Η Αρχιτεκτονική
της Σκόρπιας Δύναμης
Κάπου σ’ ένα τεράστιο συμπαντικό πισί υπάρχουν όλα τα φάιλ. Εκεί παίζει ό,τι έχει συμβεί απ’ την αρχή, απ’ την έκπληξη, ξέρω ’γω, ή απ’ τον Αδάμ. Μπορεί να ‘’ναι καρφωμένα στον ουρανό, μπορεί να χορεύουν στον αέρα, μπορεί να ‘’ναι σύννεφα, αέρας γεμάτος ζιπ φάιλ ή μπλου τουθ ή μπλακ άι ή όποια γαμημένη τεχνολογία παίζει εκεί πάνω. Κάπως όμως τα κατεβάζεις. Κι άμα τα πειράζεις, τότε ξεχύνεται το μέλλον. Και ξυπνάς. Και την παίζεις τη ζωή μονότερμα
Αλέξης Σταμάτης, Κυριακή [σ. 31]
Η Κυριακή είναι η Αρχιτεκτονική της Σκόρπιας Δύναμης – για να θυμίσουμε τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη και τη Μαρία Μήτσορα μαζί. Ο σαρανταπεντάχρονος δημοσιογράφος Πέτρος Τσακαλώτος και ο δεκαεννιάχρονος εικονολήπτης Βασίλης Σκιάδης συναντιούνται σ’ ένα νεκροταφείο την Κυριακή των εκλογών του 2009. 4 Οκτωβρίου. Δύο κόσμοι ραγισμένοι, δύο ξεχαρβαλωμένα σύμπαντα, συναντιούνται. Ένας Δανός ποιητής επέμενε: πλάσματα συναντιούνται και μια γλυκιά μουσική βγαίνει από τη συνάντησή τους. Αλλά εδώ, στην Κυριακή [εκδ. Καστανιώτης], η μουσική της συνάντησης είναι τραχιά, σπιντάτη και σπινταρισμένη, άγρια, βραχνή. Μια τεθλασμένη μουσική.
Πολλών η ζωή στη μεγαλούπολη δεν είναι παρά ένα κοιμητήριο ελπίδων, ένα νεκροταφείο ονείρων και προσδοκιών, μια μίζερη αλυσίδα μίζερων προδοσιών. Το γαϊτανάκι της ασημαντότητας. Έτσι και ο Πέτρος, έτσι και ο Βασίλης. Ανήμποροι να συνυπάρξουν με άλλους, ανήμποροι και να μείνουν μόνοι. Να κουβαλάνε από μιαν αυτοκτονία ο καθένας του στην πλάτη. Σύζυγος, για τον ένα. Πατέρας, για τον άλλο. Το πικραμύγδαλο της διάψευσης. Η μουντίλα της ματαιότητας. Ο ένας γράφει. Καταγράφει, εκατοντάδες χιλιάδες λέξεις, το αίνιγμα της ζωής του, πασχίζοντας να ανακαλύψει το γιατί της αποτυχίας του στην ύπαρξη. Την αποτυχία όλης της γενιάς του. Μια αποτυχία που, ούτως ή άλλως, δεν μπορεί καν να είναι παταγώδης, καθότι δεν έχει μέγεθος, δεν έχει ούτε στάλα μεγαλείου. Μιζέρια εις την νιοστή. Ο άλλος συνάζει εικόνες. Το κάνει επαγγελματικά, για ένα χαρτζιλίκι, ούτε καν μεροκάματο. Αλλά, κυρίως, συνάζει εικόνες εντός του. Και με μια δική του γλώσσα, πασχίζει και αυτός να καταγράψει το αίνιγμα της ύπαρξης και να δει αν έχει κάποιο νόημα. Συνάζει εικόνες ακατάπαυστα εντός του. Σχεδόν ψυχεδελικές. Ενίοτε εφιαλτικές. Εικόνες-σπαζοκεφαλιές, κυριολεκτικά.
Μπλέκουν. Από μια παρεξήγηση. Ζούνε το φιλμ της Αθήνας, το φιλμ της καθημερινής ζωής, που ναι μεν κυλάει στις σκουριασμένες ράγιες της, αλλά δεν παύει να κρύβει, και να εμφανίζει, εκπλήξεις και απρόοπτα. Απροσδοκήτως, και από ένα λάθος που στον καθένα έχει συμβεί, μπλέκουν. Μπλέκουν με το υπέδαφος της καθημερινής ζωής. Με μια συμμορία, μίζερη κι αυτή, ανθυποσυμμορία, δανειστών/τοκογλύφων.
Μια αμυχή, λίγο αίμα, και η αληθινή ζωή αρχίζει να αργοσαλεύει και πάλι. Κάτι σαν επίτηδες ξεκουρδισμένο νουάρ, σαν μπλουζ που το παραλαμβάνει ο εκλεκτός κύριος Tom Waits και του αλλάζει τα φώτα για να το αναπαλαιώσει. Η πλοκή να είναι, εδώ στην Κυριακή, ένα δέλεαρ για να παρασυρθεί ο αναγνώστης, όπως παρασύρθηκε και ο συγγραφέας, σε σκέψεις για το είναι/γίγνεσθαι άνθρωπος όντως εντός της μεγάλης λαβυρινθώδους κοσμόπολης. Ιταλικός καφές, αμερικάνικο, τσιγάρο, ανατολική μουσική, μονολογεί ο Πέτρος [σ. 62]. Η ζωή στη μεγαλούπολη με έξι λέξεις. Ή, άλλοτε, με τρεις: Ήχοι από στάχτη [σ. 93]. Ή λίγο πιο περιφραστικά/φιλοσοφικά: Δεν υπάρχει φόβος απώλειας, όταν έχεις ήδη απολέσει. Τίποτα δεν τρεμοσβήνει. Όλα έχουν υπάρξει κι έχουν τελειώσει. Μένει η πόλη, ο καιρός, ο χρόνος, ο χώρος, τα ειπωμένα [σ. 91]. Και άλλοτε, σε πολλά κεφάλαια, στην αρχή τους, χαρτογραφικά: Νοτιοδυτικά την Ιπποκράτους προς Ξιφίου, δεξιά στη Διγενή Ακρίτα, δεύτερη δεξιά στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, ανοιχτή στροφή στην πλατεία Αιγύπτου, συνέχεια Πατησίων, δεξιά στην Τήνου [σ. 221].
Η πλοκή, για σένα αναγνώστη. Όπως για σένα θα είναι και η απόλαυση του soundtrack του βιβλίου – πάντα ο Αλέξης Σταμάτης ενθέτει επιλεγμένες μουσικές στα βιβλία του. Εδώ έχουμε Porcupine Tree, ήδη από την 20ή σελίδα. Λίγο πιο κάτω έχουμε και Peter Handke, όταν το παιδί ήταν παιδί, από το αριστουργηματικό φιλμ Der Himmel ueber Berlin, το τελευταίο σημαντικό έργο του Wim Wenders. Βεβαίως, έχουμε πολύ Νίκο Καρούζο, ευφυώς διαλεγμένα θραύσματα από την ποίησή του που σχολιάζουν διαρκώς τα δρώμενα. Έχουμε μια σύνοψη της ζωής στην Αθήνα, λίαν ποιητική και καταιγιστική σύνοψη, σε τρεις σελίδες [123, 124, 125] . Έχουμε ένα ορατό κλείσιμο του ματιού (!) στο Finegans Wake. Και έχουμε, ω αναγνώστη, την έξοχη ευπρόσδεκτη τέρψη, να μετακινηθούμε, θαρρείς με ένα αερόπλοιο, που ενδεχομένως λέγεται Ινκονβήνιενς, όχι μόνο στο χώρο αλλά και στο χρόνο, και να πάμε στις αρχές του αιώνα, να πάμε από την σελίδα 168 της Κυριακής στη σελίδα 996 μιας άλλης μέρας, ενός άλλου μυθιστορήματος, Ενάντια στη μέρα. Οι λέξεις μπορεί να έχουν ενίοτε το βάρος μιας νεογέννητης σκνίπας. Οι λέξεις, πάντως, του μυθιστοριογράφου, έχουν πάντα βάρος. Οι λέξεις του μυθιστοριογράφου γίνονται οδόσημα. Οι λέξεις του μυθιστοριογράφου είναι γενναιόδωρο χάρισμα και μοίρασμα. Φώτα πορείας, είναι οι λέξεις, μέσα στα θαμπά, ακόμα και σκοτεινά, τοπία μιας ζωής που μοιάζει κατατεμαχισμένη.
Ευχαριστώ τον Αλέξη για τις λέξεις. Ευχαριστώ τον Σταμάτη που δεν σταματάει.
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου