Ο Μονόλογος της Φυλλολίφυ
στην «Αγρύπνια των
Φίννεγκαν»,
του Τζέιμς Τζόυς.
«Μιφλάει η Φυλλολίφυ... Να με
αγαπονεροθυμάσαι... Τέλος, ξανά».
Η
ταλάντωση του εκκρεμούς της ζωής φθίνει. Το ταξίδι, μέσα στη χαοτάξη της Αγρύπνιας
που είναι η ίδια η ζωή, πλησιάζει στο τέλος του. Ο παράξενος χαοτικός ελκυστής
έχει εμφανιστεί στον χώρο των φάσεων, τον πολυδιάστατο φανταστικό χώρο του
χάρτη της τροχιάς της Αγρύπνιας. Δεν είναι ο συνηθισμένος ελκυστής μιας φθίνουσας
ταλάντωσης, Είναι ο παράξενος χαοτικός ελκυστής σε έναν κόσμο πολλών βαθμών
ελευθερίας, ο οποίος κινείται, διαγράφοντας τροχιές, σε όλες τις πραγματικές και
φανταστικές διαστάσεις. «όταν βγαίνουμε έξω προς όλες τις κατευθύνσεις στην Οδό
Βατερλοθαυματοχώρας:
when we go out in all directions on Wanterlond Road (FW 618:21-22).
Οι δύο κόσμοι,
οι ζωές της ΑΛΠ (Άννα Λίβια Πολληόμορφη), που τώρα έχει το όνομα Φυλλολίφη και
του ΝΟΚ (Να Ο Καθένας), των πρωτεϊκών πρωταγωνιστών της Αγρύπνιας, έλκονται από τον ελκυστή οριακού κύκλου,
καθώς οι τροχιές της ζωής τους κυκλώνουν στην επιφάνεια του χαοτικού παράξενου τόρου-ελκυστή,
(ο τόρος έχει το σχήμα σαμπρέλας), περνώντας με επαναληπτική ανάδραση, ξανά και
ξανά από τα ίδια σημεία, σε μια πορεία προς το χάος, εξαρτώμενη από τις αρχικές
συνθήκες. «Συνεπώς, εμείς ζήσαμε σε δύο κόσμους... το ξεκίνημα κερδίζει το
παιχνίδι: Hence we've lived in two worlds... Innition wons agame» (FW 619:11,
614:17-18)»
Στην καρδιά του
παράξενου χαοτικού ελκυστή πάλλει το μιγαδικό (φανταστικό και πραγματικό)
σύνολο της κλασματικής αυτοομοιότητας, που με καθαρότητα μαθηματική εκφράζει τη
βαθύτερη δομή του φυσικού κόσμου. Το μέρος
περιέχει το όλον, του οποίου αποτελεί μέρος. Ένα ολομερικό, αυτοόμοιο
σύνολο. Ένα ολόγραμμα της χαοτάξης του χαόκοσμου της Αγρύπνιας και του κόσμου
μας . «Όταν ένα μέρος τόσο μικρό κάνει
τη δουλειά για το όλο
γρήγορα μαθαίνουμε να χρησιμοποιούμε ένα ολογιακομματάκι:
When
a part so ptee does duty for the holos we soon grow to use of an allforabit.» (FW 18:36, 19:1-2).
Η ονειρική νύχτα
της Αγρύπνιας τελειώνει. Η μέρα αχνοφέγγει. Ο ταξιδευτής
του χαοτακτικού σύμπαντος
της Αγρύπνιας, ο ΝΟΚ, είναι ξαπλωμένος
δίπλα στην γερασμένη, πια, συνταξιδιώτισσα γυναίκα του ΑΛΠ. Ο άντρας και η γυναίκα έχουν
διαχωριστεί. Αυτός και αυτή είναι τώρα
μόνον ο εαυτός των. Σε όλη τη διάρκεια του μονολόγου εκείνος μένει ακίνητος στο
κρεβάτι.
Στον
βαθύ ύπνο, λίγο πριν το ξύπνημα, όπου τα όνειρα είναι πιο ζωντανά, η ΑΛΠ γράφει το τελευταίο της γράμμα. Το υπογράφει ως «Ανναστοργική
Λιβιοκαθαρή, Πολυμικροόμορφη:
Alma Luvia, Pollabella» (FW 619:16). Ο
εξομολογητικός μονόλογος που ακολουθεί θα την καθαρίσει (Λιβιοκαθαρή) από τη
βρομιά της ζωής. Ανανεωμένη, κεκαθαρμένη, η Πολυμικροόμορφη θα παραδοθεί στον
ωκεανό πατέρα του αιώνιου τέλους.
Το τέλος του ΝΟΚ, το
τέλος και των δυό τους πλησιάζει. Ο χρόνος τους
σχεδόν τελείωσε. Για μια στιγμή, η ΑΛΠ, ονειρεύεται
την κηδεία του. «Η φινχαζοκηδεία [5]
του θα κρυφολάβει παρακαλωχώρα[6]
την φρικοέκτη[7]
ώρα σημεροτρίτη[8].
His fooneral will sneak pleace by creeps o'clock toosday.» (FW
617:20-21).
Όμως, αυτός που είναι
θαμμένος κάτω από τον λόφο του Χοθ είναι ένας
άλλος. «Αυτός είναι ένας άλλος αυτός που είναι θαμμένος κάτω από τον λόφο του χοθ[9]:
He is another he what stays under the himp of holth..» (FW
619:11-12). Ο Φινν Μακ Κουλ, ο μυθικός ήρωας της Ιρλανδίας, που στην Αγρύπνια
ταυτίζεται με τον ΝΟΚ.
Εδώ,
δίπλα της, βρίσκεται ο άλλος, με το πραγματικό του όνομα, Αγρυπναυτιάς, που
τώρα απλώς κοιμάται. «εδωξυπνητοαγρυπναυτιάς[10]
που μόνος του θα σηκωθεί ορθωμένος, ... νέος όπως παλιά ... για το καθημερινό
φρεσκοεξομολογητήριο[11],
ένας τοσοδούλης γαλίφης. The herewaker who
will get himself up and erect, ... young as of old, for daily comfreshenall, a
wee one woos.» (FW 619: 11-15). Ένας
τοσοδούλης γαλίφης, νέος όπως παλιά, έτοιμος, ξανά να την πλανέψει, και να την
ξανανιώσει.
Με
τη νέα ημέρα που έρχεται η ΑΛΠ προσδοκά μια καινούργια, καλύτερη αρχή. Ένα
καινούργιο ξεκίνημα που θα φέρει ενότητα και την ειρήνευση, συνθέτοντας τα αντίθετα.
«...όταν θα έχουμε
αποκτήσει ενότητα θα περάσουμε στην διαφορετικότητα και όταν θα έχουμε περάσει στη διαφορετικότητα θα
έχουμε αποκτήσει το ένστικτο της μάχης και όταν θα έχουμε αποκτήσει το ένστικτο
της μάχης θα γυρίσουμε πίσω στο πνεύμα της ειρήνευσης; So
that when we shall have acquired unification we shall pass on to diversity and
when we shall have passed on to diversity we shall have acquired the instinct
of combat and when we shall have acquired the instinct of combat we shall pass
back to the spirit of appeasement? (FW 610.23-27)
Μια
η ειρήνευση που θα τη φέρει το φώς του Λόγου, «Με το φως του λαμπρού λόγου που
ημεροστελνοκατεβαίνει
σε μάς από ψηλά... By the light of the bright reason which daysends to
us from the high. (610:23-29). Με το φως
του Λόγου θα έρθει και «η αναγέννηση του ανθρώπου The regeneration of all man. (FW 606:11-12),
Κί
όμως το φως του λόγου, δεν φωτίζει πάντα τους ανθρώπους. Το ξέρει καλά ο
Ηράκλειτος: «ενώ ο λόγος αυτός υπάρχει πάντα δεν τον κατανοούν οι άνθρωποι. «Του
δε λόγου τουδ’ εόντος ξυνού αιεί
αξύνετοι γίνονται άνθρωποι:». «Κι η αλήθεια του σήμερα του αύριο μόδα. Today's truth, tomorrow's trend. (FW 614:21).
Ο Βικόκυκλος του Βίκο, με το «μυλογυριστό[14]
μας βικοκυκλόμετρο[15].
Our
wholemole millwheeling vicociclometer, ...» (FW 614:27-28), μετράει
τον χρόνο της αέναης επιστροφής.
«Τι πέρασε;
Πώς τελειώνει αυτό;
...αρχίζω να το ξεχνάω.
What has gone?
How it ends? ...Begin to forget it.» (FW 614.19-20). Το
παρελθόν, όπως και το όνειρο ξεθωριάζει. Ξεχνιέται. Όμως, ζει μέσα στο παρόν,
που πριν καλά καλά γίνει μέλλον, είναι ήδη παρελθόν. Παραπεταμένο «Κάπου
ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη» το παρελθόν (Ο. Ελύτης), «Αυτό θα θυμάται τον εαυτό
του από κάθε πλευρά, με όλες τις χειρονομίες, σε κάθε μας λέξη. It
will remember itself from every sides, with
all gestures, in each our word.» (FW 614.20-21).
Προσδοκά μια καινούργια
αρχή η ΑΛΠ, μα αναρωτιέται για πού; «Θρέψαμε
προσδοκίες; Γιατιμετά
τι πλωρηπουγιαπάντα;
Have
we cherished expectations? Whyafter what forewhere?» (FW 614.23-24).
Η ζωή ποτέ δεν είναι η
ίδια. « Όπως παλιά ήταν η ζωή μας είναι
αδυνατοδυνατό[18]
να είναι. Παραδομένο έτσι.:
Since ancient was our living is in possible to be. Delivered as.» (FW 614:9-10). Τα παθήματα του παρελθόντος δεν
γίνονται μαθήματα. Οι άνθρωποι «Ελάβομεν νουν
καθηγεμόνα και του ανοηταίνειν ου παυόμεθα» (Γρηγόριος Παλαμάς).
Το
γράμμα τελείωσε, γράφηκε και υπογράφηκε. Το όνειρο ξεθωριάζει. Η ΑΛΠ (Άννα Λίβια Πολυόμορφη, η Ανναστοργική
Λιβιοκαθαρτική Πολυμικροόμορφη) αργοξυπνάει. Καλημερίζοντας τη καινούργια μέρα
, δηλώνει μια νέα ταυτότητα: «Μιφλάει η Φυλλολίφυ[19]».
Ο ποταμός Λίφη του Δουβλίνου, μα και τα φύλλα του δέντρου της ζωής.
Μιλάει
η Γυναίκα της Αγρύπνιας, εκείνο το πάντα αινιγματικό «άλλο», που η φύση του δεν
μπορεί να συλληφθεί πλήρως και η κελαρυστή, ποταμίσια ομιλία της δεν γίνεται
πάντα κατανοητή. «Ψευδίζοντας αυτή του
ψυθύγιζε όλη την γώρα γι’ αυθό κι’ αυθό κι’ έθι κι’ έθι[20].
Αυτή ακ αυτή έτσι πρε να γε[21].
Κατάρα[22],
μόνο να μπορούσε να την καταλάβει[23]!
Ανεπαίσθητα[24], αυτός μακρυακούει[25]. With lipth she lithpeth to him all to time of thuch on
thuch and thow on thow. She he she ho she ha to la. Hairfluke, if he could bad
twig her! Impalpabunt, he abhears.» (FW 23:23-26). Το θηλυκό,
«μια λάμψη, κι αν είδες, είδες» (Ο. Ελύτης). Ποταμορροή, πάντα ρέων ποταμός,
στον οποίο δεν μπορείς να μπεις δύο φορές, στον ίδιο: «ποταμώ γαρ ουκ έστιν
εμβήναι δις τω αυτώ» (Ηράκλειτος).
Στον
μονόλογο της Φυλλολιφυ ακούγεται η πραγματική φωνή της ΑΛΠ, της γυναίκας, που η
εικόνα της, τώρα πια, δεν είναι
αντανάκλση της εικόνας που έχει ο ο άντρας (ΝΟΚ) γι αυτήν. Δεν χρωματίζεται από τις επιθυμίες,
τι ορέξεις και τους φόβους του αρσενικού. Το, αρσενικό, ο ΝΟΚ, κομματιασμένο
αυγό του Χάμπτυ Ντάμπτυ, το ξανασυνθέτει στη σκέψη της και το ξαναγεννάει, σαν
«συζυγογιό[26]:
sonhusbant» (FW 627:1), η συζυγοθυγατέρα: a daughterwife» (FW 627:2).
Ένα
όνειρο μέσα στο όνειρό της είναι ο ΝΟΚ. Σαν την Αλίκη μέσα στον Καθρέφτη[27],
η Φυλλολίφυ ονειρεύεται τον ΝΟΚ, που ονειρεύεται την Φυλλολίφυ, που τον
ονειρεύεται. Ένα πραγματάκι μέσα στο όνειρό της είναι ΝΟΚ. Δεν είναι αληθινός.
«Είναι ο κόκκινος βασιλιάς που ροχαλίζει» είπε ο Τουιντλντή «... ονειρεύεται...
και ... ονειρεύεται;... Εσένα... κι αν σταματούσε να σε ονειρεύεται,...Δεν θα
‘σουνα πουθενά. Γιατί είσαι μονάχα ένα πραγματάκι μες στ΄ όνειρό του! »[28].
Η
γυναίκα στην Αγρύπνια, προσωποποιημένη από την πολύμορφη ΑΛΠ-Φυλλολίφυ,
συνειδητοποιεί στον τελικό μονόλογό της, πως η εξουσία του άνδρα, το αρσενικό
πρότυπο, είναι εικόνα της δικής της ιδέας και σκέψης, γι αυτόν, όπως αυτή διαμορφώθηκε
μέσα στην πατριαρχική, ανδροκρατούμενη, φαλλοκρατούμενη παράδοση.
Η
Φυλλολίφυ, ελευθερωμένη από την ψευδαίσθησή της, «λύνει κάβο» και ανοίγεται
στην απέραντη θηλυκή θάλασσα, έχοντας ξανά βρει, έχοντας ή ίδια δημιουργήσει
την γυναικεία της αυτόνομη ταυτότητα. Μπαίνει στη σφαίρα «εκείθεν των
αυτονοήτων», απελευθερωμένη.
Η
Φυλλολίφυ-Αντιγόνη, νομοθετεί τον δικό της νόμο, ενάντια στον νόμο του Κρέοντα,
«Άντρας δε θα ‘μαι τώρα εγώ , άντρας αυτή,/αν ατιμώρητα κλοτσάει την ισχύ μου:
Η νυ εγώ μεν ούκ ανήρ, αύτη δ’ ανήρ,/ει ταυτ’ ανατί κείσεται κράτη».
Η
Φυλλολίφυ νομοθετεί τη δική της νομοθεσία. «Μια νομοθεσία εντελώς άχρηστη για
τις εξουσίες» (Οδ. Ελύτης). Δεν υπακούει πια στον νόμο της αντρικής δύναμης και
αυθαιρεσίας. Η ανυπακοή, χαρίζει την ομορφιά της υπέρβασης των αυτονοήτων, που
έχουν ισχύ όσο τα αποδέχεται κάποιος. Και όπως η φυσική ομορφιά υπερβαίνει τις
λέξεις, γιατί είναι το μόνο πράγμα που δεν χρειάζεται απόδειξη. Διαπιστούται
«άμα τη εμφανίσει». Έτσι και η πνευματική ομορφιά υπερβαίνει τη λογική.
Η
Φυλλολίφυ, ξεπερνώντας τα όρια της συμπαγούς αρσενικής λογικής, σε έναν κόσμο
ανδροκρατούμενο, ελευθερώνεται από τα δεσμά της αρσενικής αντίληψης για τη
γυναίκα. Στρέφεται προς τις ομόφυλές της, την «άγρια Αμαζονιοαμαζόνα[29],
και την «αγέρωχη Νειλοσελήνη[30]»
(FW 627.28, 30). Νείλος και Αμαζόνιος, ποτάμια (το ποτάμι στην Αγρύπνια και σε
ορισμένες γλώσσες, είναι θηλυκού γένους) που κυλούν στη σκέψη της και την
οδηγούν στο ωκεάνιο συναίσθημα της δημιουργίας. Τη δημιουργία της δικής της
γυναικείας φύσης, απαλλαγμένης από τον ανδρικό προσδιορισμό. Απελευθερωμένη,
Άννα «ανναξανανεαλίβια ομορφηόμορφη[31].»,
Αυτογνώμων, η Φυλλολίφυ, «ποταμορρέει (riverrun FW 3)», μέσα στον χαοχωρόχρονο
της Αγρύπνιας, πάντα ρέουσα «pantharhea» (FW 513:22),
ηρακλείτεια δημιουργός δύναμη.
«Μιφλάει
η Φυλλολίφυ. Leafy speafing» (FW 619.20)
Η
Φυλλολίφυ αρχίζει το μονόλογό της. Οι ονειρικές αναμνήσεις της λάμπουν στα
πεσμένα φύλλα της. Είναι γερασμένη, κουρασμένη. Η ζωή της γεμάτη λάθη. Και τώρα
σιωπή. Η σιωπή του τέλους που πλησιάζει. Τα φύλλα της, τα φύλλα του δέντρου της
ζωής, έχουν πέσει. Προσωποποίηση του ποταμού Λίφφυ (Liffey), η Φυλλολίφυ
(Leafy), στη βροχομέρα που ξημερώνει, ποταμορρέει, ξεβράζοντας στην επιφάνεια την κοινή ζωή της με τον ΝΟΚ.
Απευθύνεται
στον κοιμισμένο δίπλα της σύζυγο. Τον παρακινεί να σηκωθεί. Του θυμίζει τα νιάτα
τους. Τότε που ήταν όμορφη κι ελκυστική κι αυτός ένας ποιητής που τραγούδαγε
την ομορφιά της, λέγοντας σαχλαμάρες, όπως όλοι οι ερωτευμένοι.
Έχει μέσα του έναν ποιητή, ο πολυδιάστατος ΝΟΚ.
Eίναι η πλευρά του Σεμ,
του ενός δίδυμου γιου του, που προσωποποιεί τον συγγραφέα και πιθανώς τον
Τζόυς. Μια όψη που η Φυλλολίφυ, τώρα πια, πλησιάζοντας στο τέλος, έχει βαρεθεί.
«τα «σαχλομωρουδίστικα τομοτραγουδάκια[32].
nonsery reams» (FW 619:18).
Παρακινεί
τον άντρα της να σηκωθεί. Τον ενθαρρύνει. Του ετοιμάζει τα ρούχα του για το
ταξίδι που θα κάνουν. «Να το πουκάμισό σου ... το κολάρο σου ... τα δυο σου
χοντροπάπουτσα. Κι ένα κασκόλ. Να το πανωφόρι σου ... η ομπρέλα σου. Here
is your shirt, ... The stock, your collar. ...your double brogues. A comforter. ... your iverol
... your umbr. (FW 619:34-36)
Του
μιλά με φροντίδα, μα στα λόγια της αντηχεί παράλληλα ένας προστατευτικός τόνος.
Σα να μιλάει σε έναν ανήμπορο άνθρωπο. Κάποιον που έχει ξυπνήσει από βαθύ κώμα
και διαπιστώνει, σαν τον Ριπ βαν Ουΐνκλ,
πως μετά από μιας νύχτας, όπως νομίζει, βαθύ ύπνο, ο κόσμος έχει ριζικά
αλλάξει. Έχουν, όμως, περάσει χρόνια πολλά. Μιλάει σα να πρόκειται για κάποιον,
που έχει γεράσει και ξεμωράθηκε. Και αυτή του ξαναμαθαίνει τα πράγματα του
κόσμου, ονομάζοντάς τα ένα ένα. Στην Αγρύπνια τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται.
Καμιά λέξη δεν είναι μονοσήμαντη
Του
ζητά να της δώσει το χέρι του «Δώς μου
τη μεγάλη σου αρκουδοχέρα, ληστοπατέρα[33]
γιε μου[34]
Give me your great bearspaw padder avilky». Σα να απευθύνεται σε κάποιον που
δυσκολεύεται να περπατήσει και του προσφέρει στήριγμα. Ταυτοχρόνως, όμως,
φαίνεται σα να προσπαθεί να έλθει σε
σωματική επαφή μαζί του. Το χέρι μεταμορφώνεται στη σκέψη της σε φαλλικό
σύμβολο. «Έλα κάτω. Λίγο περισσότερο. Έτσι. Βάλε πίσω το κεφαλόσπαθό σου. Ζεστό
και μαλλιαρό, τεράστιο, είναι το χέρι σου! Reach down. A
lil mo. So. Draw back your glave. Hot and hairy, hugon, is your hand!» (FW
621.24-25).
Περιγράφει
το δέρμα σα να το ψηλαφά. «Να που αρχίζει το πετσάκι. Μαλακό σαν βρέφους.
Here's where the falskin begins. Smoos as an infams. ( FW 621.25-26).
Μια επαφή που της φέρνει στο νου τις ερωτικές
διαθέσεις του συζύγου της για την κόρη του Ίσσυ (Παγοΐσσυ. ice πάγος, παρηχεί
με το Issy), η οποία όπως φαίνεται τiς πάγωσε· καθώς
και τις ερωτικές του περιπέτειες με άλλες εύκολες γυναίκες. Παστρικές: «Κάποτε
είπες πως κάηκες στην παγοΐσσυ. Και μια φορά του ‘χες βάλει χημικά αφού είχες
πάρει μια παστρικιά. One time you told you'd been burnt in ice. And one
time it was chemicalled after you taking a lifeness.» (FW 621.26-27).
Στην
ερωτική της οπτασία αναθυμάται πώς την κοίταζε με λαγνεία να ανεβαίνει τις
σκάλες. Γίγαντα, τον έβλεπε, σαν το μεγαφαλλικό μνημείο του Ουέλλιγκτον. Σαν
τον Ιρλανδό θεό της θάλασσας, Μάνανναν. «Και πώς σκαλοατένιζε[35]
το σκαλοπάτι ακολουθώντας τη δύναμη του βαδίσματος. Το
γιγαντοβάθρο τού μαναναναντράγνωστου[36].
And how he staired up the 29
step after it's the
power of the gait. His giantstand of manunknown» (616.29-30).
Όμως,
τώρα τον βλέπει χωρίς παραμορφωτικούς φακούς. Τον βλέπει όπως είναι. «Όταν είσαι
μπαλαντοαλεξίσφαιρος[37]
είσαι αδιαπέραστος στο λιοπρινοχάλαζο[38],
στον ισσυκισόπαγο[39]
και στις ιξοβολιδορίψεις[40].
Once you are balladproof you are unperceable to haily, icy and
missilethroes. (616.31-33).
Εν τέλει ο ΝΟΚ είναι ανίκανος.
Σαν
τον ποταμό, φιδοτροπεί η σκέψη της πηγαίνοντας μπρος πίσω στο βέλος του χρόνου,
που, όμως, δεν γυρίζει πίσω. Το τέλος θα έρθει.
Η
καινούργια μέρα που ξημερώνει αναπτερώνει την ελπίδα της για το ταξίδι τους. Το
ταξίδι που πάντα έλεγαν πως θα κάνουν μα ποτέ δεν έκαναν. Το ταξίδι για μια
καινούργια ζωή. Η καινούργια μέρα και το
«μπακλοβαφτιστικό πυροβολοκουστούμι ...
με το φούσκωμα. buckly shuit... with the bulge.» (FW 620:4), έχει την ψευδαίσθηση, η Φυλλολίφυ, πως θα
μεταμορφώσει τον ΝΟΚ και θα κρύψει την καμπούρα του, τα ελαττώματά του, κάνοντάς
τον έναν άλλον ΝΟΚ.
Πισωγυρίζει
πάλι στην ποταμορροή της. Σκέφτεται τα παιδιά τους, που κοιμούνται τώρα. Τους
δίδυμους γιούς τους, τον Σεμ και τον Σων, που αντίθετοι συμπληρώνουν ο ένας τον
άλλον και οι δυό μαζί ολοκληρώνονται στον πατέρα. Εάν ο Σεμ είναι το «κακό καλό»
παιδί, ο Σών είναι το «καλό κακό παιδί». Οι δύο αντίθετες πλευρές τους
συντήκονται στο ολοκλήρωμα ΝΟΚ. «Γινόμενα πάντα κατ’ έριν...Παιδός η
βασιλήιη. Αγχιβατείν (σ.σ. πλησιάσμα)
και αμφισβατείν (σ.σ. αμφισβήτηση)» του Ηρακλείτου.
Πόσο ήθελε μια κόρη ο ΝΟΚ. Και τι δεν θα
έδινε να γεννήσει μια κόρη όταν την έσμιξε όλος λαγνεία εκείνη τη νύχτα. Μια
κόρη που απρόσμενα ήρθε και ξελόγιασε τον ΝΟΚ και τώρα, θα αντικαταστήσει τη
γερασμένη ΑΛΠ. Μια κόρη, η Ίσσυ, που ο πατέρας
της, αιμομείκτης (ensectous, FW 29:30), την επιθυμεί στο όνειρό του, παραμορφώνοντας
τη λέξη incest (αιμομιξία) σε insect (έντομο), για
να μη διαταράξει το όνειρο, η ενοχή.
Η
ΑΛΠ, είναι το άλλο εγώ της Ίσσυ, που θα την αντικαταστήσει. Του την παραχωρεί με
τις ευχές της. «Να είστε ευτυχισμένοι, αγαπημένοι! Be happy, dear ones!» (FW
627:3). Η ΑΛΠ, είναι το είδωλο της Ίσσυ, που η Ίσσυ αυτοθαυμαζόμενη βλέπει στον
καθρέφτη της. «Το θαμπωτικό χαμόγελό μου, ... αυτή δεν είναι τίποτα χωρίς εμένα
καθώς είμαστε δίδυμες εδώ μέσα, που αγαπώ σαν τον εγωϊστοεαυτό[41]
μου, ... σαν το μπλε του ουρανού όταν σκύβω για να κατασκοπέψω ανάμεσα στα
ασπραμπορειναταπεισπόδια[42]
μου. The mything smile of me,
... , shes nowt mewithout as weam twin herewithin, that I love like myselfish
...like the blue of the sky if I stoop for to spy's between my whiteyoumightcallimbs.
» (FW 238.26-30).
Ο γαλάζιος ουρανός που κατασκοπεύει η Ίσσυ, βρίσκεται
ανάμεσα στα άσπρα-μπορεί-να-τα-πεις πόδια της. Εκεί που λατρεύεται η γυναικεία
φύση. Το φύλο της. «Ο ουρανός δεν είναι επάνω εκεί. Είναι ανάμεσα μας» λέει η φεμινίστρια,
ψυχαναλύτρια Luce Irigaray[43], χρόνια μετά τον Τζόυς.
Η
γυναίκα, στην Αγρύπνια των Φίννεγκαν, εκφράζεται, απελευθερωμένη από το
φαλλοκεντρικό σύστημα, που αντιμετωπίζει τα δυο φύλα, άντρας-γυναίκα, με όρους
φαλλοκρατικούς, σαν να υπάρχει μόνο ένα φύλο. Το αρσενικό.
Του
παραχωρεί, η Φυλλολίφυ, την αγαπημένη κόρη, που είναι το ξανανιωμένο είδωλό
της. «αυτή θα είναι γλυκιά μαζί σου όπως ήμουν κι εγώ γλυκιά όταν ήλθα κατ
ευθείαν από τη μάνα μου. For she'll be sweet for you as I was sweet when I came
down out of me mother.» (FW 627:7-9).
Η
μητέρα, από την οποία κατέβηκε η Φυλλολίφυ, είναι η αιγυπτιακή ουράνια θεότητα Νουτ (Nut),
«nut(tings)» (FW 113:3) «nut(snolleges)» (FW 623:32-33). Η τιτανίς
Ρέα, της ελληνικής μυθολογίας, που το όνομά της «ρεοροματζοδιαβάζοντας
rheadoromanscing» (FW 327:11) αντηχεί, «Πανταρεουσαρέα:
Pantharhea
» στην Αγρύπνια.
Το
τέλος πλησιάζει. Όλα τα υπέμενε στη ζωή της, η ΑΛΠ. « Έκανα το καλύτερό μου
όταν με αφήναν I done me best when I was let.» (FW 627.13). Όταν την άφηναν οι αντίθετοι
δίδυμοι και ο αντιφατικός ΝΟΚ.
Μα
τώρα όλοι τους τής είναι αντιπαθητικοί. Μια σιχασιά για όλους και για όλα, πικρίζει το στόμα της. Το τέλος
έρχεται και η μοναξιά τής μοναξιάς της την πλημμυρίζει. Λοιπόν, Γειάσας, αντίο.
Τα
φύλλα της ζωής της Φυλλολίφφυ σκόρπισαν όλα, εκτός από ένα. Θα γαντζωθεί, ακόμα, για λίγο στη ζωή. Παιδάκι μικρό γίνεται
για μια στιγμή και ζητάει από τον
«μπαμπάκα» να την κουβαλήσει πέρα, όπως έκανε παλιά, στο πανηγύρι των
παιχνιδιών.
Όμως
ο παγωμένος ωκεανός πατέρας έρχεται, «μ’
ασπρανοιγμένα[46]
φτερά σαν να ερχόταν από τους Κιβωτοαρχάγγελους[47]
whitespread
wings
like
he'd come from Arkangels.» (FW 628.10). Τα
αφρισμένα κύματα του ωκεανού, αρχάγγελοι ψυχοπομποί, την περιμένουν.
«
Έρχομαι Πατέρα! ... Τέλος εδώ. Τέλος, ξανά! ...
να με αγαπονεροθυμάσαι: End here.
Finn, again!.. mememormee!». (FW 628.13-14).
me me more me. Μια
κραυγή. «Έτσι τελειώνει ο κόσμος...μ’
ένα λυγμό» (Τ. Έλιοτ). Έτσι αρχίζει η ζωή, μ’ ένα κλάμα. Τέλος, ξανά, ατέλειωτο.
«Το
Ο της γυναίκας είναι μακρό: the O of woman is long» (FW 270:25-26). Ένα μακρό «οο[48]»,
τανυσμένο «ω», που παίρνει το σχήμα του άπειρου «∞». Ταξιδεύει, ποταμός των λέξεων, η Φυλλολίφυ, προς το ωμέγα, ω μέγα, αιοονειο άπειρο, χωρίς
τέλος κι αρχή. Finn again, Finnegan.
«Μακριά μοναχική τελευταία αγαπημένη μακρόσυρτη η:
A way a lone a last a loved a long the» (FW 628.15-16). Με το θηλυκό άρθρο «η»
«τελειώνει», τυπικά το βιβλίο, στην σελίδα 628, για να συνεχισθεί στην πρώτη
σελίδα (σελίδα 3 του βιβλίου) με πρώτη λέξη «ποταμορροή: riverryning», η
ονειρική διήγηση.
Ο
ελκυστής του οριακού κύκλου, τραβά, έλκει την Αγρύπνια σε ένα νέο ξεκίνημα. Και προκαλεί, προσκαλεί, έλκει και ελκύει τον
αναγνώστη σε μια νέα ανάγνωση της Αγρύπνιας, με τα κλειδιά του μυστικού που του
παρέδωσε η Φυλλολίφυ στην τελευταία αράδα, της τελευταίας, ατέλειωτης σελίδας.
«Τα κλειδιά. Δοσμένα! The keys to. Given!» (FW 628.15).
Ο κόσμος τούτος «ο μικρός ο μέγας» της Αγρύπνιας των Φίννεγκαν, δεν τελειώνει.
Κάθε φορά ξανοίγεται ολοκαίνουργιος σε κάθε νέα ανάγνωση.
Η
ΑΛΠ είναι, εν τέλει, η συγγραφέας του γράμματος, το οποίο είναι η Aγρύπνια. Το γράφει και
το ρίχνει, μπουκάλι στη θάλασσα, με παραλήπτη «για όποιον ενδιαφέρεται to whom
it may concern».
«Υπάρχει
κανείς να με καταλαβαίνει; Ένας στα χίλια και ένα χρόνια των νυκτών; is there one who understands me? One
in a thousand of years of the nights?» (FW 627.15-16).
Ναι
υπάρχει κάποιος! Ίσως αυτός είναι ο μοαδικός αναγνώστης της Αγρύπνιας, ο
οποίος θα ταυτισθεί με «τοντην» συγγραφέα και θα την ξαναγράψει,
διαβάζοντας, το όνειρο της Αγρύπνιας. Ο άγρυπνος «χίλιες και μία νύχτες» Αγρυπνοανναγνωστοσυγγραφέας!
«Μιφλάει
η Φυλλολίφυ.». Ακούστε τον μονόλογο της Φυλλολίφυ, σε Αννάπεστο. Άννα πέστο:
«Καλή ψιλοβροχομέρα[50],
πόλη! Λσπ! μιφλάει[51]
η φυλλολίφυ. Λπφ! Σφαλεροσαράντα
και σφαλεροσαράντα όλες οι νύχτες έχουν πέσει πάνω στα μακριά μαλλιά μου. Ούτε
ένας ήχος, να πέφτει. Άκου[53]!
Ούτε άνεμος ούτε λέξη. Μόνο ένα φύλλο, ένα φύλλο μόνο και μετά φεύγει. Τα δάση
πάντοτε αγαπημένα. Όπως όταν ήμασταν τα μωρά του δάσους[54]
. Και στων ροβινσωνοκοκκινολαίμηδων τα κρουσοκόπαδα[55]
επίσης . Είναι οι χρυσοί μου γάμοι. Εκτός εάν; Μακριά! Σήκω όρθιος, άντρα του
χουθόσπιτου[56],
κοιμήθηκες τόσο πολύ! Ή απλά έτσι μου φαίνεται; Πάνω στην σκεφτική παλάμη σου.
Ξαπλωμένος από απ’ το κεφάλι μέχρι τα πόδια. Με την πίπα πάνω στην κούπα.
Τρίτος για έναν βιολιστή, έκτος για μακχαρούμενους, ένατος για έναν
κουνουπιδοκούλ[57].
Σήκω πάνω τώρα και ορθώσου! Η νιρβάνα τέλειωσε. Είμαι η φυλλολίφυ[58],
η χρυσαφένια σου, έτσι με φώναζες, μάη της ζωής μου, ναι η χρυσαφένια σου, δάση
μου ελευθέρα, υπερβολικέ οπλιτοεξωεπιδρομέα[59]!
Έλεγες τόσες σαχλαμάρες. Ήμουνα τόσο θελκτική. Μα μέσα σου έχεις έναν μεγάλο
ποιητή επίσης. Ο Γεροδεμένος Στόουκ θα σε αντέγραφε. Έτσι μ’ έκανε τόσο να
βαριέμαι ώστε να υπνοσωριάζομαι[60].
Αλλά είμαι καλά και ξεκούραστη. Χάρη σε σένα, πιοτό[61],
μαύρο ναι! Ιεχωβά[62].
Αυτός που θα με βοηθήσει σε βοηθάει[63].
Να το πουκάμισό σου, αυτό της ημέρας, γύρνα πίσω. Το κολάρο σου. Και τα δυο σου
χοντροπάπουτσα. Κι ένα κασκόλ επίσης. Και να το πανωφόρι σου και πάντα
τελευταία η ομπρέλα σου. Και σήκω πάνω ψηλός! Ίσιος. Θέλω να σε δω να είσαι
όμορφος για μένα. Με την ολοκαίνουργια μεγάλη πράσινη ζώνη σου και όλα.
Λουλουδιασμένος λωτός και δεύτερος σε τίποτα, Δουβλινομπούμπουκο[64]!
Όταν φοράς το μπακλοβαφιστικό πυροβολοκουστούμι[65]
που σου έραψαν οι Ανθοπεδιάδες[66].
Πενηνταεφτά και τρία, ροπαλομετρητά[67],
με την καμπούρα[68].
Η λαγνοεπίβουλη [69]
Αλβιών με την φτωχοαρούν[70]
ειρηνοϊρλανδία[71]
της. Αλαζονεία, καταφρόνια[72],
φθόνος. Με κάνεις να σκέφτομαι έναν θαυμασιοκομπογιαννιτογαμιά[73]
που κάποτε είχα. Ή κάποιον σεβαχοβαλτικό τον θαλασσινό[74],
τον άντρα τον μαγγελανομεγαλοδανδή[75],
με τα σκουλαρίκια στ’ αυτιά. Ή μήπως ήταν ένας κόντες, στο Λούκαν; Ή, όχι,
είναι ο Ιρλανδοσιδερένιος[76]
δούκας που εννοώ; Ή κάποιος άλλος σκωτοκωλογάιδαρος[77]
από τις Μαύρες Χώρες. Έλα κι άσε εμάς! Εμείς πάντα το λέγαμε. Και φύγε μακριά.
Στο δρόμο του Ραθγκρέινυ[78]
ίσως. Τα παιδιά ακόμα κοιμούνται. Δεν έχουν σήμερα σχολείο. Αυτά τ’ αγόρια
είναι τόσο αντίθετα. Το Κεφάλι τριβελίζεται από μόνο του. . Χηλ[79]
μπελάς και χηλ ταξίδι. Γκιούλιβερ και Γκέλοβερ. Εκτός κι αν αλλάξουν κατά
λάθος. Τα ‘χω δει αυτά στο διδυμοπαίξιμο[80]
του ματιού. Τα ίδια. Τόσο συχν. Παρομ[81].
Μέρα τη μέρα. Ο σεμ ξανασών[82].
Δυο αδερφοί τόσο διαφορετικοί όσο βοράς με νότο. Όταν ο ένας τους αναστενάζει ή
ο ένας τους κραυγάζει είσαι συ παντού τριγύρω. Πουθενά ειρήνη. Φαίνεται πως
είναι εκείνες οι παλιές κρονιδογραϊδια[83]
θείτσες που τους κράτησαν έξω απ’ το νερό της κολυμπήθρας. H αλλόκοτη Κυρία
Αρκεταζωντανή και η παράξενη Κυρία βοτσαλονεκρή[84].
Κι όταν οι δυο τους πουν αρκετά δε υπάρχουν και πολλά άπλυτα να βγουν στη φόρα.
Από τα Κατρουλοαρχοντικά[85]
του Μπουγαδολοντερντέιλ[86].
Ο ένας φιλαράκος να χαζοκοιτάζει του αγιόπαιδου το τέτοιο και τούτο το καλόπαιδο να βρέχει τη σφυρίχτρα
του. Ήσουνα κατενθουσιασμένος, απαγγέλλοντας πολεμικά κατορθώματα και
επικήδειους του πηρς[87]
σ’ αυτούς τους άσωτους χάσκακες. Αλλά εκείνη τη νύχτα ύστερα ήσουν όλο λαγνεία!
Καλώντας με να κάνω αυτό και κείνο και το άλλο. Κι’ αγκομαχώντας πάνω μου,
αγιάσχημε Τζουντιησού[88],
και τι δε θα δίνες να χεις ένα κορίτσι! Η επιθυμία σου ήτανε θέλησή μου. Και,
να, απρόσμενα! Ο τρόπος που το ‘κανα. Αλλά εκείνη, εσύ προσμένεις. Λαχταρώντας
να διαλέξεις πήρες το μέρος της. Αν είχε μόνο λίγο παραπάνω μητρικοταιριαστό[89]
πνεύμα. Τα έκθετα αισθήματα[90]
δραπετεύουν, οι δραπέτες ξεστρατίζουν. Είναι τόσο χαρούμενη όσο ένα ακίνητο
γρεκοτριζόνι[91].
Θα ήταν οδυνηρό αν την χτύπαγε θλίψη. Θα περιμένω. Και θα περιμένω. Και τότε αν
όλα περάσουν. Αυτό που θα είναι είναι. Είναι ειναιίσις[92].
Αλλά ας τους . Ξεπλύματα λαχανόσουπας[93]
και η γλυκανάλατη[94]
τσούλα επίσης. Αυτός είναι για σένα ότι είναι αυτή για μένα. Σκυλακολουθώντας
σε τριγύρω στον κόλπο και στο λιμάνι και μαθαίνοντάς με τα μέρη[95]
του λόγου. Αν στροβίλιζες τις ιστορίες σου σ’ αυτόν πάνω στα μπαρκοσφυριχτά
κύματα εγώ έλεγα τις λαχτάρες μου σ’ αυτήν μ’ ένα σπιτίσιο κέικ. Δεν θα
διαταράξουμε τα υπνικά τους καθήκοντα. Ας τα φρόκαλα να ναι κελευστές. Είναι ο
Φοίνικας, αγαπητέ. Και η φλόγα είναι, άκου! Μακάρι το αγιομιχαλοσαχλό[96]
ταξίδι μας να γίνει. Αφού ο παινεμενοεωσφόρος[97]
έχασε και το βιβλίο των βαθειανεκρών[98]
είναι. Κλειστό. Έλα! Βγες απ’ το καβούκι
σου! Όρθωσε το ελεύθερο δάχτυλό σου! Ναι. Έχουμε αρκετό φως. Δεν θα πάρω το
φανάρι της παρθένας[99].
Για αυτούς τέσσερις παλιές φαφλατογκάιντες[100]
των Ανεμοριπισμάτων[101]
για να φυσάνε μέσα. Ούτε για σένα το καμπουροδισάκι[102]
σου. Για να φέρει όλους τους καμπούρηδες[103]
ξοπίσω σου σε πεζοπορία. Στείλε τον Αρκτούρο να μας οδηγεί! Ισθμός! Βρχ! Είναι
το πιο βροχερό πρωινό που μπορώ ποτέ να θυμηθώ. Αλλά δεν θα κάνει νεροποντή, ο
καιρός[104]
μας . Ακόμη. Μέχρι να ‘ρθεί η ώρα. Κι’ εγώ και συ να χουμε κάνει τα δικά μας.
Οι γιοι των φουρνελάδων νίκησαν στους αγώνες. Σιωπηλή θα σηκώσω τον
κουκουβαγιόγερο[105]
Φιννβάρα[106]
μου στους εσαρποφορεμένους[107]
μου ώμους. Η πέστροφα θα είναι τόσο έξοχη στο πρωινοποταμάκι[108].
Με γεύση πολωνέζικης μαρμελαδοπουτίγκας[109]
από τη Λουκανικομαυρολίμνη[110]
μετά. Για να τονίσω την αψάδα του τσαγιού. Είσαι[111]
για ένα κουρνιαστό[112]
ψωμί[113];
Αλεμουεαυτέ[114],
βγες τελείως από τα μαλλινοσάβανα! Και έπειτα όλες οι ζωηρές νεαρές βεντούζες
να στριφογυρίζουν τριγύρω μας, πήζοντας για τις κρέμες τους. Φωνάζεις, εμένα,
μεγάλη αδελφή! Δεν είμαι πράγματι; Λιστ[115]!
Αλλά μόνο, υπάρχει ένα αλλά, που πρέπει να μου αγοράσεις μια όμορφη καινούργια
ζώνη επίσης, νόλλυ[116].
Όταν ξαναπάς στην Αγορά του Νόργουολ[117].
Όλοι λένε τη χρειάζομαι γιατί αυτή από του Ισσάακσον[118]
έχασε τη γραμμή της [119].
Μαρκ; Αρθουραρκούδα μου[120]!
Έλα ! Δως μου τη μεγάλη σου αρκουδοπατούσα, ληστοπατέρα[121]
γιε μου[122],
για[123]
το μικρό μου χέρι. Ντολά[124].
Το δικό μου χέρι νάνσυ[125],
στη γλώσσα των λουλουδιών. Δηλαδή Γιόργκεν Άργκονσεν[126].
Αλλά κατάλαβες, όχι; Εγώ πάντα καταλαβαίνω τα φωτεινά και τις σκιές σου. Έλα
κάτω. Λίγο περισσότερο. Έτσι. Βάλε πίσω το κεφαλόσπαθό[127]
σου. Ζεστό και μαλλιαρό, τεράστιο, είναι το χέρι σου! Να που αρχίζει το
πετσάκι. Μαλακό σαν ενός βρέφους. Κάποτε είπες πως κάηκες στον πάγο. Και μια
φορά του ‘χες βάλει χημικά αφού είχες πάρει μια παστρικιά. Ίσως γι’ αυτό κρατάς
το πηλοφοροκέφαλό[128]
σου έτσι. Κι ο κόσμος νομίζει πως έπεσες στη σκαλωσιά. Κακής κατασκευής. Θα
κλείσω τα μάτια μου. Για να μη βλέπω. Ή μόνο να βλέπω έναν νεαρό στην παρθενία
του, εν’ αγόρι αθώο, να ξεφλουδίζει ένα κλαράκι, ένα παιδί δίπλα σ’ ένα
τοσοδούλικο άσπρο φαρί. Το παιδί που όλοι μας επιθυμούμε να τοποθετήσουμε τις
ελπίδες μας για πάντα. Όλοι οι άνδρες έχουν κάνει κάτι. Όταν φτάσουν στο βάρος
της γέρικης σάρκας. Θα τ’ αφήσουμε. Έτσι. Θα κάνουμε προηγουμένως τον περίπατό
μας την ώρα[129]
που χτυπάνε τις γήινες καμπάνες. Στην εκκλησία δίπλα στην κουτσομπολαυλή[130].
Ειρήνη καλή θέληση στους Καλούς ανθρώπους. Ή όταν τα πουλιά αρχίζουν τον
δεντροκελαϊδιστό καυγά τους. Κοίτα, να τα δικά σου ψηλά στα ύψη! Και τα
περιστέρια, γλυκιά καλή τύχη σου κορακίζουν[131],
Κουλ[132].
Βλέπεις είναι τόσο άσπρα σαν το κορακίσιο χιόνι. Για μας. Στην επόμενη τυρφοπέτρου
παυλοεκλογή[133]
θα εκλεγείς ή δεν θα ‘μαι η διαλεγμένη νύφη σου που νοιάζεται. Ο Κινσέλα άντρας
της γυναίκας ποτέ δε θα με ξελογιάσει. Ένας
ΜακΓκραθ Ο’Κάλαχ Ο’Μιούιρκ ΜακΦιούνυ κικιρικουκοκορίζοντας [134] και κοτοπουλοτσιρίζοντας τριγύρω στο σπιτάκι
στο φιόρδ των ξένων[135]
στις Τρομπέτες. Είναι σα να βάζεις το καθίκι στην πιατοθήκη ή να σκουφώνεις[136]
του Θείου Τιμ το καλυβοκαπέλο[137]
στα φρύδια ενός Αντιβασιλιά [138].
Όχι τέτοιες μεγάλες δρασκελιές, ορμητικέ καπριτσιόζε. Θα μου τσακίσεις τις
αντιλόπες μου που φύλαγα τόσο καιρό. Είναι της Πεοχερσονήσου[139].
Και τα δύο χαριτωμένα παπουτσοπάπουτσα[140].
Μόλις κι είναι ένα μίλι Κνουτοκόμβου[141]
ή εφτά, παπουτσωμένος γάτος[142].
Πολύ καλό για την υγεία πρωινό. Με νικόφρουτα[143].
Μια απαλή κίνηση ολοτρόγυρα. Καθώς φεύγει η τεμπελιά[144].
Και η γιατριά του αυτοβοηθητικοκαταστροφικοτίμονου[145] χαλαρώνει.
Μοιάζει τόσο μακριά από τότε, αιώνες. Σαν να ήσουν πολύ πολύ μακριά.
Μακροσαρανταμέρες, τρομεροσαραντανύχτες[146],
και ‘γω μαζί με σένα στο σκοτάδι. Θα μου πεις κάποτε αν μπορώ να πιστεύω όλα
αυτά. Ξέρεις που σε φέρνω; Θυμάσαι; Όταν έτρεχα μαζεύοντας φράουλες και φρούτα
αγριοτριανταφυλλιάς. Και συ να σχεδιάζεις μεγάλα σχέδια για να με
φουντουκιάσεις από την κούνια με τη σφεντόνα σου. Οι φωνές μας. Θα μπορούσα να
σε οδηγήσω εκειπέρα κι’ ακόμα μαζί σου στο κρεβάτι. Ας κάνουμε ρεφενέ για το
Ντάκριφαν[147],
εμείς; Ούτε ψυχή παρά μόνο εμείς. Χρόνος; Έχουμε πολύ στα χέρια μας[148].
Μέχρι που ο Κίλλιγκαν κι ο Χάλιγκαν να
ξαναπεράσει από το χούλιγκαν[149].
Και οι υπόλοιποι της συμμορίας. Άλλιγκαν οχτώ, από αριστερά προς τα δεξιά. Ο
Λυκοαλημπαμπά, και αλεπουδοσαράντα πυρετοκλέφτες[150]!
Οι μασκοφόροι σκέφτηκαν να σε ξεφορτωθούν. Ή ο Αφέντης των Μονόκερων του
Δάσους, Καπετάνιος Λιβαδοκοριός[151],
από την Νολ[152],
σχεδιάζει δίπλα στην πόρτα με τον Εντιμότατο Χουίλπ και τον Αιδεσιμότατο
Πόιντερ και τις δύο Κυρίες Πάτζετ της Αλεποκραυγής[153],
του Σαματά, με τα γριφοσφιχτοδεμένα [154]
ληστρικά καπέλα τους[155],
για να υψώσουν ένα στην υγειά σου στο ζαρκάδι τους[156],
το Ελάφι[157],
ακόμη και του Καρλτον τον Έλαφο[158].
Και δεν χρειαζόταν να σπιτώσεις μαζί με την πάπια σου και το καθήκον σου,
κεφαλοπόδαρα[159],
ενώ αυτοί του δίνουν το ποτήρι που ποτέ δεν αρχίζει να τελειώσει. Κοτσάρισε
αυτήν την ευχή στο κεφάλι σου και χώσε αυτό στ΄ αυτί σου, τρεμουλιάρη[160].
Οι όμορφες δεν απαντούν και ο πλούσιος ποτέ δεν πληρώνει. Εάν εσύ ήσουν
απελευθερωμένος αυτοί σε κατακραύγασαν, από το Χήθταουν, Χαρμπορτάουν,
Σνοουτάουν, Φοουρνόκς, Φλεμινγκτάουν, Μποντινγκτάουν[161]
μέχρι το Πέρασμα του Φιν στον Ντέλβιν[162].
Πως σε περιέφεραν από σπίτι σε σπίτι γύρω στους Πλατωνικοβοτανικούς κήπους[163]! Κι όλο αυτό γιατί, χαλαροχαμένη[164]
στην ανάκλασή της, φαίνεται να είχε δει τον Ερικουκουρίκου ομορφοκηνυγό
ναρχεταισπίτι[165]
με τα τρία σκυλιά του όλα να τον βοηθάνε. Αλλά ήρθες ασφαλής πέρα για πέρα.
Κάμποσο από κείνο το χόρνερ κόρνερ[166]!
Και η γριά μανακουτσομπολοχήνα[167]!
θα μπορούσαμε να επικαλεσθούμε τον Παλιό Κύριο, Τι λες; Υπάρχει κάτι που μου
λέει. Είναι ένα θαυμάσιο πρόσωπο. Σαν η κρίση και η δύναμη να παρουσιάσθηκαν ενώπιόν του. Κι ένας
τεράστιος παλιός κάβος. Η πόρτα του πάντα ανοιχτή. Για τη μέρα μιας καινούργιας
εποχής. Όμοιας πολύ με την δική σου. Του ‘στειλες το τιμολόγιο το περασμένο
Πάσχα έτσι αυτός έπρεπε να μας δώσει ζεστά κουλουράκια και το κάθε τι. Θυμήσου
να βγάλεις το άσπρο σου καπέλο, έτσι[168];
Όταν έρθουμε στο τώρα. Και να πεις πώς χουθείστε[169],
η ισθμομεγαλειότης[170]
του. Δική του είναι η βουλή των νομολόρδων[171].
Και ‘γω θα ρίξω την ευγενική μου ρεβερέντζα επίσης. Εάν ο Μινγκ Τανγκ δεν
υποκλιθεί με σεβασμό σε μένα εγώ σεβάσμια θα κουτελοϋποκλιθώ[172]
στον Μονγκ Τανγκ. Η εθιμοτυπία να απαιτεί να σταθείς στην κατώτερη θέση!
Λέγοντας: Τι θα ζητούσες για να φέρεις στο φως ένα δόρυ, παρακαλώ; Μπορεί να σε
χρίσει ιππότη της Αρμόρ[173]
ή διαφορετικά να σε ανακηρύξει τον πρώτο αρχιφτηνό μαγιαρομαγίστρο[174].
Θυμήσου τον Μπομπτομξανακαινούργιο βιμ βαν φον Πεινασμένο[175].
Στολή, καδένα[176]
και επωμίδες, ενοχλητικοξιπασμένος[177].
και θα είμαι η ακουστικοβασιλική σου οφθαλμοϋψηλότης[178].
Αλλά εμείς είμαστε ματαιόδοξοι. Σκέτοι φαντασιόπληκτοι. Είναι στον αέρα του
κάστρου. Το κεφαλοσταφιδοψωμό[179]
μου είναι γεμάτο χαζοκινηματογραφοπανουργία[180].
Ότι πετύχαμε είναι αρκετό. Μπορούμε να το κρατήσουμε ή να το πετάξουμε. Αυτός
διαβάζει την τυρφοχαρτωσιά[181]
του. Θα μάθεις τον δρόμο μας από ‘κει σίγουρα. Ο δρόμος της λουλουδοάνοιξης[182].
Εκεί που κάποτε πρωτοπερπατήσαμε τόσα πολλά ζευγάρια αμαξιών έχουν απερισκεπτακολουθήσει[183]
από τότε. Επευφημούμενα εξουθενωμένα αλογάκια[184].
Δίνοντας στη φοράδα Σώνεσσυ τo ανηφοροκαβαλίκευμα [185]
της ζωής της. Με τους Στρουλντμπρούκ[186]
της. Χνμν χνμν! Ο κακοτράχαλος[187]
δρόμος της αβροντής[188].
Μπορούμε να καθίσουμε κάτω στην ρεικοκορφή του χουθ[189], εσύ και ‘γω πάνω σου,
στις γαληνοτύψεις της ασυνείδησης[190].
Να σαρώνουμε τον αναστημενορίζοντα[191].
Πάνω από το τυμπανόπρασσο[192].
Ήταν εκεί που είπε η Εβόρα[193]
πως είχα το καλύτερό μου. Αν ποτέ είχα. Όταν η σελήνη του πενθιμοπρωϊνού[194]
ανέτειλε και χάθηκε. Πάνω από
την αμμολοφοκοιλάδα[195].
Μοναχική τιποτοσελήνη[196].
Εμείς, οι ψυχές μας μονάχοι[197].
Στη μεριά του σωτηριοωκεανού[198].
Και πρόσεχε το γράμμα που περιμένεις μπορεί να έρχεται. Και παρακολούθα την
ακτή. Εκείνος προσεύχομαι να είναι ο άντρας των ονείρων μου[199].
Ξύνοντάς το και μπαλώνοντας με μια προτροπή από ένα αλφαβητάρι. Και πόσες
τσιτσιδοαποδείξεις[200]
καστανογνώσης[201]
μάζεψα εγώ η ίδια. Κάθε γράμμα είναι
δύσκολο αλλά το δικό σου σίγουρα ο δυσκολότερος σταυρός ποτέ. Γραφιάς ένα
γραφιάς[202]
ένα τσεκούρι[203],
αγκίστρι[204]
ένα βόδι[205],
έχει μια άννα[206],
χεθ[207]
διστακτικότητα [208].
Μα άπαξ και τέλειωσε, μοιράστηκε και παραδόθηκε, τακατάκα, γράφεσαι στο χάρτη. Παραποιημένος βάσει[209]
των ονειροπρακτικών[210]
από την Αφεντικοβοστόνη, Καταρτομασσαχουσέτη[211].
Αφού είχε ταξιδέψει τον κόσμο των αρχαίων ημερών του. Μεταφερμένο σε ένα
κουτάκι ή ζαρωμένο και ταπωμένο. Στην υπηρεσία της αυτού μεγαλειότητος[212].
Σκαμπανεβάζοντας, σκαμπανεβάζοντας, μπουκαλωμένο. Μπλόμπ. Όταν το κύμα
παραδώσει το δικό σου[213]
το χώμα θα είναι για μένα. Κάποτε τότε, κάπου εκεί, έγραφα τις ελπίδες μου και
έθαψα τη σελίδα όταν άκουσα την φωνή Σου, τιμονιέρη βροντοδανειστή[214],
τόσο δυνατή όσο τίποτα, και το άφησα να κείτεται μέχρι ότου κάποια χαμενοφιλοχριστούγεννα[215]
να ρθούν. Είμαι τόσο ικανοποιημένη τώρα. Υδ[216]. Γκρεμίζω και θα χτίσω
την τραπεζοδανεισμένη[217]
καλύβα μας εκεί και θα συζήσουμε ευπρεπείς. Οι μαργαρίτες, κύριε, για την
Κυρία, εμένα. Με σουβλερό βαβελοστρογγυλόπυργο[218]
για να τιτιβίζουμε και να κρυφοκοιτάζουμε εκεί που είναι οι αστροανασκαφές[219].
Απλά για να δούμε αν θ’ ακούσουμε πώς ο Δίας και οι ομότιμοι συζητούν. Μέσα στη
μοναξιά[220].
Μέχρι την κορφή, αρχιμάστορα! Μέτρα την κορφή! Δεν είσαι τόσο ζαλισμένος άλλο
πια. Όλα σου τα μεγαλοσχέδια[221]
και το λίγο που το ’φερε! Χαμπτοκατήφεια[222],
όταν μας ύψωνες και νταμπτοκατάθλιψη[223],
όταν μας βύθιζες! Αλλά σαροκαθόλου[224]
δε με νοιάζει για έναν αδαμοαργόσχολο κερατά[225],
πομπώδη πορτιεροπατριαρχη[226]!
Με καθαρή[227]
διαφορά[228]
πήρα το δρόμο μου για το σπίτι. Άραζε και ταβέρνιζε για μένα. Μόνο μην αρχίσεις
τις πολυκαιρισμένες φιγούρες ξανά. Θα
μπορούσα να μαντέψω το όνομα αυτηνής που σου τα κρυφόμαθε[229]
αυτά, σκληροτεφνατοκάρυδο[230]!
Θαρραλέος πόνταρε στα αλλοτινά. Για την
αγάπη του αηφιννεαυτού[231]
μας! Μπροστά στο γυμνωμένο σύμπαν. Και ο αποφυλακισμένος[232]
αστυφυλακοκόλακας[233]
να ξεπλένει το μάτι του! Μια απ’ αυτές τις λαμπρές μέρες, λαίδη αποδεκατίστρια,
πρέπει να αναμορφωθείς και πάλι. Ευλογημένη ασπιδάγιε Μάρτιν[234]!
Τόσο απαλά. Είμαι εξαιρετικά ευχαριστημένη για το ομορφοαποχαιρετιστήριο[235]
φουστάνι που έχω. Πάντα θα με φωνάζεις Φυλλωμένη[236],
δεν είναι έτσι, αγάπη; τσοφλολογοεκπληκτικέ[237]
Παλιόφιλε[238]!
Και δεν θα σκουπιδοαπορίπτεις[239]
το άρωμά μου, λαδονερομένο της κιλαρνυκολόνιας[240],
με μια σταλιά από μαρασκίνο. Σινιέ! Είναι Πευκοαλπικό μυρωδατοχαμόγελο από των
εσθήρ[241]
τα τελευταία εστεροπάσχα[242].
Είμαι στα χελωνοκαρδαμορούθουνα[243]
του καθ ενός. Ακόμη και στου Χουθ τη μύτη[244].
Μα τον πιο άξιο θεό[245]!
Καθώς λένε στην πόλη μας. Τον κουκουβαγιομεγάλο διαγουμιστή[246]!
Αν ήξερα ποιος είσαι! Όταν εκείνη η άρπα από τον αέρα είπε πως ήταν ο
Καπετάνιος Φιν που κάνει βουναλάκια[247]
και ίσως πίεζε για το κοστούμι του είπα είσαι εκεί δεν είναι κανείς εκεί μόνο
εγώ. Αλλά σχεδόν έπεσα από την στοίβα των δειγμάτων. Το κουδουνιστοδάχτυλό[248]
σου σαν να φτερούγισε ντιν μέσα στ’ αυτί
μου. Είναι αλήθεια αυτό που ο ομογάλακτός σου στο Μπρέι[249]
λέει στην περιοχή πως σε έσουραν στο Μπόρσταλ[250]
γιατί οι γονείς σου κυλιόνταν συνέχεια στο βρωμοτζάκι του και έχαναν τα
πεντηκοστομεσοφόρια[251]της
έχοντας πιει τους όρκους τους; Μ’ οποιονδήποτε τρόπο[252],
μ’ έφτιαχνες! Ο μόνος άντρας που ποτέ υπήρξε να μπορεί να φάει τις δαγκάνες των αστακών. Η γηγενής
μας νύχτα όταν δυο φορές με πήρες για κάποια Μαριάνν Σερί[253]
και μετά ο ξάδερφός σου Γερμανός που υπογράφει τα δικά της με χι και το
περουκόγενο[254]
που βρήκα στον από Κλαρκάποιον[255] σάκο
σου. Φαραωΐσως[256]
θα παίζεις πως είσαι ο βασιλιάς της
νεραϊδοαιγύπτου[257].
Σίγουρα εσύ κάνεις τους πιο βασιλικούς θορύβους. Θα σου πω όλα τα είδη απ’ τα
φτιασίδια, παραξενοεπικίνδυνε[258].
Και θα σε επιδείξω σε κάθε παραμυθομέρος[259]
που περνάμε. Χιλιαδεσεκατοκαλοσωρίσατε[260],
Καλώς ήρθατε, Κρόμβελ, Τι θα υπερνικήσει, ματαιότης ματαιοτήτων[261].
Αλλάξτε τα πιάτα για το επόμενο σερβίρισμα των πατατών! Η Σπεντλάβ[262]
είναι ακόμη εκεί και ο κανόνας[263]
θεριεύει και το ίδιο οι συνήθειες του Κλάφυ ανθεκτικοϋπόσχονται[264]
και η λαμπροτρόμπα[265]
της ενορίας μας είναι ένας έξοχος κουνελοχείμαρρος[266].
Αλλά εσύ θα πρέπει να ρωτήσεις τους ίδιους τέσσερις που τους ονόμασαν είναι
πάντοτε ζεστά στο μπορσαλινομπαροσαλόνι[267]
σου, λέγοντας πως αυτοί είναι τα καλύτερα λείψανα του Ντανιέλ Ο’Κόνελλ[268]
και γράφοντας Φίνγκλας[269]
απ’ το καιρό του Kατακλυσμού. Θα υπάρξει ένα βασιλικό
έργο εν προόδω[270].
Αλλά είναι από αυτόν τον δρόμο που θα ‘ρθει αυτός κάποιο αύριο. Και να σου κάνω
σήμα μ’ όλες τις τσακμακόπετρες και οι φτέρες να θροϊζουν στο πέρασμά μας. Και
θα βυζάξεις[271]
τον αντίχειρά σου λίγο και μετά θα σοφογράψεις[272] το σολομοκήρυγμά [273]
πάνω του. Συμβαίνει τόσο συχνά και πάλι το ίδιο για μένα. Λυγμός; Μόνο τύρφη,
ρουφήχτρα αγάπη! Καθαρή τύρφη. Ποτέ δεν ξέχασες τον μπατ και ταφφ στο μπράιαν
μπόρου [274],
τι; Πολύ; Γιατί, αυτά τα μανιτάρια, ξεφύτρωσαν τη νύχτα. Κοίτα, εκτάρια από
στέγες στις ενορίες. Θόλοι πάνω στους φράχτες, σπίτια στον καπνό[275].
Και ένα μητροπολιτικό μέρος για τους
ολυμπιακούς αγώνες. Σύνελθε, Κολοσσέ[276]!
Πρόσεχε τη δρασκελιά σου αλλιώς θα χτυπήσεις. Ενώ ξεφεύγω τους
σκουπιδοτενεκέδες. Κοίτα τι βρήκα! Ένα μικρό μπιζέλι[277].
Και κοίτα εδώ! Αυτό το αγαπημενοκύμινο τοσοδουλικοσποράκι[278].
Όμορφα μικρουλάκια, τα γλυκά μου, ήταν φτωχαγάπες πεταμένες από έναν απέραντο
κόσμο; νεφοκαματογείτονες[279]
για την νεαπόλη[280].
Η μεγαλοεμπλάνα[281]
που καταχνιασμενοθωρούσες[282]
φωτοαντικατοπτρίζεταιι[283]
πάνω από το βρωμομουγκοδουβλίνο[284].
Μα και πάλι η ίδια[285]
ποληάττης[286].
Λαφτοκοιμήθηκα[287]
τόσο πολύ. Όπως είπες. Δίκαια. Αν χάσω την ανάσα μου για ένα λεπτό ή δύο μη
μιλάς, θυμήσου! Κάτι που συνέβη, μπορεί να ξανασυμβεί. Μπα όλ’ αυτά τα χρόνια
κι άλλα χρόνια υποφέρω, πολυαγαπημενοφευγάτε[288].
Να κρύψω το δάκρυ, η διχασμένη. Τα σκέφτομαι όλα. Οι γενναίοι που έδωσαν τον
εαυτό τους, Οι δίκαιοι που υπήρξαν. Όλοι αυτοί που έφυγαν. Θα ξαναρχίσω σε μια
Λιφοστιγμή[289].
Η χαραγματιά μιας κραυγής. Πόσο χαρούμενος θα είσαι που σε ξύπνησα! Θεέ μου!
Πόσο όμορφα θα αισθάνεσαι! Για πάντα ύστερα. Πρώτα θα γυρίσουμε στα καπρίτσια
εδώ και μετά το καλύτερο. Δίπλα δίπλα, γύρνα πάλι, στη γαμούπολη[290],
ξακουσμένοι άντρες του Δουβλίνου! Το μόνο που ελπίζω όλοι οι ουρανοί να μας
δούνε. Γιατί αισθάνομαι πως θα λιποθυμήσω τώρα. Στα βάθη. Στο απάγκιο του
άνναμορ[291].
Άσε με να γείρω, αν θέλεις, τοξοδυνατέ
μεγαλοχρονομέτρη[292].
Όλα τα κορίτσια είναι αδύναμα. Μερικές φορές. Έτσι. Ενώ εσύ είσαι αδαμάντινος
ευαπάντα[293].
Όπα, αυτό γυρίζει σαν από το πουθενά! Όπως τη νύχτα των αποκαλύψεων[294].
Σάλτα βολές παλμοί στο στόμα μου σαν τοξοφιλήματα[295]
και βέλη! Κυριεθεέ[296]
των Σκανδιναβών, πως μαστιγώνει τα κωλομάγουλά μου! Θάλασσα, θάλασσα! Εδώ,
αμπολή, κολπίσκος, νησί, γέφυρα. Εκεί που σε συνάντησα. Η μέρα. Θυμάσαι! Γιατί
εκεί εκείνη τη στιγμή και μόνο οι δυο μας μόνο; Θα ‘μουνα μόλις δέκα, ενός
κεραμιδοράφτη νιανιαροθυγατέρα[297].
Το φίνο κοστούμι πάντα κόμπαζε πάντοτε,
σίγουρα αυτός, έμοιαζε στον μπαμπά μου. Αλλά ο ποζάτος φούσκωνε στην οδό
Σάκβιλ. Και το αγριότερο τέρας που έγινε
ποτέ κυνηγούσε ένα μαραζωμένο παιδί τριγύρω απ΄ το τραπέζι του δείπνου[298]
με μια πιρουνιά λίπος. Ένας βασιλιάς των σφυριχτών[299].
Σχολή[300]!
Όταν έριξε το ατλάζι μου πάνω στη χήνα[301]
του και άναψε τα δυο κεριά μας για το ντουέτο των τραγουδιστάδων μας πάνω στην
ραπτομηχανή. Είμαι σίγουρη πως ψέκασε χυμό στα μάτια του ν’ αστραποβολούν για
να με τρομάξει[302].
Παρ όλα αυτά μου είχε μεγάλη αδυναμία. Ποιος θα ψάξει τώρα να Βρει τα Χρώματά Μου[303]
στα ηλιοτρόπια των λόφων του Βικογουΐκλοου[304];
Αλλά διάβασα στο Συνεχίζεται[305]
παραμύθι πως όσο οι τρομπετοφουσκοκαμπανούλες φυσοσκαστοφυτρώνουν[306]
ακόμη θα υπάρχουν εραστές[307].
Θα υπάρξουν άλλοι αλλά κανένας για μένα. Εν τούτοις αυτός ποτέ δεν έμαθε ότι
είχαμε ειδωθεί πριν. Νύχτα τη νύχτα. Που λαχταρούσα να πάω. Παρ όλ’ αυτά. Μια
φορά είχες σταθεί απέναντί μου, σχεδόν γελώντας, φορώντας τα μαύρα και χακί[308]
σου του ανταριασμένου κλάδου για να με ησυχάσεις διασκεδαστικά[309].
Και έμεινα ήσυχη σαν μούσκλο. Και μια φορά χίμηξες κατά πάνω μου, απειλητικά μουγκρίζοντας, σαν
μια τεράστια μαύρη σκιά μ’ ένα γυαλιστερό
βλέμμα να με διαπεράσεις ωμά[310].
Και πάγωσα και σε παρακαλούσα. Τρεις φορές συνολικά. Ήμουν το παιχνίδι όλων τότε. Μια πρωταγωνίστρια. Και συ ήσουν
της παντομίμας ο Βίκινγκ Αγριογότθος[311].
Ο εισβολέας της Ιρλανδίας[312].
Και, μα τον Τρομεροθόρ[313],
του έμοιαζες. Τα χείλια μου μπλάβισαν απ την ηδονή του φόβου. Όπως σχεδόν τώρα.
Πώς; Πως το είπες ότι θα μου ‘δινες τα κλειδιά της καρδιάς μου. Και θα
παντρευόμασταν μέχρι να μας χωρίσει ο δελταθάνατος[314].
Αν κι ο διάβολος πράγματι μας χώρισε. Αχ Θεέ μου! Μόνο, όχι, εγώ τώρα είμαι που
πρέπει να δώσω. Όπως η περιστέρα[315]
η ίδια έκανε[316].
Εμείς σ’ αυτόν τον λιμνοκαταρράκτη[317].
Και μπορεί να είναι τώρα το αντίο; Αλοίμονο! Σιωπηλοευχήθηκα[318]
να είχα καλύτερο βλέμμα για να σε παρακολουθώ μέσ’ από το ξημέρωμα που
μεγαλώνει. Αλλά εσύ αλλάζεις, καρδιά μου[319],
αλλάζεις από μένα, το αισθάνομαι. Ή είμαι εγώ; Μπερδεύομαι. Πότε ελπίδα γεμάτη
και πότε σφιγμένη. Ναι, αλλάζεις, συζυγογιέ[320],
και γυρίζεις, σε αισθάνομαι, για μια συζυγοθυγατέρα[321]
από τους λόφους ξανά. Ιμαλαϊοψευδαίσθηση[322].
Και αυτή έρχεται. Κολυμπώντας στην υστεροϋγρασία[323]
μου. Διαβολοπαίρνοντας[324]
πάνω στην ουρά μου. Απλά ένα βίτσισμα ζωηρό κατεργάρικο δραστήριο πιτσιλωτό[325]
πισινοξυλισμένο[326]
τρεχάτο κάτι σαν ακροβατικό, σουλατσαδοροτρίζονο[327].
Η σταχτοπούτα ήρθε μόνη της. Λυπάμαι τα γεράματά σου που είχα συνηθίσει. Τώρα
μια νεότερη είναι εκεί. Προσπάθησε να μη χωρίσεις! Να είστε ευτυχισμένοι,
αγαπημένοι! Μακάρι να κάνω λάθος! Γιατί αυτή θα είναι γλυκιά μαζί σου όπως
ήμουν κι εγώ γλυκιά όταν ήλθα κατ ευθείαν από τη μάνα μου. Η μεγάλη γαλάζια μου
κρεβατοκάμαρα, ο αέρας τόσο γαλήνιος, σπάνια ένα σύννεφο. Εν ειρήνη και σιωπή.
Θα μπορούσα να μείνω εκεί για πάντα. Κάτι πάει στραβά με μας. Πρώτα
αισθανόμαστε. Μετά γκρεμιζόμαστε. Και άστη να βρέξει τώρα αν το θέλει. Μαλακά ή
γοερά όπως της αρέσει. Τέλος πάντων άστη να βρέξει γιατί ήρθε η ώρα μου. Έκανα
το καλύτερό μου όταν με αφήναν. Σκεφτόμενη πάντα πως αν φύγω όλα φεύγουν. Εκατό
φροντίδες, δεκάτη από μπελάδες και υπάρχει κανείς να με καταλαβαίνει; Ένα στα
χίλια χρόνια των νυκτών; Όλη μου τη ζωή έζησα ανάμεσά τους μα τώρα μου γίνονται
αντιπαθητικοί. Και σιχαίνομαι τα μικρά θαλπερά τους κόλπα. Κι’ απεχθάνομαι τις μέτριες βολικές
επιστροφές τους. Κι όλα τα άπληστα ξεσπάσματα μέσα από τις μικρές ψυχές τους.
Και όλες τις νωθρές εκκρίσεις από τα ασθενικά κορμιά τους. Πόσο μικρά είναι
όλα! Κι εγώ να μιλάω στον εαυτό μου πάντα. Και τραγουδώντας πάντα. Νόμιζα πως
άστραφτες ολόκληρος με την αριστοκρατικότερη άμαξα. Είσαι μοναχά μια κολοκύθα.
Σε νόμιζα τον μεγάλο σε όλα τα πράγματα, στη δόξα και στην ενοχή. Δεν είσαι
παρά ένας ασήμαντος. Σπίτι! Οι δικοί μου δεν ήταν δικής τους πάστας πέρα εκεί
όσο μπορώ να ξεχωρίσω μέχρι τώρα. Για όλες τις θρασύτητες και τα κακά και τα
θολά που κατηγορούνται, οι κακές μάγισσες[328]
. Όχι! Ούτε για τους άγριους χορούς μας σ’ όλη την άγρια χλαπαταγή τους. Μπορώ
να δω τον εαυτό μου ανάμεσά τους, ανναξανανεαλίβια ομορφηόμορφη[329].
Πόσο όμορφη ήταν, η άγρια Αμαζόνα, όταν αρπαζόταν πάνω στο άλλο μου το στήθος!
Και τόσο πολύτιμη, η αγέρωχη Νειλοσελήνη[330],
που θα κρεμιόταν απ’ τα τίμια μαλλιά μου! Γιατί αυτές είναι οι ανταροϊστορίες[331].
Ωπ κρεμάσου! Κρεμάσου Ωπ[332]!
Και η κλαγγή από τις κραυγές μας μέχρι να τιναχτούμε ελευθερωμένοι.
Αυροπετώντας[333],
λένε, ποτέ δεν ακούγεται τ’ όνομά σου! Αλλά τους σιχαίνομαι που είναι εδώ και
όλα τα σιχαίνομαι. Μοναξιά στη μοναξιά μου. Για όλα τους τα λάθη. Πεθαίνω. Ο
πικρό τέλος! Θα χαθώ πριν ξυπνήσουν. Ποτέ δεν θα το δουν. Ούτε θα ξέρουν. Ούτε
θα τους λείψω. Κι είναι γερατειά και τα
γερατειά είναι θλιβερά και κουραστικά θα γυρίσω πίσω σε σένα, παγωμένε μου
πατέρα, παγωμένες μου τρελέ πατέρα, παγωμένες μου τρελέ φοβερέ πατέρα, μέχρι
που η κοντινή θωριά και μόνο του μήκους του, τα μίλια και μίλια του,
μονοτονοβογγώντας[334],
να μου φέρει λασποθαλασσινή[335]
θαλασσοναυτία[336]
και θα χιμήξω, μοναχή μου, στην αγκαλιά σου. Τους βλέπω να σηκώνονται! Σώσε με
απ΄ αυτές τις τριαινοτρομερές[337]
περόνες! Δυο ακόμη. Μιαδυό[338]
στιγμές ακόμη. Λοιπόν. Γειάσας αντίο. Τα φύλλα μου σκόρπισαν μακριά μου. Όλα.
Αλλά ένα γαντζώνεται ακόμα. Θα το πάρω μαζί μου. Να μου θυμίζει τον. Λφφ[339]!
Τόσο βροχερό τούτο το πρωινό μας. Ναι. Κουβάλησε με πέρα, μπαμπάκα[340],
όπως στο πανηγύρι των παιχνιδιών! Εάν βλέποντάς τον να πλέει προς τα μένα μ’
ασπρανοιγμένα[341]
πανιά σαν να ερχόταν από τους Κιβωτορχαγγέλους[342],
θαρρώ θα αργόσβηνα πάνω στα πόδια του, ταπεινά σιωπηλά, μόνο για να εξαφανιστώ.
Ναι, ώρα. Να που. Πρώτα. Διασχίζουμε το γρασίδι σιωπηλά προς τον ερημότοπο.
Σιωπή! Ένας γλάρος. Γλάροι. Ο πατέρας καλεί! Έρχομαι, πατέρα! Τέλος εδώ. Εμείς
τότε. Τέλος, ξανά! Πάρ’ το. Τα φιλιά σου[343],
να με αγαπονεροθυμάσαι[344].
Μέχρι χίλια χρόνια. Χείλια. Τα κλειδιά. Δοσμένα! Μακριά μοναχική τελευταία
αγαπημένη μακρόσυρτη η
Βοηθήματα.
Brivic Sheldon, Joyce’s Waking Women. An Introduction
to Finnegans Wake. University of Winsconsin Press. 1995 (σελ.
81-135)
Campell John, A Skeleton Key to Finnegans Wake. Joseph
Campbel Foundation. 2005. ( σελ, 337-352)
Fordam
Finn, «The End»; «Zee End» στο: How Joyce Wrote Finnegans
Wake, Edited by Luca
Crispi and Sam Slote. The University of Winsconsin Press. 2007.
Gordon John, Finnegans Wake, a plot summary. Syracuse
Universit Press. 1986. (σελ. 263-278)
Irigaray Luce, This Sex which is not One. Μετάφραση από τα
γαλλικά: Catherine Porter και Carolyn Burke. Cornell
University Press. 1985
Kitcher Philip. Joyce’s Kaleidoscope. An Invitation to
Finnegans Wake. Oxford University Press. 2007 (σελ. 242-250)
Tindall York William, A Reader’s Guide to Finnegans
Wake. Stracuse University Press. 1969. (Σελ. 305-331)
Yawhawaw : (YHWH) Yahweh
είναι ο τρόπος που διαβάζεται στα αγγλικά το יהוה, (το όνομα του
θεού του Ισραήλ) Αυτά τα 4 εβραικά γράμματα ( יהוה ) καλούνται με
την ελληνική λέξη τετραγράμματον (Tetragrammaton) και μεταγράφονται στο αγγλικό αλφάβητο ως YHWH
ή YHVH ή JHWH ή JHVH.
weddingtown [→ wedding
(γάμος)-town (πόλη)] → Richard Whittington (1350–1423) Έμπορος και πολιτικός του Μεσαίωνα, το
πρωτότυπο για τον πρωταγωνιστή της παντομίμας
Dick Whittington.