Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

Το Διήγημα Αντεπιτίθεται, ΙΙΙ

Δημήτρης Γ. Μαγριπλής

Ιπτάμενος και ανεξέλεγκτος

στον Ίκαρο Μπαμπασάκη



                                                      
Οι μόνοι που δεν φουσκώνουν μπαλόνια, στο σπίτι, είναι η γιαγιά και τα εγγόνια της. Προτιμούν να τους τα φουσκώνουν οι άλλοι. Το αναλαμβάνω πάντοτε, ως αρμοδιότητα.
Έχω φουσκώσει αμέτρητα. Κίτρινα, κόκκινα, μπλε, ακόμη και μαύρα. Φτάνουν όλα ως το ταβάνι. Γκελάρουν και ξαναγυρίζουν πίσω. Συνήθως  έρχονται κατευθείαν σε χέρια. Καμιά φορά  στο γύρισμα σκάζουν σε κεφάλι. Ακούγεται ένα «μπαμ» και γελάμε όλοι. Ευθύς αμέσως φουσκώνω άλλο και το παιχνίδι συνεχίζεται. Συμμετέχουν όλοι, αρκεί το μπαλόνι να μην πέσει στο πάτωμα.
Εκείνη τα μέρα δεχτήκαμε ήττα. Από την αρχή κάτι με ξένιζε. Χρώμα που είχε…πράσινο σαν χλόη που δίψαγε. Παρά την εντύπωση, το σηκώσαμε ψηλά. Χτύπησε οροφή και στην πρώτη υποδοχή, η γιαγιά απάντησε αδύναμα. Ένα - μηδέν. Τα βάλαμε με την παίκτρια και απαιτήσαμε μεγαλύτερη προσοχή από όλους. Στον δεύτερο γύρο, η μικρή προσπάθησε,  μα πάλι χάσαμε.
– Τρίτη και φαρμακερή, φώναξε ο Γιωργάκης.
Ακροβολιστήκαμε στο δωμάτιο, κοιτούσαμε όλοι ψηλά. Με ένα φοβερό μπλονζόν, τελευταία στιγμή, το έσωσα. Κόλλησε όμως στα δυο μου χέρια.  Πάνω που θα φώναζα: «κλείστε το παράθυρο», βρέθηκα έξω.
Ιπτάμενος και ανεξέλεγκτος. Έρμαιο σε ένα μπαλόνι. Με έκανε ό,τι ήθελε. Πήραμε ύψος. Οι δικοί μου προσπάθησαν, μα δεν τα κατάφεραν. Φυσικά δεν χρησιμοποίησαν σφεντόνα. Η πτώση θα ήταν μοιραία.
Ένας κρεμασμένος σε πράσινη φούσκα, να οδηγούμαι από την όρεξη του αέρα. Ταξίδευα μαζί με τα σύννεφα. Και πού δεν πήγαμε. Προς το γιαλό και αντίθετα κοντά στα όρη. Εκεί άρχισε ένα κατακόρυφο. Διαρκής έπαρση. Κοιτούσα μόνο δεξιά και αριστερά, κάτω δεν τόλμαγα.
Είδα τον χάρτη της Ευρώπης χωρίς την Ελλάδα και από την άλλη φωτιές και ερείπια. «Πάει θα καώ σαν τον Ίκαρο», σκέφτηκα. Κάπου  εξέπνευσε η δύναμη. Αρχίσαμε να χάνουμε ύψος. Πέφταμε – πέφταμε χωρίς παρεκκλίσεις. Καθέτως  κάτω. Σε λίγο έφτασα. Είχα τα χέρια ψηλά μα πλέον δεν κράταγα τίποτα. Ακούμπησα ελαφρά τα πόδια στη γη και περίμενα το βάρος μου.        


2 σχόλια:

  1. Τί ωραίο που ήταν! Είχε την ελαφράδα του μπαλονιού, την αθωότητα της παιδικής αφήγησης, την προσδοκία της αλληγορίας, ενώ μπορεί κάλλιστα να διαβαστεί και σαν σχόλιο στην παρούσα κατάσταση εν Ελλάδι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή