Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2011

B for Borges


Borges



Συγγραφέας: Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Τίτλος: Άπαντα Πεζά
Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις: Ελληνικά Γράμματα [2005]
Σελίδες: 760

Ζωή
Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες το 1899. Από μικρός λάτρεψε τα βιβλία και αφοσιώθηκε στα γράμματα. Μπόρεσε να πλάσει ένα ολόκληρο σύμπαν καμωμένο από λογοτεχνικούς, ήρωες, λαβυρίνθους, καθρέφτες, παιχνίδια με τον χρόνο. Έγραψε πεζογραφήματα, δοκίμια, και ποιήματα. Τιμήθηκε με πάμπολλα βραβεία, έδωσε διαλέξεις σε όλον τον κόσμο, αναγορεύτηκε σε επίτιμο διδάκτορα δεκάδων πανεπιστημίων. Έχασε την όρασή του, αλλά έτσι μπόρεσε να ονειρευτεί τον κόσμο σαν ένα πελώριο, περίπλοκο, και πολυπρισματικό λογοτέχνημα. Παντρεύτηκε δύο φορές. Πέθανε τον Ιούνιο του 1986, στην Ελβετία.

Άπαντα Πεζά
Στον τόμο αυτό συγκεντρώνονται κείμενα που έγραψε ο Μπόρχες από το 1935 έως το 1985. Είναι όλα ιστορίες γραμμένες με μια παραπλανητική απλότητα, καμωμένες έτσι που να οδηγούν τον αναγνώστη σε τοπία δαιδαλώδη, σε λαβυρίνθους προορισμένους να τον οδηγήσουν στην καρδιά μιας πρωτόγνωρης ευτυχίας. «Η λογοτεχνία είναι μια μορφή ευτυχίας», έλεγε. Διαβάζουμε εδώ για απατεώνες, μασκοφόρους, βασιλιάδες, προδότες, αιρετικούς. Διαβάζουμε για αλλόκοτους πλανήτες και για αντικείμενα με μαγικές ιδιότητες. Διαβάζουμε για όνειρα και για βιβλία που ανασύρθηκαν από τη λίμνη της λήθης. Διαβάζουμε, ακόμα, για τον ίδιο τον Μπόρχες, για το πώς έπλασε έναν κόσμο συνδυάζοντας την λεπταίσθητη φαντασία του με την λογοτεχνική παράδοση χιλιετιών. Πρόκειται για ένα σύμπαν από λέξεις όπου οι νόμοι της συμβατικής λογικής παραμερίζονται μέσα σε ένα κλίμα ειρωνείας και χλεύης. Πρόκειται για τα απόλυτα και εξόχως διασκεδαστικά παραμύθια των σύγχρονων καιρών.

Στυλ
Ο Μπόρχες καταφέρνει να καταπλήσσει τον αναγνώστη με έναν πετυχημένο συνδυασμό καινοτομίας και παράδοσης, με τη χρήση υλικών που έρχονται από πολύ παλιά, όπως η προφορικότητα της αφήγησης, και υλικών που είναι εξόχως πρωτότυπα, όπως το μπόλιασμα του ενός είδους από το άλλο, η επανειλημμένη προσφυγή στην παρωδία, το ανακάτεμα των στυλ. Έχει έτσι την ευχέρεια να παρουσιάσει τα πιο εξωφρενικά πράγματα ως απλά, καθημερινα, τετριμμένα, και αντιστρόφως τα απλά πράγματα, τους καθρέφτες, τα μαχαίρια, τα πιόνια του σκακιού, ως μυθικά, αλληγορικά, συμβολικά. Η μεγάλη προσφορά του Μπόρχες έγκειται στο ότι με τρόπο λίαν τερπνό εξοικειώνει τον αναγνώστη με όλη την ιστορία της λογοτεχνίας, δελεάζοντάς τον να αγαπήσει τα βιβλία και να διαισθάνεται άλλες, μυστικές, φανταστικές, ποιητικές διαστάσεις των πραγμάτων και των γεγονότων.

Ένα απόσπασμα
Μόνο αυτός που έχει πεθάνει είναι δικός μας~ δικό μας είναι μόνο αυτό που έχουμε χάσσει. Το Ίλιον υπήρξε, αλλά το Ίλιον επιζεί στο εξάμετρο που το θρηνεί. Το Ισραήλ υπήρξε όταν ήταν μια αρχαία νοσταλγία. Με τον  καιρό, κάθε ποίημα γίνεται ελεγεία. Δικές μας είναι οι γυναίκες που μας άφησαν, γλιτώνοντάς μας από το άγχος της αναμονής, τους συναγερμούς και τους τρόμους της ελπίδας. Δεν υπάρχουν άλλοι παράδεισοι απο τους χαμένους παραδείσους.
[Από το αφήγημα «Κατοχή του Χθες», Άπαντα Πεζά, σ. 622]


Πέμπτη 4 Αυγούστου 2011

Καπνισμένες Κάννες / Αστυνομικά, κ.ά.

[Χίλντα Παπαδημητρίου, Μισέλ Ουελμπέκ]



Καπνισμένες Κάννες



Κάννη (η) [καννών]  ΣΤΡΑΤ. το χαλύβδινο κυλινδρικό τμήμα φερόμενου όπλου, μέσα από το οποίο περνάει το βλήμα και εξακοντίζεται προς το στόχο.

Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας





Θελκτικά και λίαν ενδιαφέροντα, πάντα να κινητοποιούν το μυαλό, κάποια εγκλήματα. Όχι στην πραγματική πραγματικότητα, βέβαια, αλλά στη λογοτεχνία. Εγκαινιάζουμε μια στήλη, που εστιάζει στο έγκλημα. Εξάλλου, ενθαρρυντική είναι η δεξίωση του ελληνικού κοινού στα αστυνομικά/περιπετειώδη/κατασκοπευτικά/πολεμικά αναγνώσματα. Θα φροντίζουμε, ο γράφων που ανέλαβε την πρωτοβουλία, καθώς και φίλοι καλοί, να παρουσιάζουμε τέτοια αναγνώσματα με έναν γκρουπαρισμένο, μεθοδικό, συστηματικό τρόπο, επιλέγοντας τόσο από τις απολύτως φρέσκες όσο και από κατά τι παλαιότερες κυκλοφορίες.

            Αρχίζουμε, λοιπόν, με βιβλία, κοινό σημείο των οποίων είναι η σχέση του εγκλήματος με την Τέχνη. Ναι, με την Τέχνη, και δη με την Ζωγραφική, με τη Λογοτεχνία, και με τη Μουσική, και με τον Κινηματογράφο.

           

Έγκλημα & Μουσική: Ύστερα από λαμπρή θητεία στη μετάφραση και με εγνωσμένη αγάπη για τη μουσική σε όρια ασύστολης βινυλιολατρίας, η Χίλντα Παπαδημητρίου (1957) έρχεται να πλουτίσει την ολοένα και πιο πλούσια ερωτοτροπία των Ελλήνων με το αστυνομικό ανάγνωσμα. Για μια χούφτα βινύλια (εκδ. Μεταίχμιο). Η πλοκή σπιντάτη και σπινταρισμένη, όπως και η αφήγηση, με πρωταγωνιστές κάποιους εναπομείναντες μανιακούς της μουσικής όπως μας την δίδαξαν τα 180 γραμμάρια του εκάστοτε βινυλίου. Όλα γύρω από ένα δισκάδικο στη μεθόριο Εξαρχείων-Κολωνακίου, όλα γύρω από ένα παρελθόν που εμμένει στο παρόν αρνούμενο να χαθεί σαν δάκρυ στη βροχή, όλα γύρω από θανάτους που αναστατώνουν μια μικρή κοινότητα ρεκτών του βινυλίου.

            Όλοι οι χαρακτήρες, αγγιγμένοι από το μαγικό ραβδί της Χίλντας, τρέχουν με το Ντεσεβό του ρομαντισμού στη δημοσιά της παρακμασμένης, αλλά ευτυχώς ακόμη ζωντανής, τσαλακωμένης ιπποσύνης της μεγαλούπολης. Ακόμα και με δανεικούς καημούς δεν παύουν να είναι ευαίσθητοι, να μπαινοβγαίνουν στα πάθη τους, να τα αναμοχλεύουν, να κάνουν τσάρκες στο άλλοτε για να αντέχουνε το νυν. Κάπου μαζί τους, θέλοντας και μη, αλλά πιο πολύ θέλοντας, περιφέρεται ο αστυνόμος Χάρης Νικολόπουλος – μακάρι η συγγραφέας να μας δώσει κι άλλες περιπέτειες του εν λόγω αστυνόμου. Ο Νικολόπουλος έχει τα τικ του, όπως κάθε χάρτινος ήρωας τέτοιων αναγνωσμάτων: τρώει γιουβαρλάκια και μουστοκούλουρα, πίνει κόκα-κόλα, καταβροχθίζει νουάρ, κυρίως την κιτρινόμαυρη σειρά του εκδόσεων Λυχνάρι, και ακούει Beatles. Και ζει, ακόμη, με τη μαμά του. Και υποχρεούται τώρα να εξιχνιάσει φόνους μετά μουσικής. Η συνέχεια στις 383 σελίδες του μυθιστορήματος!

           

Έγκλημα & Ζωγραφική: Μέταλλο η πρόζα του, με ποιητικές εκλάμψεις πάντα, και αιχμές κοινωνιολογικής οξύνοιας. Μισέλ Ουελμπέκ (1958) Το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του: Ο Χάρτης και η Επικράτεια, μτφρ. Λίνα Σιπητάνου, εκδ. Εστία. Θύμα θηριώδους θυμηδίας, η ζωγραφική. Ο Ουελμπέκ επινοεί τον Ζεντ Μαρτέν, έναν αγέλαστο καλλιτέχνη ο οποίος διανύει σχεδόν όλες τις εικαστικές επικράτειες επιχειρώντας, ενίοτε με μπλαζέ ύφος, να χαρτογραφήσει το χάος της μεταπολεμικής εποχής. Σπαρταριστή η αφήγηση σε πολλά σημεία, σε άλλα να είναι ένα πολύχρωμο παζλ που πρέπει να συνθέσεις, εντέλει να γίνεται «ένας νοσταλγικός διαλογισμός πάνω στο τέλος της βιομηχανικής εποχής στην Ευρώπη και γενικότερα στη φθαρτή και προσωρινή φύση κάθε ανθρώπινου τομέα παραγωγής» [σ. 419]. Ο Μαρτέν γνωρίζει τον «Μισέλ Ουελμπέκ» – ναι, ο συγγραφέας πρωταγωνιστεί στο ίδιο το μυθιστόρημά του! Ο «Μισέλ Ουελμπέκ» αναλαμβάνει να γράψει το κείμενο για τον κατάλογο της έκθεσης των έργων του Μαρτέν με έργα της Σειράς Απλών Επαγγελμάτων. Λίγο μετά τον καλλιτεχνικό και οικονομικό θρίαμβο του καλλιτέχνη, και σε ένα γαλλικό χωριό τίγκα στη φιλοσοφία και την τέχνη (δρόμοι και πλατείες φέρουν τα ονόματα όπως Ιμμάνουελ Καντ, Μάρτιν Χάιντεγκερ, Λάιμπνιτς, Παρμενίδης, κτλ) θα βρεθεί δολοφονημένος ο συγγραφέας της Πλατφόρμας και των Στοιχειωδών Σωματιδίων.

            Ο Ουελμπέκ φλερτάρει ελαφρώς με το αστυνομικό ανάγνωσμα, αλλά με τον τρόπο που το έκανε ο Peter Handke: ως κριτική σε δεινά των καιρών, αλλά και με ένα σκαμπρόζικο κλείσιμο του ματιού στο είδος. Είναι παρόν και το θρίλερ μέσα από την ανατριχιαστική «τεχνοτροπία» στη δολοφονία του «Μισέλ Ουελμπέκ», που όμως διανθίζεται με ένα νοήμον χιούμορ φιλοτεχνημένο με πινελιές/αναφορές στην ιστορία της μοντέρνας τέχνης (π.χ. τα τεμάχια του πετσοκομμένου πτώματος συν το αίμα σχηματίζουν κάτι που θυμίζει έργο του Τζάκσον Πόλοκ – φαντάζομαι τα γέλια του Ουελμπέκ όταν θα έγραφε αυτές τις αράδες!)

            Ο Χάρτης και η Επικράτεια είναι, παρά το άγριο φονικό, το πιο μειλίχιο μυθιστόρημα του Ουελμπέκ. Και το πιο παιγνιώδες. Ο αναγνώστης θα συναντήσει πολλές μορφές της τέχνης και του στοχασμού των τελευταίων δεκαετιών (Λε Κορμπυζιέ, Βίτγκενσταϊν, Τζεφ Κουνς, Ντάμιεν Χερστ), σκληρές αλλά εύστοχες παρατηρήσεις για το σύμπαν/κύκλωμα των εικαστικών πραγμάτων, μια αστυνομική έρευνα που μας πείθει ότι ο Ουελμπέκ μπορεί μια χαρά να ανταλλάσσει χειραψίες με τον Manchette, τον Izzo, και τον Attia.  Η ζωγραφική γίνεται αιτία να σκοτωθεί βίαια ένας συγγραφέας. Αλλά γίνεται και αφορμή να ξετυλίξει ο Ουελμπέκ καίριες σκέψεις για την κατάσταση της σύγχρονης κοινωνίας και την σχέση της τέχνης και με την καθημερινή ζωή.



Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης



ΥΓ. Στο επόμενο: Έγκλημα και Λογοτεχνία, Έγκλημα και Κινηματογράφος.





Παρασκευή 22 Ιουλίου 2011

Merzbau / Η Στήλη του Σβίττερς / Πάμε προς Αύγουστο!

Merzbau / Η Στήλη του Schwitters







Εσκέπτετο το άστατον των ανθρωπίνων πραγμάτων. Ασκ ολσούν τσιβιρινέκ. Χαρά σ’ εκείνον που ξέρει να τον γυρίζη, τον κόσμον αυτόν.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ο Ξεπεσμένος Δερβίσης

*   *   *

Θέρος/Θάρρος. Πίνω κόκα-κόλα ληγμένη από τον Μάιο, διαβάζω σουηδικά αστυνομικά, ακούω μετά μανίας Thurston Moore. Μας είχε κεράσει ένα ολισθηρό άσμα για τον Gregory Corso, τον πιο Τραχύ Αλάνη των Beat. Τώρα μας δωρίσει έναν ύμνο για την ποιήτρια, και σύντροφο του μέγιστου Arthur Cravan, τη Mina Loy. Ανακαλύπτω τον Steven Jesse Bernstein, παλιόφιλο του William S. Burroughs – ένας σκοτεινός ποιητής της άλλης μεριάς. Εντοπίζω Έλληνες να διαδραματίζουν μυστήριους ρόλους σε περιπετειώδη αναγνώσματα. Ο αδιανόητος Τίτος Σταύρου, στο Έμφυτο Ελάττωμα του Thomas Pynchon [μτφρ. Γιώργος Κυριαζής, εκδ. Καστανιώτης]. Ένας Έλληνας, μια Ελληνίδα, και η Αθήνα πρωταγωνιστούν στην νουάρ νουβέλα Ένα Παράξενο Καλοκαίρι του Κώστα Καλφόπουλου [εκδ. Άγρα]. Και ο αστυνομικός, αλλά και κατάσκοπος, ερωτύλος και ανθρωπιστής Κωνσταντίνος Ζαννής κατακλύζει τις σελίδες του συναρπαστικού μυθιστορήματος Οι Κατάσκοποι των Βαλκανίων του Alan Furst [μτφρ. Χριστιάννα Σακελλαροπούλου, εκδ. Πατάκης]. Και στη σελίδα 46 του μυθιστορήματος τρόμου & αγωνίας Γένεσις 1:26 του Lucas Marmaduke [μτφρ. Ιωάννης Πλέξίδας, εκδ. λογείον] ανακαλύπτω έναν εστιάτορα ελληνικής καταγωγής. Για αυτά τα βιβλία θα μιλήσουμε εκτενώς τις επόμενες Παρασκευές, εδώ, στο Bookspotting.

*   *   *

Ο The Boy: ποιητής, με την ένταση της Ηλιοθεραπείας, ένα ηχητικό παρανάλωμα ψυχής με ασπρόμαυρες φωτογραφίες να πέφτουν απανωτά στα καντράν μιας ξεχαρβαλωμένης κοινωνίας. Μαζί, συγγραφέας – ένα μυθιστόρημα που αγκομαχάει, με πυρετικούς ρυθμούς, από τον The Boy, ένας καταιγισμός εικόνων, πάλι ασπρόμαυρων, μεταλλικών. «Σαν τον Τσάπλιν με τα ξεσκισμένα του κοστούμια. Σαν τον Μόρισον με το δερμάτινό του παντελόνι. Σαν ένα γυμνό κορίτσι σε εξώφυλλο περιοδικού». Από την Inner Ear. Επίσης από την Inner Ear, ο επινοητικότατος King Elephant, βρόμικη πειραγμένη ιλιγγιώδες jazz από ένα τεθλασμένο ταξίδι στην άκρη της νύχτας. Υποκλίνομαι. Αναζητούμε όλα τα έργα που φέρουν την μερακλίδικη υπογραφή της Inner Ear. Ψάξτε: www.inner-ear.gr

*   *   *

Τρία πολύτιμα έντυπα: ποιητική (με άξονα πάντα τον Χάρη Βλαβιανό, ο οποίος μεταφράζει T.S. Eliot, τα περιλάλητα Τέσσερα Κουαρτέτα). αληthεια, με ένα αφιέρωμα στον Alain Badiu και άλλο ένα στην ανάγνωση του Κλεμμένου Γράμματος του Poe από τον Jacques Lacan. Το Δέντρο, με σελίδες για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Και όσιος και αλήτης.

*   *   *

Μείζον εκδοτικό γεγονός, οι Ύμνοι του Ρωμανού Μελωδού, γυρισμένοι στα νέα ελληνικά θαυμάσια από τον αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη. Από τις εκδόσεις Αρμός. Όπου οι λέξεις γίνονται νότες, και σε κατακλύζει η μελωδία τους. Ίσχυσαν όμματα των γηγενών  ουράνιον θεωρήσαι μορφήν~ κατείδον βλέφαρα πηλίνων του αύλου φωτός την ακτίνα την άστεκτον. Και: Μπόρεσαν ανθρώπινα μάτια ουράνια μορφή ν’ αντικρίσουν. Ατένισαν των χωματένιων τα βλέφαρα του αύλου Φωτός την αβάσταχτη αχτίδα. Θα επανέρχομαι εδώ στου Μελωδού τις μελωδίες. Είναι θησαυρός.

*   *   *

Καλό Σαββατοκύριακο,
Φίλες & Φίλοι
Των
Βιβλίων!

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011

Générique / Ζενερίκ / Διαβάζω






Οι Λέξεις και τα Θαύματα




Ο Κάλβος όμως ανθίσταται απολύτως
Γιάννης Βαρβέρης



Οι απώλειες να μας εξοικειώνουν με την αθανασία των δημιουργών. Οι ποιητές, είτε με το χαρτί και το μολύβι το παλεύουν, είτε με το βινύλιο, είτε με τις παρτιτούρες, είτε με το σελιλόιντ, είναι αθάνατοι. Ναι, αθάνατοι είναι, καθότι της μη συμμορφώσεως άγιοι, ως ήθελεν ο Εμπειρίκος.
            1955-2011. Γιάννης Βαρβέρης, αθάνατος: «Ε, ναι αυτοδίδακτοι είμαστε όλοι. Αλλά η εποχή έχει πια τελείως άλλα μοντέλα. Κι εγώ ψάχνω σε όλη την Αθήνα να βρω ένα σταυροκουμπωτό σακάκι, μονόκουμπο, πώς το λένε. Δεν υπάρχει κανένα, πουθενά. Μόνο τρίκουμπα, αυτά τα γιάπικα που φοράνε πια όλος ο κόσμος, οι πάντες» (Η Λογοτεχνία ως Σινεμά, εκδ. Αιγαίον, Λευκωσία 2011 – συζήτηση με τον Σωτήρη Κακίση και τον Γιώργο Πανουσόπουλο).
            1923-2011. Χόρχε Σεμπρούν, αθάνατος: «Δεν πρέπει ν’ αφήσεις τούτη τη σιωπή να παγώσει, σαν ένα στρώμα πυκνό από ζελατίνα πάνω στα αντικείμενα, στις χειρονομίες, έλα, σάλεψε, κάνε κάτι, μίλησε, προκάλεσε, ανακίνησε» (Ο δεύτερος θάνατος του Ραμόν Μερκαντέρ, μτφρ. Άρης Αλεξάνδρου, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1983).
            Από παντού πια επιβάλλεται, τείνει να επιβληθεί, μια παγωμάρα (καίτοι θέρος), μια σιωπή των συναισθημάτων, μια αφλογιστία των λέξεων. Άντε να πεις σήμερα «πυλώνας», «υπέρβαση», «επανεκκίνηση», «διαβούλευση», έτσι που μπογιατίστηκαν οι λέξεις από ξεχαρβαλωμένους πολιτικούς. Ενώ με συγκίνηση θα πεις «σακάκι μονόκουμπο» ή «Δεν πρέπει», όπως, μόλις πιο πάνω, βλέπεις πώς μιλάνε οι ποιητές, πώς σώζουν στιγμές, πώς τις λέξεις τις κάνουν παλμό και συγκίνηση.
            Η ήττα γεννάει κακοβουλία. Αλλά γεννάει και μια δημιουργική μελαγχολία, μιαν αγέρωχη σοφία, σαν αυτή των blues, που η νίκη ποτέ δεν μας προσφέρει. Μπορείς να πεις, η νίκη έχει κομμάτια κιτς, μια χλαπαταγή χαζομάρας, κάτι από παιδοβούβαλο. Ενώ η ήττα, το τσαλάκωμα όπως επιμένει να λέει ο Θάνος Σταθόπουλος, ποιητής των λέξεων και των εικόνων, το στριμωξίδι, το στραπατσάρισμα, ακόμα και η πτώση, η κατρακύλα, σε φέρνουν ποιο σιμά στο τραγούδι, στο βράχνιασμα του βλέμματος, στο άνοιγμα στον άλλον, με μια λέξη (λησμονημένη, για δες!): στην αγάπη. Την αγάπη που οι ποιητές την ψάλλουν, ξανά και ξανά, και δεν την αφήνουνε από τα εικοσιτετράωρά μας να χαθεί.
            Μες στο λαχάνιασμα, το αγκομαχητό των καιρών, νομίζει κανείς ότι χάνεται των λέξεων η μελωδία,  ότι τσακίζεται στις ξέρε η λέμβος της αγάπης, ότι στις λόχμες δαπανάται η δημιουργικότητά μας. Όμως όχι. Όχι πάντα. Όχι συνέχεια. Ξαναπιάνουμε (σάμπως τον αφήσαμε ποτέ;) τον Αλέξανδρο Αδαμαντίου Εμμανουήλ – και χαιρετίζουμε την νέα, αλλά ευπρόσδεκτα βασισμένη σε αυτή του Δόμου, έκδοση των Απάντων του από το Βήμα/βιβλιοθήκη, με την αξιέπαινη φροντίδα της Ελένης Κεχαγιόγλου.
            1851-1911. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, αθάνατος: «Εσηκώθην, αισθανθείς ρώμην τινά, κ’ έφερα ολίγους γύρους περί τον αιγιαλόν, και την μικράν κοιλάδα, βλέπων πόσον η ζωή ήτο γλυκεία, εις τα ωραία, τα έρημ’ ακρογιάλια της πτωχής νήσου μου. Αύρα εφύσα εις τους θάμνους τους μυρωμένους, το κύμα έπαιζε μαλακά εις την άμμον, ή έπληττε με φλοίσβον τους χαμηλούς βράχους, στρουθία εκελαδούσαν εις τα δένδρα, και τρυγόνια ερημικά έφευγον με ταχύν θρουν ανάμεσα εις τας πυκνάς λόχμας. Μετά εν τέταρτον της ώρας, μ’ έκραξεν ο Αταίριαστος».
            Οι λέξεις κάνουν θαύματα. Οι λέξεις είναι θαύματα. Οι λέξεις είναι το αερόπλοιό μας προς τα πέρατα της έσω οικουμένης. Οι λέξεις είναι ό,τι μας φέρνει πιο κοντά τον έναν στον άλλον, και όλους μαζί προς την ουσία του ανθρώπου, προς το τραγούδι που ξεγελάει τον χρόνο, όπως έλεγε ο Andre Breton, που σημαίνει προς το άχρονο πέρα από τη γεύση του χρόνου, προς την αιωνιότητα μέσα από τη γεύση, και τη βία, του χρόνου.
            Θέρος. Και, ναι, η θάλασσα είναι ποίηση αέναη, κινούμενη μυσταγωγία, χρυσαφένια και γαλάζια πανδαισία. Αλλά εμείς, μαζί με το ποίημα του Γιάννη Βαρβέρη, πάντα στο βουνό: «Εξάλλου εγώ δεν κολυμπώ/ διότι δεν είμαι ψάρι/ – Βουνό λοιπόν/ αναφώνησε ο κύριος Φογκ/ και γύρισε από την άλλη μεριά/ την πολυθρόνα του».
           

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Μαρούσι, 14/06/2011


Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011

Merzbau / Η Στήλη του Σβίττερς / Καλό Μήνα!



Merzbau/Η Στήλη του Schwitters/Καλό Μήνα!




Αυτή τη στιγμή διαβάζω Marx. Το Χρήμα Χορεύει για Σένα. Μεταφράζει και προλογίζει η Σώτη Τριανταφύλλου. Εκδ. Πατάκης.

*   *   *

«Μη στεναχωριέσαι, δεν σκέφτομαι ακόμα. Τι άλλο;»
[Τάδε Έφη Ντοκ Σπορτέλο]


Ας αρχίσουμε με το soundtrack: σε πείσμα των καιρών (χαλεποί & ζοφεροί μαζί), ακούμε ξανά και ξανά το Interstellar Overdrive. Έχουμε και λέμε: Syd Barrett, Nick Mason, Roger Waters, Rick Wright, Λονδίνο, 1966/1967, μια βαθιά υπόκλιση, ένα χειροφίλημα. Γιατί; Διότι, και πάλι σε πείσμα των καιρών, κυλήσαμε στην ψυχεδελική αντιπαράνοια του μέγιστου ρέκτη/παίκτη, του έμπειρου & έμπυρου Commander,

Thomas Pynchon
Έμφυτο Ελάττωμα
εκδ. Καστανιώτης

Όπου ο Ντοκ Σπορτέλο, ο μοναδικός ναρκομανής που δεν παίρνει ηρωίνη, σαλταρισμένος απόγονος και συνάδελφος του Φίλιπ Μάρλοου, σερφάρει στην τρέλα, τη δίνη των ήχων και των χρωμάτων, το αλλόκοτο ιλιγγιώδες καλειδοσκόπιο της Δεκαετίας του Εξήντα, και, τίγκα στη μουσική της μαστούρας και τη μαστούρα της μουσικής, μπλέκει αγρίως με εγκληματικούς κύκλους, ελέω της σέξυ Σάστα που φοράει μπλουζάκια με τον [ουάου!!!] Country Joe MacDonald – που, αν θυμάστε, υπογράφει τη μουσική στην [πάλι: ουάου!!!] ταινιάρα Ήσυχες Μέρες στο Κλισύ, και ο νοών νοείτω. Ο Pynchon κλείνει και πάλι το μάτι στην Ελλάδα και στο ρεμπέτικο, πλάθοντας τον Τίτο Σταύρου, έναν απίστευτο (όπως όλοι σε όλα τα βιβλία του Commander) τύπο που νοικιάζει ξεχαρβαλωμένες ψυχοδεδηλωμένες αντιλιμουζίνες και ακούει μετά μανίας Ρόζα Εσκενάζυ, λέγοντας, «Άκου την, τη λατρεύω αυτή την τύπισσα, ήταν η Μπέσι Σμιθ της εποχής μας, τραγουδούσε με την ψυχή». 435 σελίδες, ένας αίνος στη Δεκαετία του Αστροπηδηχτικού Φωτός, μια καντάτα για το Ουρλιαχτό του Υπεριώδους Μυαλού, ένας αποχαλινωμένος μπάλος για τους Μπαξέδες των Διαχρονικώς Αθώων Αλάνηδων. Σαν Raymond Chandler και Ross D. MacDonald που έχουν πάρει ψυχοτρόπα μαζί με το μπέρμπον τους. Όχι μόνο θα επανέλθω, αλλά ΟΛΟ το καλοκαίρι θα μιλάμε εδώ για το Έμφυτο Ελάττωμα, για τη μουσική του, το χιούμορ του, τη μουσική του, και τις λίαν σοβαρές του προεκτάσεις. Ένα Ευαγές Εύγε στον Γιώργο Κυριαζή, τον βραβευμένο άλλωστε για το Ενάντια στη Μέρα, που και πάλι δωρίζει στην ελληνική γλώσσα έναν ακόμα Pynchon.

*   *   *

«Αυτό που μου λείπει σε ύψος, το διαθέτω και με το παραπάνω σε ύφος»
[Τάδε Έφη Ντοκ Σπορτέλο]

*   *   *

Ακούμε επίσης: King Elephant. Ακούμε Λόλεκ και «Αχινό» [Μου δημιουργούν εκνευρισμό/ οι παρανυχίδες που δεν κόβονται/ και τα μεγάλα πάθη/ Που κόβονται γρήγορα], και ό,τι άλλο, μα ό,τι άλλο, κυκλοφορεί από την Inner Ear.

*   *   *

Και διαβάζουμε. Παράλληλες αναγνώσεις. Κατασκοπείες και εγκλήματα. Ένα κουβάρι. Μπλεξίματα και ίντριγκες. Όπως στο,

Νικόλαος Π. Σοϊλαντάκης
Η Αφελής Ελλάς – ο ρασοφόρος κατάσκοπος Νταίηβιντ Μπάλφουρ
εκδ. Αρμός.

Όπου μαθαίνουμε για αυτόν τον εκπληκτικό τύπο, γεννημένο στις 20 Ιανουαρίου του 1903, ο οποίος συνδύασε την πίστη στο Θεό με την ανακάλυψη και κοινοποίηση, στην Intelligence Service, μυστικών. «Πολύπλαγκτη προσωπικότητα», τον χαρακτηρίζει τον Μπάλφουρ ο Σαράντος Καργάκος στον ζουμερό του πρόλογο, ενώ ο Γιώργος Σεφέρης, στο Πολικό Ημερολόγιο σημειώνει, απροκάλυπτα εκνευρισμένος: «Τα στρατεύματά μας λαμβάνουν τις διαταγές τους από τον στρατηγό Paget κι εμείς από τον Μίστερ Balfour, πρώην αγιορείτη καλόγερο, πρώην μακρογενάτο ορθόδοξο παπά, πρώην μικροχιτλερομούστακο ταγματάρχη της ‘εξυπνάδας’ (intelligence). Και δε μας εμπιστεύονται ούτε για τη μετάφραση. Καϋμένη Ελλάδα!»

*   *   *

Να μην ξεχάσω την τακτική επίσκεψη στο περίπτερο για τον (έβδομο σήμερα) Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Εύγε, ξανά, στην Ελένη Κεχαγιόγλου και στο Επιτελείο της!

*   *   *


«Άκου, μεγάλε, δεν επιτρέπω σε κανέναν να αποκαλεί το αυτοκίνητό μου δολοφόνο, εντάξει;»
[Τάδε Έφη Ντοκ Σπορτέλο]


*   *   *






Σάββατο 25 Ιουνίου 2011

Merzbau / Η Στήλη του Σβίττερς / Μονίμως κάθε Παρασκευή





Love is a Dog from Hell

[στην Ελεάννα] 




Ναι, έτσι το έλεγε ο μεγάλος ποιητής Τσαρλς Μπουκόφσκι: Η Αγάπη Είναι Ένας Σκύλος Απ’ Την Κόλαση. Δεν έχει να κάνει με ζαχαρένιες γλυκερότητες και γλυκερές ζαχαρότητες, η Αγάπη. Ο Έρως είναι το τραγούδι που ξεγελάει το Χρόνο, και είναι ενίοτε σκληρός και άγριος και αδυσώπητος και τραχύς και βραχνός. Είναι ακαριαίος και αιώνιος ο Έρως. Είναι ο ανθός της ζωής, αλλά και η ωστική δύναμη που μας διώχνει μακριά από το βόλεμα, το χουχούλιασμα, τη ρουτίνα, τη σήψη της καθημερινότητας (μια σήψη που γίνεται αισθητή, και λίαν οδυνηρή, όταν είναι πια πολύ αργά). Ο Έρως είναι το ευωδιαστό ρόδο, το μεγάλο δώρο της ζωής, αλλά πόσο είμαστε σήμερα ικανοί ένα τέτοιο ρόδο να μυρίσουμε, ένα τέτοιο δώρο να δεξιωθούμε; Οι συγγραφείς και οι ποιητές, αν μιλάνε με όλο τους το είναι για κάτι είναι για τον Έρωτα και το Θάνατο, τις δύο αυτές μεγάλες αντίπαλες στρατιές. Ας τους ακούσουμε. Ποτέ δεν χάσαμε ακούγοντας τους συγγραφείς και τους ποιητές. Ποτέ!

Στη γένεση του έρωτα, το σήμερα γίνεται αιώνιο. Όταν χάσουμε την αγάπη μας, η προσμονή μιας ώρας γίνεται προσμονή χρόνων ολόκληρων ή και αιώνων, και η νοσταλγία της στιγμής αυτής της αιωνιότητας ποτέ δεν μας εγκαταλείπει.
Φραντσέσκο Αλμπερόνι, Το Ξύπνημα του Έρωτα (εκδ. Χατζηνικολή)

Οι ερωτευμένοι κατοικούν και διαβαίνουν τους τόπους με την αίσθηση ότι αναζητούν κάτι άλλο, ενώ στο τέλος οι ίδιοι αυτοί τόποι, η αδιάφορη εξωτερικότητα, αποτελούν το εσωτερικό του έρωτά τους.
Κωστής Παπαγιώργης, Ίμερος και Κλινοπάλη (εκδ. Καστανιώτης)

Η ηδονή του έρωτα, αν και δεν το λέμε, έχει και τ’ αγκάθια της. Έχει όμως και τις χαρές της. Μέσα σε τι παραφορά ολοκληρώνουμε τις πράξεις της, για να ευχαριστήσουμε το πρόσωπο που εκτιμάμε απεριόριστα!
Βλάσιος Πασκάλ, Λόγος για τα πάθη του Έρωτα (εκδ. Ευθύνη)

Ο έρωτας επιτρέπει να ζούμε στο πρόσωπο του άλλου τον δικό μας εσωτερικό κόσμο.
Άλντο Καροτενούτο, Έρως και Πάθος (εκδ. Ίταμος)

Να κερδίζεις πάλι τη μέρα
Να της χαρίζεις την εικόνα και το ξαφνιασμένο όνειρο
Η αγάπη ξεδιπλώνεται
Ας επιστρέψουμε στο μέλλον προς τη λάμψη νέων προσώπων
Και τα λόγια που φέρνουν τις αποτελεσματικές χειρονομίες πέρα από κάθε εντολή.
Νικόλαος Κάλας, Δεκαέξι Γαλλικά Ποιήματα (εκδ. Ύψιλον)

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα// Επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω/ Να μπαίνω σαν Πανσέληνος/ Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ’ αχανή σεντόνια/ Να μαδάω γιασεμιά – κι έχω τη δύναμη/ Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω/ Μέσ’ από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές.
Οδυσσέας Ελύτης, Το Μονόγραμμα (εκδ. Ίκαρος)

Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κι αν κάποτε μιλάμε αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.

Κοντά σου η θλίψη ανοίγει σα λουλούδι
Κι ανύποπτα περνά μες στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι όλα σα χνούδι
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.
Μαρία Πολυδούρη , Μόνο γιατί μ’ αγάπησες (εκδ. Μεταίχμιο)

Επιθυμώ αυτό που έχω, τίποτ’ άλλο.
Η αφθονία μου σαν θάλασσα πληθαίνει,
Κι είναι η αγάπη μου σαν θάλασσα βαθιά.
Όση σου δίνω, τόση έχω πιο πολύ,
Είναι απέραντες κι οι δυο. Καληνύχτα.
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Ρωμαίος και Ιουλιέττα  (εκδ. Πατάκης)








Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011

Merzbau / Η Στήλη του Σβίττερς / Ρωμανός Σκλαβενίτης



MERZBAU
[Κάθε Παρασκευή, μονίμως]


Τράφηκα από την ποίηση, ανατράφηκα με την ποίηση, συναναστράφηκα την ποίηση όπου τη βρήκα (η ποίηση δε βρίσκεται πάντα στα βιβλία με τα ποιήματα) και προχθές βράδυ, διαβάζοντας «Τ’ Αγνάντεμα» του Παπαδιαμάντη συλλογίστηκα μάταια – ακόμα μια φορά – τι είναι η ποίηση; Τι είναι αυτό που μας φέρνει σε αντιστοιχία, σε αντιφέγγισμα με την ομορφιά ή με το ανώτερο; Τι είναι ομορφιά; Επιλογές ύστατες.
Ζήσιμος Λορεντζάτος, Collectanea (εκδ. Δόμος)



Σκακιέρα και Λαβύρινθος

Να χάνεσαι για να βρεθείς, ναι, να χώνεσαι, να χάνεσαι, ξανά και ξανά, αλλά πάντα να έχεις για νήμα την ποίηση της περιπέτειας, την περιπέτεια της ποίησης, και να είναι δίνη και στρόβιλος αλλά και κήπος αχανής. Η λεγόμενη μπλογκόσφαιρα, ένα πελώριο άυλο οικοδόμημα, μια αεικίνητη interzone, ναι, μια διαζώνη όπως έλεγε ο W. S. Burroughs στο Naked Lunch, αλλά και ένα «άλεφ», ένα μαγικό κατιτίς που τα συμπεριλαμβάνει όλα και αλλάζει αενάως, όπως το φαντάστηκε ο Borges.

Έστησα ένα μπλογκ, το La vie est belle et facile [http://belleviefacile.blogspot.com/] όπου καταπιάνομαι με όσα αγάπησα μες στα ερείπια μιας εποχής, με όσους δημιουργούς και όσες προσωπικότητες στάθηκαν οι οδοδείκτες μου: Νίκος Καρούζος, Guy Debord, Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Charles Bukowski, Malcolm Lowry. Αλλά και με τη διαλεκτική των διαθέσεων, με τις εκάστοτε ροπές και τάσεις μου που συνθέτουν την παλλόμενη παρέμβασή μου στην καθημερινότητα. Μετά, έστησα το [Bookspotting http://bookspottings.blogspot.com/], το Απόλυτο Μπλογκ Για Τα Βιβλία όπου παρελαύνουν κείμενα για τις σελίδες που μας πλουτίζουν τη ζωή.

Για μένα, η Μπλογκόσφαιρα είναι σκακιέρα και λαβύρινθος. Και αληθεύει ότι σε όσους άρεσαν οι λαβύρινθοι άρεσε και το σκάκι. Μαθαίνεις να ελίσσεσαι στο επικίνδυνο πεδίο, μαθαίνεις να χαρτογραφείς το χάος, μαθαίνεις να ονειρεύεσαι με τα μάτια ανοιχτά.

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης


*   *   *

Το Τσιτάτο του Σαββατοκύριακου

Η πραγματική δημιουργία απαιτεί, προϋποθέτει, μία ταπείνωση, μία απογύμνωση, και προπαντός μία διακινδύνευση.
Δημήτρης Δημητριάδης, Το Πέρασμα στην Άλλη Όχθη (εκδ. Άγρα, σ. 141)

*   *   *

Σαλόνικα Αμούρ

[Στέφανος Τσιτσόπουλος, Flâneur, Ιανός]


Για πολλούς, η Θεσσαλονίκη δεν είναι απλώς μία πόλη πάνω από τον τροπικό του Καρκίνου και κάτω από τον Αρκτικό Κύκλο, αλλά μία πόλη του ελληνικού κράτους: βρώμικη, δυσλειτουργική, στενόχωρη, φτηνή, ένας φτιασιδωμένος παλιάτσος. Για άλλους, πάλι, η Θεσσαλονίκη είναι ένα ιδρωμένο ανθρώπινο σώμα· οι πατούσες του βυθίζονται στη χθαμαλή δυστοπία και τα χέρια του απλώνονται στον φανταστικό γαλάζιο ουρανό.
   Κοιτούσα πάντοτε τη Θεσσαλονίκη με κάτι μάτια σαν πανσέληνους. Τα δάχτυλα των ποδιών μου ίδρωναν μέσα στα παπούτσια, θορυβημένα κι αυτά απ’ όσα κατέγραφε ανεστραμμένα ο αμφιβληστροειδής μου. Η Θεσσαλονίκη ήταν ένα επαρχιωτικό μόρφωμα, ένα ανοσιούργημα γνήσια ελληνικό- κι ας ήταν ανεστραμμένη. Σε κάθε γωνιά της, μία μπανανόφλουδα σάπιζε· σε κάθε αυτοκινητόδρομο, μία γάτα ψυχορραγούσε, ενόσω οι περαστικοί περιεργάζονταν τα ξεχυμένα της εντόσθια. Πατούσα την άσφαλτο και έτρεμα μήπως το αίμα απ’ την αναποδογυρισμένη γάτα στάξει στο κεφάλι μου. Κοιτούσα τη Θεσσαλονίκη με φρίκη· την κοιτούσα, όμως δεν μπορούσα να τη δω.
   Διαβάζοντας το Flaneur του Στέφανου Τσιτσόπουλου, ανακάλυψα έκπληκτος μιαν άλλη πόλη. Μια πόλη που μοιάζει με το Λος Άντζελες. Η Θεσσαλονίκη ξεκόλλησε από το χάρτη και για λίγες ώρες αιωρούνταν μέσα στην ομίχλη. Ο περιφερειακός την έσφιγγε γύρω-γύρω σαν τα δαχτυλίδια που βάζουν στο στομάχι οι χοντροί για να αδυνατίσουν. Το Πανόραμα στεκόταν εκεί ψηλά, στο λόφο, σιωπηλό· ένα σπίτι, διαπερασμένο μόνο από τις ακτίνες του φωτός, κατόπτευε το πεδινό sprawl που κόβει απότομα η θάλασσα, όπως το σπίτι των Χέντερσον στο Λος Άντζελες του Σαμ Σέπαρντ. Κοιτούσα γύρω, αναζητώντας την κόκκινη Φορντ Μάστανγκ που θα με οδηγούσε στο Παρίσι: όχι στο Παρίσι της Γαλλίας, αλλά στο Παρίσι του Τέξας.
   Το κάλεσμα του ανοιχτού δρόμου που κουδούνιζε στα αυτιά του Τζακ Κέρουακ και των άλλων κακών παιδιών έφτανε επιτέλους και στα δικά μου. Ερχόμουν στη Θεσσαλονίκη, κουβαλώντας μόνο ένα ζευγάρι κλειδιά, όπως ο Άρλο Γκάθρι. Στη Θεσσαλονίκη, όπου ο πειρασμός του αυτοκινητόδρομου συνομιλούσε με τον πειρασμό της απέραντης θάλασσας, το μπλε. Το μπλε του αλμυρού νερού που ενώνεται στον ορίζοντα με το άλλο μπλε, του ουρανού. Ενός ουρανού γεμάτου με αεροπλάνα. Ποιόν δρόμο να πάρω άραγε; Να οδηγήσω, να πετάξω;
   Μέσα από αυτό το βιβλίο, η Θεσσαλονίκη έπαψε να είναι εξάμβλωμα και μεταμορφώθηκε σε αληθινή μητρόπολη. Η πόλη έπαψε να μου φαίνεται ξένη. Eγώ ο ίδιος έπαψα να είμαι ξένος· έπαψα να διαβαίνω μόνος. Ο Τζιμ Μόρισον το είχε σχεδόν πει: people are strange(rs), when you’re a stranger- faces look ugly, when you’re alone.

Ρωμανός Σκλαβενίτης