MERZBAU
[Κάθε Παρασκευή, μονίμως]
Τράφηκα από την ποίηση, ανατράφηκα με την ποίηση, συναναστράφηκα την ποίηση όπου τη βρήκα (η ποίηση δε βρίσκεται πάντα στα βιβλία με τα ποιήματα) και προχθές βράδυ, διαβάζοντας «Τ’ Αγνάντεμα» του Παπαδιαμάντη συλλογίστηκα μάταια – ακόμα μια φορά – τι είναι η ποίηση; Τι είναι αυτό που μας φέρνει σε αντιστοιχία, σε αντιφέγγισμα με την ομορφιά ή με το ανώτερο; Τι είναι ομορφιά; Επιλογές ύστατες.
Ζήσιμος Λορεντζάτος, Collectanea (εκδ. Δόμος)
Σκακιέρα και Λαβύρινθος
Να χάνεσαι για να βρεθείς, ναι, να χώνεσαι, να χάνεσαι, ξανά και ξανά, αλλά πάντα να έχεις για νήμα την ποίηση της περιπέτειας, την περιπέτεια της ποίησης, και να είναι δίνη και στρόβιλος αλλά και κήπος αχανής. Η λεγόμενη μπλογκόσφαιρα, ένα πελώριο άυλο οικοδόμημα, μια αεικίνητη interzone, ναι, μια διαζώνη όπως έλεγε ο W. S. Burroughs στο Naked Lunch, αλλά και ένα «άλεφ», ένα μαγικό κατιτίς που τα συμπεριλαμβάνει όλα και αλλάζει αενάως, όπως το φαντάστηκε ο Borges.
Έστησα ένα μπλογκ, το La vie est belle et facile [http://belleviefacile.blogspot.com/] όπου καταπιάνομαι με όσα αγάπησα μες στα ερείπια μιας εποχής, με όσους δημιουργούς και όσες προσωπικότητες στάθηκαν οι οδοδείκτες μου: Νίκος Καρούζος, Guy Debord, Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Charles Bukowski, Malcolm Lowry. Αλλά και με τη διαλεκτική των διαθέσεων, με τις εκάστοτε ροπές και τάσεις μου που συνθέτουν την παλλόμενη παρέμβασή μου στην καθημερινότητα. Μετά, έστησα το [Bookspotting http://bookspottings.blogspot.com/], το Απόλυτο Μπλογκ Για Τα Βιβλία όπου παρελαύνουν κείμενα για τις σελίδες που μας πλουτίζουν τη ζωή.
Για μένα, η Μπλογκόσφαιρα είναι σκακιέρα και λαβύρινθος. Και αληθεύει ότι σε όσους άρεσαν οι λαβύρινθοι άρεσε και το σκάκι. Μαθαίνεις να ελίσσεσαι στο επικίνδυνο πεδίο, μαθαίνεις να χαρτογραφείς το χάος, μαθαίνεις να ονειρεύεσαι με τα μάτια ανοιχτά.
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
* * *
Το Τσιτάτο του Σαββατοκύριακου
Η πραγματική δημιουργία απαιτεί, προϋποθέτει, μία ταπείνωση, μία απογύμνωση, και προπαντός μία διακινδύνευση.
Δημήτρης Δημητριάδης, Το Πέρασμα στην Άλλη Όχθη (εκδ. Άγρα, σ. 141)
* * *
Σαλόνικα Αμούρ
[Στέφανος Τσιτσόπουλος, Flâneur, Ιανός]
Για πολλούς, η Θεσσαλονίκη δεν είναι απλώς μία πόλη πάνω από τον τροπικό του Καρκίνου και κάτω από τον Αρκτικό Κύκλο, αλλά μία πόλη του ελληνικού κράτους: βρώμικη, δυσλειτουργική, στενόχωρη, φτηνή, ένας φτιασιδωμένος παλιάτσος. Για άλλους, πάλι, η Θεσσαλονίκη είναι ένα ιδρωμένο ανθρώπινο σώμα· οι πατούσες του βυθίζονται στη χθαμαλή δυστοπία και τα χέρια του απλώνονται στον φανταστικό γαλάζιο ουρανό.
Κοιτούσα πάντοτε τη Θεσσαλονίκη με κάτι μάτια σαν πανσέληνους. Τα δάχτυλα των ποδιών μου ίδρωναν μέσα στα παπούτσια, θορυβημένα κι αυτά απ’ όσα κατέγραφε ανεστραμμένα ο αμφιβληστροειδής μου. Η Θεσσαλονίκη ήταν ένα επαρχιωτικό μόρφωμα, ένα ανοσιούργημα γνήσια ελληνικό- κι ας ήταν ανεστραμμένη. Σε κάθε γωνιά της, μία μπανανόφλουδα σάπιζε· σε κάθε αυτοκινητόδρομο, μία γάτα ψυχορραγούσε, ενόσω οι περαστικοί περιεργάζονταν τα ξεχυμένα της εντόσθια. Πατούσα την άσφαλτο και έτρεμα μήπως το αίμα απ’ την αναποδογυρισμένη γάτα στάξει στο κεφάλι μου. Κοιτούσα τη Θεσσαλονίκη με φρίκη· την κοιτούσα, όμως δεν μπορούσα να τη δω.
Διαβάζοντας το Flaneur του Στέφανου Τσιτσόπουλου, ανακάλυψα έκπληκτος μιαν άλλη πόλη. Μια πόλη που μοιάζει με το Λος Άντζελες. Η Θεσσαλονίκη ξεκόλλησε από το χάρτη και για λίγες ώρες αιωρούνταν μέσα στην ομίχλη. Ο περιφερειακός την έσφιγγε γύρω-γύρω σαν τα δαχτυλίδια που βάζουν στο στομάχι οι χοντροί για να αδυνατίσουν. Το Πανόραμα στεκόταν εκεί ψηλά, στο λόφο, σιωπηλό· ένα σπίτι, διαπερασμένο μόνο από τις ακτίνες του φωτός, κατόπτευε το πεδινό sprawl που κόβει απότομα η θάλασσα, όπως το σπίτι των Χέντερσον στο Λος Άντζελες του Σαμ Σέπαρντ. Κοιτούσα γύρω, αναζητώντας την κόκκινη Φορντ Μάστανγκ που θα με οδηγούσε στο Παρίσι: όχι στο Παρίσι της Γαλλίας, αλλά στο Παρίσι του Τέξας.
Το κάλεσμα του ανοιχτού δρόμου που κουδούνιζε στα αυτιά του Τζακ Κέρουακ και των άλλων κακών παιδιών έφτανε επιτέλους και στα δικά μου. Ερχόμουν στη Θεσσαλονίκη, κουβαλώντας μόνο ένα ζευγάρι κλειδιά, όπως ο Άρλο Γκάθρι. Στη Θεσσαλονίκη, όπου ο πειρασμός του αυτοκινητόδρομου συνομιλούσε με τον πειρασμό της απέραντης θάλασσας, το μπλε. Το μπλε του αλμυρού νερού που ενώνεται στον ορίζοντα με το άλλο μπλε, του ουρανού. Ενός ουρανού γεμάτου με αεροπλάνα. Ποιόν δρόμο να πάρω άραγε; Να οδηγήσω, να πετάξω;
Μέσα από αυτό το βιβλίο, η Θεσσαλονίκη έπαψε να είναι εξάμβλωμα και μεταμορφώθηκε σε αληθινή μητρόπολη. Η πόλη έπαψε να μου φαίνεται ξένη. Eγώ ο ίδιος έπαψα να είμαι ξένος· έπαψα να διαβαίνω μόνος. Ο Τζιμ Μόρισον το είχε σχεδόν πει: people are strange(rs), when you’re a stranger- faces look ugly, when you’re alone.
Ρωμανός Σκλαβενίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου