Οι Λέξεις και τα Θαύματα
Ο Κάλβος όμως ανθίσταται απολύτως
Γιάννης Βαρβέρης
Οι απώλειες να μας εξοικειώνουν με την αθανασία των δημιουργών. Οι ποιητές, είτε με το χαρτί και το μολύβι το παλεύουν, είτε με το βινύλιο, είτε με τις παρτιτούρες, είτε με το σελιλόιντ, είναι αθάνατοι. Ναι, αθάνατοι είναι, καθότι της μη συμμορφώσεως άγιοι, ως ήθελεν ο Εμπειρίκος.
1955-2011. Γιάννης Βαρβέρης, αθάνατος: «Ε, ναι αυτοδίδακτοι είμαστε όλοι. Αλλά η εποχή έχει πια τελείως άλλα μοντέλα. Κι εγώ ψάχνω σε όλη την Αθήνα να βρω ένα σταυροκουμπωτό σακάκι, μονόκουμπο, πώς το λένε. Δεν υπάρχει κανένα, πουθενά. Μόνο τρίκουμπα, αυτά τα γιάπικα που φοράνε πια όλος ο κόσμος, οι πάντες» (Η Λογοτεχνία ως Σινεμά, εκδ. Αιγαίον, Λευκωσία 2011 – συζήτηση με τον Σωτήρη Κακίση και τον Γιώργο Πανουσόπουλο).
1923-2011. Χόρχε Σεμπρούν, αθάνατος: «Δεν πρέπει ν’ αφήσεις τούτη τη σιωπή να παγώσει, σαν ένα στρώμα πυκνό από ζελατίνα πάνω στα αντικείμενα, στις χειρονομίες, έλα, σάλεψε, κάνε κάτι, μίλησε, προκάλεσε, ανακίνησε» (Ο δεύτερος θάνατος του Ραμόν Μερκαντέρ, μτφρ. Άρης Αλεξάνδρου, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1983).
Από παντού πια επιβάλλεται, τείνει να επιβληθεί, μια παγωμάρα (καίτοι θέρος), μια σιωπή των συναισθημάτων, μια αφλογιστία των λέξεων. Άντε να πεις σήμερα «πυλώνας», «υπέρβαση», «επανεκκίνηση», «διαβούλευση», έτσι που μπογιατίστηκαν οι λέξεις από ξεχαρβαλωμένους πολιτικούς. Ενώ με συγκίνηση θα πεις «σακάκι μονόκουμπο» ή «Δεν πρέπει», όπως, μόλις πιο πάνω, βλέπεις πώς μιλάνε οι ποιητές, πώς σώζουν στιγμές, πώς τις λέξεις τις κάνουν παλμό και συγκίνηση.
Η ήττα γεννάει κακοβουλία. Αλλά γεννάει και μια δημιουργική μελαγχολία, μιαν αγέρωχη σοφία, σαν αυτή των blues, που η νίκη ποτέ δεν μας προσφέρει. Μπορείς να πεις, η νίκη έχει κομμάτια κιτς, μια χλαπαταγή χαζομάρας, κάτι από παιδοβούβαλο. Ενώ η ήττα, το τσαλάκωμα όπως επιμένει να λέει ο Θάνος Σταθόπουλος, ποιητής των λέξεων και των εικόνων, το στριμωξίδι, το στραπατσάρισμα, ακόμα και η πτώση, η κατρακύλα, σε φέρνουν ποιο σιμά στο τραγούδι, στο βράχνιασμα του βλέμματος, στο άνοιγμα στον άλλον, με μια λέξη (λησμονημένη, για δες!): στην αγάπη. Την αγάπη που οι ποιητές την ψάλλουν, ξανά και ξανά, και δεν την αφήνουνε από τα εικοσιτετράωρά μας να χαθεί.
Μες στο λαχάνιασμα, το αγκομαχητό των καιρών, νομίζει κανείς ότι χάνεται των λέξεων η μελωδία, ότι τσακίζεται στις ξέρε η λέμβος της αγάπης, ότι στις λόχμες δαπανάται η δημιουργικότητά μας. Όμως όχι. Όχι πάντα. Όχι συνέχεια. Ξαναπιάνουμε (σάμπως τον αφήσαμε ποτέ;) τον Αλέξανδρο Αδαμαντίου Εμμανουήλ – και χαιρετίζουμε την νέα, αλλά ευπρόσδεκτα βασισμένη σε αυτή του Δόμου, έκδοση των Απάντων του από το Βήμα/βιβλιοθήκη, με την αξιέπαινη φροντίδα της Ελένης Κεχαγιόγλου.
1851-1911. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, αθάνατος: «Εσηκώθην, αισθανθείς ρώμην τινά, κ’ έφερα ολίγους γύρους περί τον αιγιαλόν, και την μικράν κοιλάδα, βλέπων πόσον η ζωή ήτο γλυκεία, εις τα ωραία, τα έρημ’ ακρογιάλια της πτωχής νήσου μου. Αύρα εφύσα εις τους θάμνους τους μυρωμένους, το κύμα έπαιζε μαλακά εις την άμμον, ή έπληττε με φλοίσβον τους χαμηλούς βράχους, στρουθία εκελαδούσαν εις τα δένδρα, και τρυγόνια ερημικά έφευγον με ταχύν θρουν ανάμεσα εις τας πυκνάς λόχμας. Μετά εν τέταρτον της ώρας, μ’ έκραξεν ο Αταίριαστος».
Οι λέξεις κάνουν θαύματα. Οι λέξεις είναι θαύματα. Οι λέξεις είναι το αερόπλοιό μας προς τα πέρατα της έσω οικουμένης. Οι λέξεις είναι ό,τι μας φέρνει πιο κοντά τον έναν στον άλλον, και όλους μαζί προς την ουσία του ανθρώπου, προς το τραγούδι που ξεγελάει τον χρόνο, όπως έλεγε ο Andre Breton, που σημαίνει προς το άχρονο πέρα από τη γεύση του χρόνου, προς την αιωνιότητα μέσα από τη γεύση, και τη βία, του χρόνου.
Θέρος. Και, ναι, η θάλασσα είναι ποίηση αέναη, κινούμενη μυσταγωγία, χρυσαφένια και γαλάζια πανδαισία. Αλλά εμείς, μαζί με το ποίημα του Γιάννη Βαρβέρη, πάντα στο βουνό: «Εξάλλου εγώ δεν κολυμπώ/ διότι δεν είμαι ψάρι/ – Βουνό λοιπόν/ αναφώνησε ο κύριος Φογκ/ και γύρισε από την άλλη μεριά/ την πολυθρόνα του».
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Μαρούσι, 14/06/2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου