Μετά το κούρεμα έρχεται η φάπα
[ανέκδοτο διήγημα
του
Δημήτρη Μαγριπλή]
Από μικρός είχα αντιπάθεια στο κούρεμα. Αυτό ξεκίνησε με την πρώτη τάξη του δημοτικού. Όσο κι αν προσπάθησε η μάνα μου να το παρακάμψει, η διαταγή ήταν ρητή. «Με την ψιλή». Τι να κάνουμε λοιπόν, επήγαμε στον μπαρμπέρη της γειτονιάς. Έκλεισα τα μάτια και άκουγα το μονότονο ήχο της μηχανής. Όπως στο γήπεδο, ένοιωθα να ανοίγουν διάδρομοι στην επιφάνειά μου. Μετά από λίγο κάποιες λεπτομέρειες και να σου έτοιμος. Με την έξοδο γύρισα και αποχαιρέτησα τα μαλλάκια μου. Τα έβλεπα να πέφτουν στον κάδο. Ήταν σαν την βιβλική περικοπή. Έχασα την δύναμή μου. Άσε που κρύωνα κιόλας.
- Ιδέα σου είναι, μου εξήγησε η μητέρα μου και με πέρασε στο απέναντι ζαχαροπλαστείο για προφιτερόλ. Τα καλύτερα γλυκά στο Κουκάκι.
Την επομένη σηκώθηκα πρωί. Με την τσίμπλα στο μάτι και γκρίνια πολλή, φόρεσα την μπλε μακριά ποδιά, με τον άσπρο γιακά. Μου έριξε λίγο νερό στον γλόμπο και κίνησα για το σχολείο. «Εβδομηκοστό Δημοτικό Σχολείο», το επονομαζόμενο του «Μπούρα», στις παρυφές της Ακροπόλεως.
Όλα τα παιδάκια με ίδια στολή. Η μόνη διαφορά ήταν στο κούρεμα. Τα αγόρια γουλί και τα κορίτσια με πλούσια χαίτη.
- Άριστα, είπε μετά τον εθνικό ύμνο, ο διευθυντής.
Η δασκάλα μάς έβαλε σε θρανία και εξέτασε με προσοχή τα κεφάλια μας. Μετά την εξέταση των νυχιών και την κιτρινίλα στα αυτάκια, ξεκινήσαμε την εκπαιδευτική διαδικασία.
Κάθισα μαζί με τον Στελάκη. Ήταν μακρινός συγγενής. Από το ίδιο χωριό της Κρήτης και επιπλέον οι δικοί μας είχαν στενές επαφές. Ο πατέρας του, αξιωματικός της ασφάλειας, παρακολουθούσε το σπίτι μας. Έψαχνε για τον πατέρα μου που είχε φύγει, για να γλυτώσει την σύλληψη. Με αυτή την ευθύνη διένυσε όλη την περίοδο της χούντας. Όταν ο πατέρας μου επιτέλους επέστρεψε, η συνάντησή τους ήταν το ίδιο εγκάρδια όπως η δική μου με τον Στελάκη. Έξω από τον κινηματογράφο «Ερέχθειο», ο κύριος Μανώλης κατουρήθηκε, μετά από κάποιες κουβέντες που του ψιθύρισε στο αυτί.
- Από την συγκίνηση, μου εξήγησε ο πατέρας μου. Είχε τόσο καιρό να με δει και δεν μπόρεσε να κρατηθεί.
Η αλήθεια είναι ότι δεν τον ξαναείδαμε στη γωνία του απέναντι δρόμου. Στην αρχή μας κακοφάνηκε, μα έπειτα από λίγο συνηθίσαμε την έλλειψη του σύντεκνου. Στο σχολείο μού άλλαξαν θρανίο. Γλύτωσε και ο διπλανός μου το κατούρημα. Είχε καταντήσει εμπόδιο για την σχολική του επίδοση το γεγονός ότι έφευγε νωρίτερα για το σπίτι του. Μέχρι να αλλάξει δεν προλάβαινε να γυρίσει για τις τελευταίες ώρες. Φυσικά λόγω μυρωδιάς είχα και εγώ αποσπασμένη προσοχή. Αυτό επιδρούσε γενικότερα στον χαρακτήρα μου.
- Είναι ατίθασος, έλεγε η κυρία στην μητέρα μου.
Τι να κάνει και αυτή, μου φώναζε και τραβώντας μου το αυτί, με έβαζε να ζητάω συγγνώμη. Το έκανα με διάθεση μετανοίας, αλλά να, το έθιμο. Μπορούσα να το παραβώ; Ο Στελάκης ερχόταν κάθε τρεις και λίγο με καλοξυρισμένο κρανίο.
Την εποχή εκείνη οι παραδόσεις ήταν σπουδαία υπόθεση. Το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», δέσποζε ως ρήση παντού. Επρόκειτο για κανόνα. Πώς λοιπόν να παρεκκλίνω; Όσο όμως κι αν το επαναλάμβανα σαν δικαιολογία, μόνο με την μεταπολίτευση σώθηκε το αυτί μου. Με εντολή του υπουργείου, οι ποδιές για τα αγόρια κόντυναν και το κούρεμα έγινε ανεκτό. Υπήρχαν τούφες και αργότερα μαλλί μέχρι δέκα πόντους. Άλλαξε η διάθεση. Αγόρασα χτένα και κάθε πρωί έβαζα και λίγο λεμόνι για να κάτσουν. Οι μεγαλύτεροι είχαν την τσατσάρα στην κωλότσεπη.
Όλες αυτές οι ανοχές, ατόνησαν την ουσία των εθίμων. Δεν υπήρχε προφιτερόλ μετά το κουρείο, σαφώς τα παιδάκια δεν θύμιζαν Νταχάου και οι δάσκαλοι δεν ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για την καθαριότητα των αυτιών και των νυχιών μας. Ο χάρακας παρέπεμπε μόνο σε γεωμετρικό όργανο και η φάπα που ακολουθούσε το κούρεμα απαγορεύτηκε δια ροπάλου. Μάθαμε νέες λέξεις όπως εκλογές και ταυτίζαμε το δημοψήφισμα με τακτικές καθεστώτων που πέρασαν.
Αργότερα ξεφύγαμε εντελώς. Είχες όσο μαλλί ήθελες και μόνο για τον φόβο της ψείρας, που κατά καιρούς επανεμφανιζόταν στις σχολικές αίθουσες, αραίωνες τις τρίχες της κεφαλής σου. Και τούτο ανεκτά. Άφηνα πάντοτε ουρίτσα και μάλιστα μέχρι την ωμοπλάτη. Το μαρτύριο του κουρέματος ήταν παρελθόν και μαζί του και η μόδα των στρατοπέδων.
Όλα τα παραπάνω τα είχα εντελώς ξεχάσει, μέχρι την εποχή της τρόικας. Ξαφνικά ακούστηκε πάλι η επιταγή του κουρέματος. Στην αρχή ως φήμη και κατόπιν επιτακτικά. Μου φαινόταν ότι το ήθελαν όλοι και έτσι δεν είχα λόγια να αντιδράσω. Βαθειά δημοκράτης, αρκέστηκα να προετοιμάσω τον εαυτό μου για την επαναφορά του εθίμου. Κάθε βράδυ έκανα μασάζ στον σβέρκο μου και τουλάχιστον επί μισή ώρα την ημέρα κοιτούσα την παλάμη μου. Να συνηθίσω. Πήρα σβάρνα τη γειτονιά και εντόπισα όλα τα κομμωτήρια. Από τις βιτρίνες έβλεπα τον χώρο και ζητούσα εξοικείωση με την καρέκλα της θυσίας.
«Αν πρόκειται για την πατρίδα…» σκεφτόμουν και έπαιρνα θάρρος. Ένα πρωινό άκουσα την είδηση. «Κούρεμα». Βγήκα φουριόζος και κατευθύνθηκα στο πλησιέστερο εξειδικευμένο κατάστημα. Γνώριζα και την κομμώτρια. Πανέμορφη. Όλα έδειχναν επομένως οικεία.
- Πόσο θέλετε; με ρώτησε η ειδικός.
- Όσο είναι η μόδα, απάντησα χαμογελώντας.
Άρχισε να κόβει. Στην αρχή πάει η ουρίτσα, μετά πάει και η πλούσια χαίτη. Κάτι το τηλέφωνο να χτυπά, κάτι εγώ να κοιτώ με θαυμασμό το μπούστο της, ήρθε και ο φίλος μου ο Σάκης και άρχισε την συζήτηση για τον απερχόμενο πρωθυπουργό. Ήταν από τους τελευταίους θιασώτες του. Σπάνιο πράγμα. Ξεχαστήκαμε όλοι. Σε μια φάση κοιτάζομαι στον καθρέπτη.
- Να συνεχίσω; με ρωτά η δεσποινίς Άντζελα.
Πώς να αρνηθώ; Είχα μελώσει από το πολύ χάδι.
- Ό,τι κρίνετε εσείς, λέω με διάθεση απόλυτης υποταγής.
Παίρνει μπρος η μηχανή και σε ελάχιστο, αντανακλά ο ήλιος της δικαιοσύνης επάνω μου. Μου βάζει ταλκ, βγάζει την ποδιά και με ταχύτητα μαζεύει τα πεσμένα φτερά μου, από το πάτωμα.
Με τον Σάκη ανεβήκαμε προς του Φιλοπάππου. Λίγο πριν από το σπίτι του μουσικοσυνθέτη θυμήθηκε το έθιμο. Δεν υπήρχαν περιθώρια αποφυγής. Έσκυψα το λαιμό και πήρα ανάσα. «Φλαπ», έσκασε η σφαλιάρα.
- Με τις υγείες σου, μου ευχήθηκε.
- Χαιρετισμούς στον Στελάκη και στον μπαμπά σου, του είπα και μπήκα φουριόζος στο σπίτι. Εκείνο το μπλε πουκάμισο με τον άσπρο γιακά δεν μου πήγαινε αισθητικά και είπα να αλλάξω.
Υ.Γ. ανέκδοτο διήγημα
Ο Δ. Γ. Μαγριπλής είναι διδάκτορας της Κοινωνιολογίας και πρωτοεμφανίστηκε στην λογοτεχνία με το ψευδώνυμο Φώτης Αδάμης και τα «Μαθήματα Κηπουρικής και άλλα διηγήματα», από τις εκδόσεις Σοκόλη, το 2007. Το 2010 κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική του συλλογή: «Στα τέταρτα του χρόνου» στο «Χρώμα και λόγος», Επί- γνωση / Αν. Σταμούλης, Θεσσαλονίκη, σε συνεργασία με την εικαστικό Α. Κοκονάκη. Το 2011 κυκλοφόρησε η δεύτερη συλλογή διηγημάτων του με τίτλο: «Κρυφές Ενοχές», στην σειρά Επί- γνωση, του εκδοτικού οίκου Αν. Σταμούλη, στην Θεσσαλονίκη. Τα βιβλία του κυκλοφορούν διαδικτυακά, σε όλα τα βιβλιοπωλεία της χώρας.