο Σιμενόν, μιλώντας για έναν θερμοκέφαλο νεαρό, τον Μανού, μας κλείνει το μάτι αποκαλύπτοντάς μας το συγγραφικό του πρόγραμμα: «Εκεί που οι άλλοι έπαιζαν λίγο πολύ αθώα, εκείνος έφερε έναν επικίνδυνο ρεαλισμό».
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου